Ο Κώστας Σημίτης είναι 87 ετών. Γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου του 1936 στον Πειραιά και έζησε όλα τα σκαμπανεβάσματα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Από το 1996 ως το 2004 ως Πρωθυπουργός, με κινητήρια δύναμη τον εκσυγχρονισμό της Ελλάδας. Δύο θητείες με εμβληματικές στιγμές όπως η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, η σύγκρουση με την Εκκλησία για τις ταυτότητες, η εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη», η διεκδίκηση και η προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Πολλά έχουν γραφτεί για τον Σημίτη, τα πιο ενδιαφέροντα τα έχει γράψει ο ίδιος στα βιβλία του «Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα 1996 – 2004» και «Δρόμοι ζωής» (Εκδόσεις Πόλις).
Παιδική ηλικία
«Οι πρώτες έντονες εντυπώσεις μου έχουν σχέση με τον πόλεμο. Ποιόν πόλεμο με ρωτούν σήμερα. Απορώ πάντα με την ερώτηση αυτή. Για τη γενιά μου ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ο κατεξοχήν πόλεμος. Μας έφερε στο χείλος της απόλυτης καταστροφής (…) Ο πόλεμος ήταν, για εμάς, τα παιδιά, η αόριστη αλλά υπαρκτή απειλή. Μας διακατείχε φόβος για όσα συνέβαιναν, για τους Γερμανούς, τους Ιταλούς και τους άλλους που συνεργάζονταν μαζί τους, για το κακό που κυκλοφορούσε απροσδιόριστο και έκανε όλους να κρυώνουν, να πεινούν, να πεθαίνουν. Για τη βία που μπορούσε να ενσκήψει χωρίς να το καταλάβεις και να καταστρέψει ό,τι σου ήταν πιο αγαπητό».
Όταν ήταν 7 ετών και 9 ο αδελφός του Σπύρος, η ήσυχη ροζ πολυκατοικία της οδού Καμπάνη στην πλατεία Αμερικής, όπου είχε μετακομίσει η οικογένεια, όταν ο πατέρας του Γιώργος Σημίτης εξελέγη καθηγητής της Ανωτάτης Εμπορικής (σήμερα Οικονομικό Πανεπιστήμιο) αναστατώθηκε από μια χειροβομβίδα που έριξαν στο γραφείο του πατέρα του ακροδεξιοί συνεργάτες των Γερμανών. Σύντομα ο Γιώργος Σημίτης έφυγε για τα βουνά της Ευρυτανίας και τον Μάιο του 1944 συμμετείχε στην Εθνοσυνέλευση των Κορυσχάδων. Στη συνέχεια όμως διαφώνησε με την τακτική του ΚΚΕ να επιδιωχθεί ένοπλη αναμέτρηση και σταμάτησε να συμμετέχει στην πολιτική.
Μετά τα Δεκεμβριανά «το σπίτι άδειασε σιγά σιγά από τους πολλούς επισκέπτες. Έφυγαν, στο τέλος και οι γονείς μας για να μην τους συλλάβουν οι κυβερνητικοί(…) Η Δεξιά είχε στο στόχαστρο τους γονείς μου».
Ο μεταπολεμικός διχασμός, γράφει ο Σημίτης, ήταν πολύ βαθύτερος από αυτόν που είχε ζήσει η ελληνική κοινωνία κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. «Τότε ήταν πολιτικός διχασμός, ενώ τώρα ήταν κοινωνικός και, γι’ αυτό, πολύ πιο τραυματικός. Τότε όσοι συμμετείχαν στη διαμάχη ήταν πολιτικοί αντίπαλοι. Τώρα ήταν κοινωνικοί εχθροί». Ο Εμφύλιος Πόλεμος βάθυνε τα ρήγματα.
