«Όταν αυτή η κρίση τελειώσει, πρέπει να υπάρχει ένα όραμα για το τι θα ακολουθήσει, και κατά την άποψή μας, πρέπει να είναι μια λύση δύο κρατών», είπε ο Τζο Μπάιντεν, πρόεδρος των ΗΠΑ, σε μια από τις πολλές δηλώσεις του για τον πόλεμο στη Γάζα που μετράει πλέον σχεδόν ένα μήνα. Παρόμοια σχόλια έχουν κάνει και άλλοι δυτικοί ηγέτες, όπως ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, ο βρετανός πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ αλλά και ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Προς το παρόν, αυτό είναι ένα μακρινό όνειρο, αφού οι Ισραηλινοί στρατηγοί προβλέπουν ακόμη μήνες μάχης. Όμως, ο συγγραφέας και καθηγητής διεθνούς δικαίου και σπουδών της Μέσης Ανατολής, Τζον Στρόσον, από το Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου, εξηγεί στο «Βήμα» πως ίσως πλέον αυτό να φαντάζει πιο εφικτό από ότι ένα μήνα πριν.
Οι «χαμένες ευκαιρίες»
Συγκεκριμένα, ο κ. Στρόσον, 3 εβδομάδες πριν τον πόλεμο, έγραφε στο The Conversation πως βρισκόμασταν πιο μακριά από ποτέ όσον αφορά τη λύση δύο κρατών. «Ο Νετανιάχου, ο οποίος ουσιαστικά είναι στην εξουσία από το 2009, δεν ήθελε στα αλήθεια μία λύση. Βασίστηκε πολύ στη διαίρεση της Παλαιστίνης, στη Γάζα με τη Χαμάς και στη Δυτική Όχθη με τη Φατάχ, μεταξύ άλλων για να ενισχύσει το αφήγημα: ‘’Δεν έχουμε έναν ενωμένο εταίρο, δεν μπορούμε να διαπραγματευτούμε’’,διατηρώντας έτσι το status quo» εξηγεί.
Από το 1947 έχουν υπάρξει ευκαιρίες για να προκύψει μία λύση. Κυρίως οι συμφωνίες του Όσλο, που υπογράφηκαν μεταξύ του τότε πρωθυπουργού του Ισραήλ Γιτζάκ Ράμπιν, και του ηγέτη των Παλαιστινίων Γιάσερ Αραφάτ. Όμως η δολοφονία του Ράμπι το 1995 ήταν «μία πολύ κομβική δολοφονία που ειλικρινά άλλαξε το ρου της ιστορίας» επισημαίνει ο κ. Στρόσον.
«Όπως κομβικές ήταν και οι επιθέσεις αυτοκτονίας από τη Χαμάς στις αρχές της, στο Ισραήλ και με θύματα πολίτες, την άνοιξη του ’96 λίγο πριν τις ισραηλινές εκλογές». Αυτό συνέβαλε στην ανάδειξη του Νετανιάχου ως πρωθυπουργού για πρώτη φορά, σε εκείνες τις εκλογές.
Ωστόσο σημειώνει πως ό,τι είχε γράψει σε εκείνο το άρθρο του, πριν από τον πόλεμο, έχει τώρα ανατραπεί, ακριβώς λόγω του πολέμου.
«Η τραγωδία που βλέπουμε να εκτυλίσσεται, μπορεί να δημιουργήσει εύφορο έδαφος για διάλογο, καθώς κατέδειξε στη διεθνή κοινότητα πως δεν μπορούν να αγνοούν άλλο το μεσανατολικό. Πως πρέπει να δοθεί μία ώθηση να λυθεί αυτό το ζήτημα, καθώς προφανώς το μέχρι πρότινος status quo δεν είναι βιώσιμο».
Τα εμπόδια
Βέβαια έχει γίνει σαφές, από την αρχή κιόλας του πολέμου, πως η αναζήτηση της επόμενης μέρας δεν θα είναι μία εύκολη διαδικασία. Στην προσπάθειά τους να σχεδιάσουν το μέλλον λοιπόν, οι παγκόσμιοι ηγέτες κοιτάζουν στο παρελθόν, αφού το γενικό περίγραμμα της λύσης δύο κρατών δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα εδώ και δεκαετίες: ένα παλαιστινιακό κράτος που θα σχηματιστεί στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη. Το Ισραήλ θα ανταλλάξει κομμάτια της επικράτειάς του με τμήματα της Δυτικής Όχθης όπου έχει εποικίσει και η Ιερουσαλήμ θα διαιρεθεί, με κάποιου είδους κοινό έλεγχο της Παλιάς Πόλης.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, ωστόσο, δεν είναι οι λεπτομέρειες της λύσης αλλά η πολιτική βούληση για διαπραγμάτευση και εφαρμογή μιας.
«Δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρή ειρηνευτική διαδικασία με τον συνασπισμό ακροδεξιών και υπερ-θρησκευόμενων πολιτικών του Μπενιαμίν Νετανιάχου. Βέβαια, θεωρώ απίθανο να επιβιώσει στην εξουσία μετά τον πόλεμο.»
Αλλά και από την παλαιστινιακή πλευρά, οι απαντήσεις σε ερωτήματα όπως το αν θα φύγει η Χαμάς από τη Γάζα, ποιος θα την κυβερνήσει και ποιο θα είναι το μέλλον του σχετικά αντιδημοφιλή, 82χρονου Μαχμούντ Αμπάς, θα παίξουν μεγάλο ρόλο στην επόμενη μέρα. Άλλωστε, ακόμη και αν η Χαμάς εξαφανιστεί μετά τον πόλεμο στη Γάζα, μια άλλη ομάδα θα μπορούσε να πάρει τη θέση της.
Η λαϊκή βούληση
Όσον αφορά τους απλούς πολίτες και από τις δύο πλευρές, φαίνεται να έχουν χάσει την πίστη τους στη λύση των δύο κρατών. Μια δημοσκόπηση τον Σεπτέμβριο του 2022 από το Ισραηλινό Ινστιτούτο Δημοκρατίας, διαπίστωσε ότι μόνο το 32% των Ισραηλινών Εβραίων ήταν υπέρ – πέντε χρόνια νωρίτερα το ποσοστό ήταν 47%. Βέβαια, οι Ισραηλινοί Άραβες, που αποτελούν το ένα πέμπτο του πληθυσμού, εξακολουθούσαν να υποστηρίζουν την ιδέα, σε ποσοστό 71%.
Μάλιστα, τα ποσοστά είναι ακόμη χαμηλότερα μεταξύ των Παλαιστινίων. Μια έρευνα τον Ιούνιο του 2023 από το Παλαιστινιακό Κέντρο Πολιτικής και Έρευνας διαπίστωσε ότι μόλις το 28% υποστήριζε μια λύση δύο κρατών. Το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 53% πριν από δέκα χρόνια, αν και μόλις το 39% θεώρησε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό.
Ποιες είναι όμως οι εναλλακτικές;
Πολλοί αναλυτές έχουν κάνει λόγο και για τη λύση της συνομοσπονδίας, ως μία εξίσου, αν όχι περισσότερο βιώσιμη λύση. Δύο κράτη, με κάποιους κοινούς θεσμούς αλλά και οικονομική ένωση. «Θα ήταν μία πολύ καλή λύση η συνομοσπονδία, το είχε προτείνει και ο ΟΗΕ στην αρχή. Βέβαια, μπορώ να κάθομαι στο σπίτι μου στο Λονδίνο και να λέω »τι ωραία ιδέα η συνομοσπονδία», αλλά προφανώς και ειδικά τώρα, δεν ακούγεται τόσο ωραία για καμία από τις δύο πλευρές».
Οπότε, και εφόσον είναι δεδομένο πως και οι δύο χώρες θέλουν την αυτοδιάθεσή τους, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν η υφιστάμενη έκρηξη θανάτου και καταστροφής θα εντείνει το μίσος και στις δύο πλευρές ή αν τελικά θα οδηγήσει Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους πίσω στη συνειδητοποίηση του Όσλο, ότι η κατοχή και η απόρριψη δεν μπορούν να διατηρήσουν την ειρήνη. Ο πόλεμος εκτυλίσσεται ακόμα και η έκβασή του θα διαμορφώσει πολλά από αυτά που θα ακολουθήσουν.
«Πραγματικά πιστεύω και ελπίζω πως, παρά το τραύμα που έχουν βιώσει, 5,7 εκατ. Παλαιστίνιοι και 9,2 Ισραηλινοί θα είναι εκεί μετά τον πόλεμο και θα μπορούν να συνυπάρξουν και να ασκήσουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Για μένα, ο μόνος τρόπος, είναι μία ώθηση για μία βιώσιμη λύση δύο κρατών» καταλήγει ο καθηγητής.