Αν και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, τα τελευταία χρόνια έχει σαφώς μεγαλώσει (και αυτό φαίνεται), είναι βέβαιο ότι πολλοί χρόνια νεότεροί του ζηλεύουν την καλογυμνασμένη εικόνα αυτού του σούπερσταρ που ποτέ δεν παρήκμασε: ο Σιλβέστερ Σταλόνε ήταν ,είναι και δεν θα πάψει ποτέ να είναι, ένας θρύλος του αμερικανικού κινηματογράφου, έστω και αν οι πραγματικά μεγάλες στιγμές δόξας του ήταν στις δεκαετίες του 1970 και του 1980.
Χάρη στους ρόλους του βετεράνου του πολέμου στο Βιετνάμ Τζον Ράμπο και του πυγμάχου Ρόκι Μπαλμπόα, ο Sly όπως είναι το παρατσούκλι του, έγινε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα του παγκόσμιου κινηματογράφου. Χωρίς όμως, ποτέ να καταφέρει να ξεφύγει από την σκιά των δύο αυτών ηρώων.
Sly είναι και ο τίτλος του ντοκιμαντέρ που φέτος γυρίστηκε για τον Σιλβέστερ Σταλόνε το οποίο την Παρασκευή 2 Νοεμβρίου, κάνει πρεμιέρα στο NETFLIX. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ακόμα και όσοι σνομπάρουν τον Σταλόνε (και δεν είναι λίγοι), δεν θα αντισταθούν στον πειρασμό για να του ρίξουν έστω μια ματιά, ώστε να δουν, υποθέτει κανείς, κάτι που βρίσκεται πίσω από την macho εικόνα που ήδη γνωρίζουν.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο Σιλβέστερ Σταλόνε δεν είναι ένα τυχαίο πρόσωπο, ή αν θέλετε δεν είναι ένα πρόσωπο που βρέθηκε κατά τύχη εκεί όπου βρίσκεται. Δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι πολύς κόσμος τον έχει κατατάξει στους ηθοποιούς που υποδύονται ήρωες της «μονοσύλλαβης δράσης», όπως περίπου συνέβη με τον Κλιντ Ιστγουντ, αρκετά χρόνια πριν από την λάμψη του Σταλόνε. Ασφαλώς και ο τελευταίος δεν έχει το καλλιτεχνικό εκτόπισμα του Ιστγουντ, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν έχει καλλιτεχνική προέλευσή του όπως και καλλιτεχνικές ανησυχίες.
Γιατί ο Σιλβέστερ Σταλόνε όχι μόνο είχε ο ίδιος την σύλληψη της ιδέας του «Rocky» (που εξελίχθηκε σε κομμάτι της ποπ κουλτούρας στην Αμερική των τελευταίων 50 χρόνων) αλλά έγραψε και το σενάριό τoυ για το οποίο υπήρξε υποψήφιος για Οσκαρ, μαζί με την υποψηφιότητά του στην κατηγορία του Α ανδρικού ρόλου 1976.
Σε μια εποχή που άσημος ακόμα προσπαθούσε, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980 να βγάλει το ψωμί του ως ηθοποιός παίζοντας μικρούς ρόλους σε καλές όμως ταινίες (από τις «Μπανάνες» του Γούντι Αλεν, μέχρι την «Εξαφάνιση» του Αλαν Πάκουλα και από το νουάρ του Ντικ Ρίτσαρντς «Δέκα δολοφόνοι για τον ντετέκτιβ Μάρλοου» μέχρι το φουτουριστικό b movie του Πολ Μπαρτέλ «Κούρσα θανάτου 2000», μια παραγωγή του Ρότζερ Κόρμαν), ο Σταλόνε είχε το δικό του όραμα για το μέλλον.
Εχοντας εμπνευστεί από τον πυγμαχικό αγώνα Μοχάμεντ Αλι – Τσακ Γουέπνερ το 1975 στο Κλίβελαντ, έγραψε ένα σενάριο για έναν ανώνυμο πυγμάχο, έναν «κανένα» στον οποίο δίνεται η μοναδική ευκαιρία να αμφισβητήσει τον πρωταθλητή βαρέων βαρών στην πυγμαχία και να οδηγηθεί μαζί του στο ρινγκ για την διεκδίκηση του τίτλου. Αυτός ο «κανένας» θα γινόταν ο Ρόκι Μπαλμπόα, του οποίου ο κύκλος θα ολοκληρωνόταν το… 2018 με το «Creed 2» όπου πλέον, έχοντας κρεμάσει τα γάντια του, ο Ρόκι είναι προπονητής του Κριντ (Μάικλ Μπ. Τζόρνταν), γιου του πρώτου αντιπάλου του (Καρλ Γουέδερς).