Δάφνη
Ο Κώστας Σημίτης γνωρίστηκε με τη Δάφνη την άνοιξη του 1961 στο πάρτι ενός φίλου. «Τα πάρτι και οι χοροί ήταν συνήθως περιστάσεις όπου μπορούσες να γνωρίσεις μια κοπέλα. Καθόμασταν με τη Δάφνη στο ίδιο τραπέζι, σε μια παρέα γνωστών μου. Μου άρεσε. Δεν είχε το προσποιητό ύφος με το οποίο κάλυπταν την ανασφάλειά τους οι κοπέλες εκείνης της εποχής. Ηταν φυσική, χαμογελαστή και βέβαια πολύ όμορφη, με λεπτά χαρακτηριστικά. Της πρότεινα να ξανασυναντηθούμε έπειτα από λίγες μέρες, όπως και έγινε.
Από τότε αναπτύχθηκε μεταξύ μας μια σταθερή φιλία και σύντομα μια όλο και πιο δυνατή συμπάθεια. Συναντιόμασταν τακτικά, πηγαίναμε μαζί σε θέατρα, κινηματογράφους, εκδρομές, αλλά όλο και συχνότερα χωρίς πρόγραμμα. Μας αρκούσε να είμαστε μαζί. Ετσι ασυναίσθητα, φυσικά, ερωτευθήκαμε. Τρία χρόνια μετά, τον Αύγουστο του 1964, παντρευτήκαμε».
Η Δάφνη ήταν διαφορετική ενδεχομένως επειδή είχε ήδη ζήσει έναν χρόνο στο Λονδίνο προτού γνωριστούν και εκεί επέστρεψε για να παρακολουθήσει μαθήματα Κοινωνικής Ψυχολογίας στη London School of Economics. Στη LSE είχε αποφασίσει να συνεχίσει τις σπουδές του και ο Κώστας Σημίτης στις Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες, αφότου αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ στη Γερμανία και απολύθηκε από τον στρατό. Εντός του πανεπιστημίου υπήρχε «αίσθημα ελευθερίας, κριτική διάθεση, απαίτηση για τεκμηριωμένες θέσεις και συστηματική ανάλυση». Εξω από αυτό, το Λονδίνο σε περίοδο ακμής, «η ανατροπή της συντηρητικής κυβέρνησης είχε σημάνει μια γενικότερη απομάκρυνση από τα συντηρητικά πρότυπα και τον συντηρητικό τρόπο ζωής. Η μίνι φούστα ήταν το σύμβολο της νέας εποχής». Το πνεύμα της εκφραζόταν στη λογοτεχνία, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στα πολλά καινούργια εστιατόρια με ευρωπαϊκό ή ασιατικό φαγητό, στις μεγάλες διαδηλώσεις κατά των πυρηνικών εξοπλισμών. «Ζήσαμε μαζί με τη Δάφνη αυτή την καινούργια για μας πραγματικότητα βλέποντας και συμμετέχοντας, με ένα αίσθημα μόνιμης περιέργειας, αναζήτησης και ελευθερίας. Τα χρόνια στο Λονδίνο ήταν για μένα από τα ωραιότερα της ζωής μου».
Πολιτική
«Δεν είχα πρόθεση να ασχοληθώ επαγγελματικά με την πολιτική, να πολιτευτώ, να εκλεγώ βουλευτής. Η πολιτική, όπως τη ζούσα μέσα από την ειδησεογραφία των εφημερίδων ή τις πολιτικές συγκεντρώσεις, δεν με ενδιέφερε». Το 1966 ίδρυσε τον «Όμιλο Παπαναστασίου», έναν μικρό κύκλο διανοουμένων. Στη δεύτερη εκδήλωση του διαβάστηκε μήνυμα του Ανδρέα Παπανδρέου, το οποίο έκλεινε με τη φράση «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες και η εξουσία στο λαό της».
Ανδρέας
«Το 1965 συνάντησα για πρώτη φορά τον Α. Παπανδρέου. Τον επισκέφθηκα στο γραφείο του, που ήταν για ένα διάστημα στην οδό Ομήρου. Ο Νοταράς, ο Καράγιωργας και εγώ αποτελούσαμε την αντιπροσωπεία του Ομίλου (σ.σ.: Ομιλος Παπαναστασίου). (…) Ο Ανδρέας ήταν για μας το κατ’ εξοχήν πρόσωπο που θα μπορούσε να ηγηθεί μιας κίνησης όπως αυτή που θεωρούσαμε επιβεβλημένη. Αμφιβάλλαμε όμως αν ήταν σε θέση να υπερβεί το εμπόδιο που αποτελούσε η παραδοσιακή ηγεσία της Ενωσης Κέντρου. Ο Ανδρέας έδειχνε πιεσμένος από τα γεγονότα, τις πολλές εκδηλώσεις συμπαράστασης και τις προσδοκίες που εναποτίθεντο στο πρόσωπό του».
Τον Σεπτέμβριο του 1969 ο καταζητούμενος από τη χούντα ως μέλος της Δημοκρατικής Αμυνας Κώστας Σημίτης διέφυγε με τη βοήθεια της Αμαλίας Φλέμινγκ στο Γκίσεν της Γερμανίας, όπου ζούσε ο αδελφός του Σπύρος . «Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν από τους πρώτους που μου τηλεφώνησαν».
Οταν συναντήθηκαν αργότερα σε μία από τις ευρωπαϊκές περιοδείες του Παπανδρέου, ο οποίος ζούσε στον Καναδά, αποδέχθηκε την πρόταση να γίνει μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΚ. «Διαπίστωσα λίγο αργότερα ότι ήταν ένα όργανο που υπήρχε μόνο στα χαρτιά. Λειτουργία απόντος του Ανδρέα δεν ήταν δυνατή. Στην Ευρώπη μια υποτυπώδης οργάνωση υπήρχε μόνο στη Σουηδία και στη Γερμανία. Επρόκειτο για ένα δίκτυο φίλων ή γνωστών που υποστήριζε τις εμφανίσεις του Ανδρέα και δημοσιοποιούσε τις ανακοινώσεις του».
«Τα χρόνια μετά το ’69 έγιναν πολλές αλλαγές στην οργανωτική δομή του ΠΑΚ, στα πρόσωπα που συμμετείχαν στην ηγεσία του, στις σχέσεις τους με τον Ανδρέα. Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των αλλαγών ήταν η διατήρηση του προσωποκεντρικού χαρακτήρα της οργάνωσης, δηλαδή η απόλυτη εξάρτησή της από τον Ανδρέα. Ο μόνος που θα μπορούσε να έχει περιορίσει αυτή την τάση ήταν ο ίδιος. Είχε όμως μια έμφυτη αβεβαιότητα και ανασφάλεια όσον αφορά τις προθέσεις των άλλων. Προτιμούσε έτσι πρόσωπα τα οποία αντλούσαν την υπόστασή τους αποκλειστικά από εκείνον. Τους άλλους, που ήταν πιο αυτόνομοι, είχαν δικές τους απόψεις ή διέθεταν την ικανότητα να του αντιπαρατεθούν, τους αντιμετώπιζε με καχυποψία».
Ο Κώστας Σημίτης δεν έκρυβε τις διαφωνίες του ούτε την περίοδο της εξορίας ούτε όταν ιδρύθηκε το ΠαΣοΚ, το οποίο λειτουργούσε με τον ίδιο χαοτικό τρόπο, με θέσεις αμφίσημες, χωρίς συγκροτημένο σχέδιο για τη χώρα. Το 1979 αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το Εκτελεστικό Γραφείο έπειτα από σχετικές διαρροές προερχόμενες από τον ίδιο τον Παπανδρέου εξαιτίας ενός φυλλαδίου που έγραφε το σύνθημα «Ναι στην Ευρώπη των λαών». Το 1981 δεν ήταν υποψήφιος βουλευτής. Μολονότι σε δύο συναντήσεις τους ο Ανδρέας τον διαβεβαίωσε ότι θα ήταν, αποκλείστηκε με φωτογραφική απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής. Κατόπιν ο Παπανδρέου του πρότεινε να μετάσχει στο ευρωψηφοδέλτιο αλλά δεν δέχθηκε. «Με ενόχλησε η εντύπωση που ήθελε να δημιουργήσει, ότι ζητούσα από το ΠαΣοΚ να μου εξασφαλίσει μια «σταδιοδρομία». Την είχα πετύχει μόνος μου και δεν χρειαζόμουν κανένα πόστο».
Το 1987 παραιτήθηκε από υπουργός Οικονομίας επειδή ο Παπανδρέου ανέτρεψε το πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας που εκείνος είχε ζητήσει να εφαρμοστεί. «Τον είχε πείσει ο Κουτσόγιωργας ότι θα του κόστιζε ψήφους στις εκλογές». Το 1995 παραιτήθηκε από υπουργός Βιομηχανίας όταν δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να διεκδικήσει την προεδρία του ΠαΣοΚ και ο Παπανδρέου απάντησε με δηλώσεις για την ανυπαρξία ουσιαστικού έργου στο υπουργείο Βιομηχανίας.
Η σχέση τους όμως ήταν πιο σύνθετη από αυτήν που περιγραφόταν στον Τύπο και στις επιστολές που αντήλλασσαν, όπως διαφαίνεται από τις προσωπικές τους συζητήσεις αλλά και από την τελευταία τους συνάντηση. «Ως πρωθυπουργός συνάντησα αργότερα δύο φορές τον Ανδρέα στην Εκάλη. Ημασταν μόνοι. Εκινείτο άνετα στο γραφείο του. Διέκρινα πάνω του μια ελαφρά μελαγχολία αλλά και τη διάθεση να συζητήσουμε. Αισθανόταν απομονωμένος και αβέβαιος. Οταν με είδε να κάθομαι στη θέση που μου είχε υποδείξει ο αστυνομικός της υπηρεσίας, με προέτρεψε να αλλάξω θέση. «Εδώ όλα ακούγονται» είπε «και δεν θέλω να ακούγονται». Έδειξε έτσι κάτι από την παλιά του αποφασιστικότητα αλλά ταυτόχρονα έγινε φανερή η εξάρτησή του λόγω της φυσικής του αδυναμίας. Ηταν μια εικόνα που με στενοχώρησε».
«Οταν ανέλαβα πρωθυπουργός γνωριζόμουν ήδη με τον Ανδρέα παραπάνω από τριάντα χρόνια. Ελάχιστα ήταν τα στελέχη του ΠαΣοΚ που συμπορεύθηκαν μαζί του για τόσο μεγάλο διάστημα. Οι πολιτικοί σχολιαστές πρόβαλλαν τις συγκρούσεις μας, την απόσταση που μας χώριζε στη ζωή και στην πολιτική, τις διαφορετικές συμπεριφορές μας. Παρέβλεπαν όμως τα πολλά κοινά σημεία μας: την αντίστασή μας στη χούντα, τους αγώνες μας για την ίδρυση και την ανάπτυξη του ΠαΣοΚ, την αντιπαράθεσή μας με τη Δεξιά, τη συνεργασία μας για μια αποτελεσματική κυβέρνηση. Διατηρούσαμε μεταξύ μας μια σταθερή σχέση, παρά τις όποιες τριβές. Στο τέλος της ημέρας των κρίσεων υπήρχε πάντα μια αμοιβαία εκτίμηση. Υπήρχαν επίσης ομοιότητες στη ζωή μας που μας συνέδεαν: οι σπουδές και η πολύχρονη παραμονή μας στο εξωτερικό, η πανεπιστημιακή σταδιοδρομία, η επιστημονική εργασία που διαμόρφωσε έναν αναλυτικό και κριτικό τρόπο σκέψης, η επίγνωση των προβλημάτων της χώρας, η επαφή μας με τη μαρξιστική και σοσιαλιστική σκέψη και, βέβαια, η πεποίθηση ότι η κοινωνική αλλαγή απαιτεί συνεχείς παρεμβάσεις και όχι απλώς τη διαχείριση της υπάρχουσας κατάστασης. Προσεγγίζαμε όμως με διαφορετικό τρόπο την άσκηση της πολιτικής και είχαμε διαφορετικές απόψεις για ορισμένους κεντρικούς στόχους που θα έπρεπε να επιδιώξουμε».
Ο Παπανδρέου διατήρησε την αμερικανοκεντρική οπτική: κύριος πόλος της παγκόσμιας ανάπτυξης ήταν οι ΗΠΑ, «η ευρωπαϊκή ενοποίηση είχε γι’ αυτόν μόνο οικονομική διάσταση· δεν της απέδιδε καμία πολιτική σημασία». Αντιθέτως, ο Σημίτης, θεωρούσε ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στη διαμόρφωση της ενοποιητικής πορείας «θα ενίσχυε τις δυνάμεις της σύγκλισης και θα δημιουργούσε νέες ευκαιρίες ανάπτυξης για τη χώρα εφόσον επιδιώκαμε συστηματικά την εκπλήρωση των στόχων μας. Η επιφυλακτικότητα του Ανδρέα απέναντι στην ευρωπαϊκή ενοποιητική προσπάθεια, οι ενδοιασμοί του, η αποστασιοποίησή του είχαν ως αποτέλεσμα η ελληνική κοινωνία να υιοθετήσει μια αντιφατική συμπεριφορά».
1981
«Το αποτέλεσμα των εκλογών της 18ης Οκτωβρίου ήταν εντυπωσιακό. Το ΠΑΣΟΚ είχε λάβει ποσοστό 48,1% που του εξασφάλιζε άνετη πλειοψηφία στη Βουλή. Ήταν ελεύθερο να πραγματοποιήσει τους στόχους του. Στο Καστρί, όπου πήγα το ίδιο βράδυ, είχε συγκεντρωθεί πολύς κόσμος. Μέσα στο σπίτι επικρατούσε το αδιαχώρητο. Κατευθύνθηκα προς το γραφείο και συγχάρηκα θερμά και με συγκίνηση τον Ανδρέα. Παρά τα όσα έχουν μεσολαβήσει ήταν και για μένα μια μεγάλη στιγμή. Χαιρόμουν που είχε πετύχει τον στόχο του. Ήταν αναμφισβήτητα ένας προσωπικός του θρίαμβος αλλά όχι μόνο. Ήταν και ένας θρίαμβος μιας προσπάθειας πολλών επί πολλά χρόνια, τους οποίους ο ίδιος είχε καθοδηγήσει και εμπνεύσει. Κάθισα σε μια καρέκλα απέναντι από τον Ανδρέα. Αστειευόταν με όλους, γελούσε, έδειχνε ευχαριστημένος, ξένοιαστος, ανέφερε στιγμιότυπα της προεκλογικής εκστρατείας και μιλούσε για το τι θα έπρεπε να γίνει, από την επόμενη κιόλας. Ηταν μια ατμόσφαιρα όπου επικρατούσε χαρά και όπου ο καθένας εκφραζόταν αυθόρμητα, χωρίς σκοπιμότητες. Τέτοια ατμόσφαιρα δεν υπήρχε στις επόμενες εκλογικές νίκες, το 1985 ή το 1993. Τις επόμενες φορές, αν και υπήρχε διάχυτη ευχαρίστηση, όλα ήταν πιο τυπικά. Αισθανόσουν ότι ο καθένας έπαιζε τον ρόλο που είχε ήδη, επί χρόνια».
Ακης
«Ο Τσοχατζόπουλος ήταν, για πολλούς, ένας από τους υπαίτιους της παρακμής του ΠαΣοΚ. Αποδεχόταν αδιαμαρτύρητα οποιαδήποτε απόφαση του προέδρου. Χειριζόταν το ΠαΣοΚ ως έναν μηχανισμό εξουσίας στην υπηρεσία του ιδίου και των φίλων του, καθώς και του Ανδρέα. Ο Ανδρέας τον θεωρούσε το δεξί του χέρι, όσον αφορά το κόμμα, αλλά τον αντιμετώπιζε ως έναν καλό εκτελεστή εντολών και μόνο. (…) Οσοι θέλουν να εκμεταλλευθούν τη θέση τους για προσωπικό όφελος βρίσκουν τον τρόπο, παρά τις απαγορεύσεις και τους ελέγχους. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώθηκε κατά τη θητεία των κυβερνήσεων τόσο του ΠαΣοΚ όσο και της ΝΔ. Κυβερνητικά και κρατικά στελέχη καταχράστηκαν το αξίωμά τους με στόχο προσωπικά οφέλη. Το πιο γνωστό παράδειγμα της πρώτης κυβερνητικής περιόδου του ΠαΣοΚ ήταν ο Κουτσόγιωργας, της περιόδου μετά το 1996 ο Τσοχατζόπουλος. Πολύ σωστά οι σχολιαστές καυτηρίασαν την υποκρισία τους. Ορισμένοι όμως επέκτειναν την κριτική τους σε όλους ανεξαιρέτως τους υποστηρικτές του ΠαΣοΚ. Θεωρούσαν ότι το «καθεστώς ΠαΣοΚ» είχε δημιουργήσει έναν ανθρώπινο τύπο που είχε ροπή προς την παραβίαση των ηθικών και νομικών κανόνων».
Ο Σημίτης δίνει τη δική του εξήγηση στο γιατί άργησαν να αποκαλυφθούν κρούσματα διαφθοράς επί πρωθυπουργίας του. «Η καταβολή μίζας από τον αλλοδαπό κατασκευαστή πυραυλικών συστημάτων μέσω ελβετικής τράπεζας σε μια υπεράκτια εταιρεία στις Παρθένους Νήσους, μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να εντοπιστεί. (…) Τα στοιχεία για τις δωροδοκίες σε εξοπλιστικά προγράμματα προέκυψαν, τόσο στην Ελλάδα όσο σε άλλες χώρες, από τις διενέξεις μεταξύ των προμηθευτών και των μεσαζόντων τους, από δικαστικές αποφάσεις που ελήφθησαν στο εξωτερικό, από έρευνες αλλοδαπών ανακριτικών αρχών για ατασθαλίες στις επιχειρήσεις των κατασκευαστών, και όχι από έρευνες των ελληνικών ελεγκτικών αρχών. Γι’ αυτό και οι παράνομες πράξεις εντοπίστηκαν στην Ελλάδα μετά την πάροδο πολλών ετών».
Πρωθυπουργός
«Η εκλογή πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 18 Ιανουαρίου. Για μένα, ήταν μια μάχη σαν όλες τις άλλες (…) Αν πετύχαινα θα ήταν κάτι ανέλπιστο. Ελάχιστοι θα μπορούσαν να έχουν προβλέψει μια τέτοια εξέλιξη, μερικούς μήνες νωρίτερα. Αν δεν πετύχαινα, δεν επρόκειτο να συμμετάσχω στην κυβέρνηση». Στην πρώτη ψηφοφορία ισοψήφησε στην πρώτη θέση με τον Τσοχατζόπουλο με 53 ψήφους. Στην επαναληπτική το αποτέλεσμα ήταν Σημίτης 86, Τσοχατζόπουλος 75. «Την επόμενη, 19 Ιανουαρίου 1996, επισκέφθηκα τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλο. Μου έδωσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Αρχισε έτσι η πιο δύσκολη και πιο συναρπαστική δουλειά από όσες είχα αναλάβει μέχρι τότε. Γνώριζα τις δυσκολίες, αλλά ήμουν αποφασισμένος να προχωρήσει η χώρα μπροστά».
Ίμια
Από τις 25 Δεκεμβρίου, με αφορμή ένα ναυτικό ατύχημα, είχε αρχίσει να εξελίσσεται η κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Τη Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 1996 η Άγκυρα δήλωσε ότι τα Ίμια ανήκουν στην Τουρκία και μια τουρκική φρεγάτα πλησίασε τις βραχονησίδες. «Την Τρίτη 30.1 το πρωί συγκαλώ τα αρμόδια για το θέμα μέλη της Κυβερνητικής Επιτροπής (…) Την ίδια ημέρα η ΕΥΠ ενημερώνει το ΓΕΝ ότι εντοπίστηκε σήμα από τουρκική πηγή προς τουρκικό πλοίο στην περιοχή με οδηγία να φωτογραφηθεί και αν βιντεοσκοπηθεί μια νησίδα των Ιμίων. Πρόκειται για εκείνη που στη συνέχεια θα καταληφθεί από τους Τούρκους».
Το απόγευμα της Τρίτης συνεχίζεται στη Βουλή η συζήτηση για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, οι πληροφορίες λένε ότι ο τουρκικός στόλος βγήκε από τα Δαρδανέλια, και ο Μπιλ Κλίντον καλεί τον Έλληνα Πρωθυπουργό. «Ο πρόεδρος Κλίντον με πληροφορεί ότι ανησυχεί μήπως η κρίση στα Ίμια οδηγήσει σε θερμό επεισόδιο μεταξύ των δύο χωρών και συμβουλεύει να πάρουμε τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποφευχθεί μια πολεμική σύγκρουση. Από τη συνομιλία μας σχημάτισα την εντύπωση ότι η ενημέρωσή του ήταν ελλιπής (…) Του απάντησα ότι Ίμια ανήκουν στην Ελλάδα».
Μετά τη λήξη της κοινοβουλευτικής συζήτησης πραγματοποιήθηκε και δεύτερη σύσκεψη της Κυβερνητικής Επιτροπής. Ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ κ. Λυμπέρης έχει απλώσει τους χάρτες πάνω στο τραπέζι και υποστηρίζει ότι η Ελλάδα έχει εκεί «τη μεγαλύτερη δύναμη» και ότι η Τουρκία κάνει κινήσεις τακτικής. Ο Σημίτης ρώτησε τον Λυμπέρη αν φυλάσσεται η δεύτερη βραχονησίδα, «μου απάντησε χωρίς δισταγμό ότι βεβαίως και φυλάσσεται». «Συμφωνούμε όλοι ότι πρέπει να απευθυνθούμε στις ΗΠΑ, επειδή είναι η μόνη χώρα που μπορεί να επηρεάσει αποφασιστικά την τουρκική στάση. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος ανέλαβε να μιλήσει με τον Χόλμπρουκ, όταν η Άγκυρα ανακοίνωσε ότι τούρκοι κομάντος κατέλαβαν την μία από τις δύο νησίδες. Ο Λυμπέρης το διέψευδε, αλλά το επιβεβαίωναν οι Αμερικανοί. Στο ΚΥΣΕΑ διαπιστώθηκε ότι η Ελλάδα δεν είχε δυνατότητα άμεσης επέμβασης και οι στρατιωτικές δυνάμεις δεν είχαν σχέδιο. Ζητήθηκε αμέσως η βοήθεια των ΗΠΑ για απεμπλοκή. Πολύ αργότερα ο Σημίτης ενημερώθηκε για την πτώση του ελικοπτέρου και τα τρία νεκρά μέλη του. Την Τετάρτη ενημέρωσε τη Βουλή και ευχαρίστησε τους Αμερικανούς για τη συμβολή τους, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων ακόμα και από ένα κομμάτι του ΠΑΣΟΚ που αμφισβήτησε την ικανότητα της κυβέρνησης να χειρίζεται τα εθνικά θέματα.
Χρηματιστήριο
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1999 έγινε το τραυματικό κραχ στο ελληνικό χρηματιστήριο και χιλιάδες «επενδυτές» είδαν τις οικονομίες και τις περιουσίες τους να εξανεμίζονται. Ο Σημίτης αναφέρεται στην «χρηματιστηριακή έξαρση» του 1999, που αυξήθηκαν ταυτόχρονα οι τιμές και η αξία των συναλλαγών. «Αυτό σήμαινε δύο πράγματα. Πρώτον, αυξήθηκε το σύνολο των επενδυτών που συναλλάσσονταν, δεύτερον, ο μέσος επενδυτής συναλλασσόταν όλο και περισσότερο με πυκνότερες αγοραπωλησίες. Είναι εμφανές ότι ο μέσος επενδυτής από συνετός αποταμιευτής μακροχρόνιων τοποθετήσεων έτεινε να γίνει κυνηγός βραχυπρόθεσμου υπερκέρδους». Ταυτόχρονα για τους επιχειρηματίες «η γρήγορη άνοδος των τιμών έδωσε την αίσθηση ότι μπορούσαν να συγκεντρώσουν φθηνά κεφάλαια και έσπευσαν να το κάνουν όσο πιο γρήγορα γινόταν». Αναφέρεται στις προειδοποιήσεις αρμόδιων παραγόντων του τραπεζικού τομέα, οι οποίες είτε λοιδορήθηκαν είτε προκάλεσαν παρέμβαση της δικαιοσύνης. Αποφεύγει, όμως, την αυτοκριτική για μια από τις μελανές σελίδες της πρωθυπουργίας του, που και ο ίδιος αναγνωρίζει ότι συνέβαλε στην εκλογική ήττα του 2004.
Εκσυγχρονισμός
«Πεποίθησή μου ήταν ότι το πολιτικοποιημένο άτομο οφείλει να προωθεί το επίπεδο ηθικής συνείδησης της κοινωνίας. Χωρίς ηθική όχι μόνο δεν υπάρχει κριτήριο για τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν στον πολιτικό αγώνα, αλλά δεν μπορεί να προσδιοριστεί το περιεχόμενο της αναγκαίας κοινωνικής αλλαγής. Η κυβέρνηση, πιστεύω, υπάρχει όχι για να διαιωνίζει την εξουσία της, αλλά για να διαμορφώνει μια καλύτερη κοινωνία. Αυτό το περίγραψα με μια μόνο λέξη ¨εκσυγχρονισμός¨. Ο εκσυγχρονισμός επιβάλλει να δημιουργούμε μια κοινωνία με δυνάμεις που αναγνωρίζουν και αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τα προβλήματά της. Μια κοινωνία που δεν εμφανίζεται ανήμπορη, αλλά δυνατή και με αυτοπεποίθηση. Η δυνατή κοινωνία είναι αποτέλεσμα αποκέντρωσης, μεταφοράς εξουσιών, δημιουργίας νέων κέντρων λήψης αποφάσεων μιας όλο ευρύτερης συμμετοχής των πολιτών. Μόνιμος στόχος μας οφείλει να είναι μια πολιτεία οργανωτής και εγγυητής της ελευθερίας. Ο εκσυγχρονισμός δεν έχει ημερομηνία λήξης. Είναι μια διαρκής πολιτική – κοινωνική διεργασία, της οποίας το αντικείμενο καθορίζεται σε κάθε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή με βάση τις αξίες και τις μόνιμες επιδιώξεις μας. Αυτές είναι κυρίως η επέκταση της δημοκρατίας, η κοινωνική δικαιοσύνη, η συνεχής διεύρυνση των δυνατοτήτων του ατόμου και μια ζωή με ολοένα λιγότερη αλλοτρίωση και καταπίεση. Ο όρος ¨εκσυγχρονισμός¨ έχει περιεχόμενο, κοινωνική σημασία, πολιτική αξία. Αποτελεί εργαλείο δράσης για την αλλαγή της κοινωνίας όσο υπάρχει καταπιεστικό παρελθόν που καθορίζει το παρόν και εμποδίζει την προσαρμογή στο μέλλον, όσο αλλάζουν οι συνθήκες της ζωής μας».