Επίσης, λίγοι ίσως να γνωρίζουν ότι ο Σταλόνε είχε λόγο και στο τελικό σενάριο του «Ράμπο: Το πρώτο αίμα» (1982) του Tεντ Κότσεφ ή ότι έχει εργαστεί συνδυάζοντας ιδιότητες συγγραφέα, σκηνοθέτη και παραγωγού σε περισσότερες από 10 ταινίες στις οποίες και πρωταγωνίστησε.
Γιατί από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Σιλβέστερ Σταλόνε άρχισε να κάνει απόπειρες στην σκηνοθεσία και για ένα διάστημα οι ταινίες με την δική του υπογραφή είχαν την πρωτότυπη ματιά και την αποφασιστικότητα ενός γνήσιου δημιουργού. Οι «Βίαιοι δρόμοι» (1978) για παράδειγμα, ένα δράμα πυγμαχίας με φόντο το Μπρούκλιν της δεκαετίας του 1940 υπήρξε μια έκπληξη ως ντεμπούτο του Σταλόνε στην σκηνοθεσία. Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλους ηθοποιούς που έγιναν σκηνοθέτες, όπως ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ο Γουόρεν Μπίτι και κυρίως ο Ιστγουντ, η εξέλιξη του Σταλόνε πίσω από την κάμερα, δεν ήταν σημαντική.
Η εξέλιξή του στην υποκριτική επίσης δεν θεωρείται συνταρακτική, ενώ πολλές ταινίες του απέτυχαν παρά τις μεγάλες προσδοκίες τους και παρά το γεγονός ότι είχαν γερές σκηνοθετικές βάσεις, όπως αυτές του Ρώσου Αντρέι Κοντσαλόφσκι στο αστυνομικό buddy movie «Τάνγκο και Κας» (1989). Ο Σταλόνε πειραματίστηκε και σε light πράγματα, όπως π.χ. το «Ράινστοουν» δίπλα στην Ντόλι Πάρτον αλλά ήταν εμφανές ότι δεν του ταίριαζαν. Το macho παρουσιαστικό ήταν πάντα ο φανερός του άσσος.
Όμως υπάρχουν κρυφές, ξεχασμένες στιγμές του, που αξίζει να ανακαλύψει κανείς, όπως το συνδικαλιστικό δράμα του Νόρμαν Τζούισον «Η πυγμή» που γύρισε στην εκπνοή της δεκαετίας του 1970 όταν προσπαθούσε να ξεφύγει κάπως από τον Ρόκι. Η ταινία δεν πέτυχε αλλά η προσπάθεια είχε γίνει.
Βέβαια, υπήρξαν αργότερα περιπτώσεις που ο Σταλόνε τσάκισε με επιτυχία το macho image του. Η καλύτερή του ερμηνεία είναι ίσως στο «Cop land» (1997) όπου υποδύεται έναν κάποτε ατρόμητο αστυνομικό που έχει καταλήξει κουφός και «παιδί για όλες τις δουλειές» των διεφθαρμένων αστυνομικών μιας πόλης στο Νιου Τζέρζεϊ. Ωσπου βέβαια, το θηρίο θα ξυπνήσει μέσα του.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που μεγάλα φεστιβάλ του κινηματογράφου τον τιμούν αναγνωρίζοντας την προσφορά του, έστω και αν σε γενικές γραμμές θεωρείται παρεξηγημένος. Το 2009, δηλαδή 14 ολόκληρα χρόνια πριν, το φεστιβάλ Βενετίας τίμησε τον Σιλβέστερ Σταλόνε με το “Jaeger-LeCoultre Glory to the Filmmaker Award”, ένα ειδικό βραβείο που έχει θεσμοθετηθεί για να παραχωρείται σε καλλιτέχνες που έχουν αφήσει το στίγμα τους στον σύγχρονο κινηματογράφο. Ανάμεσα σε αυτούς που έχουν τιμηθεί με το βραβείο ανήκουν ο Ιάπωνας ηθοποιός –σκηνοθέτης Τακέσι Κιτάνο, ο Ιρανός σκηνοθέτης Αμπάς Κιαροστάμι και η Bελγίδα σκηνοθέτις Ανιές Βαρντά.
Τη θυμάμαι εκείνη την βράβευση του Σταλόνε στην αίθουσα Sala Grande του φεστιβάλ. Κατά την διάρκεια της τελετής είχαν παιχτεί αποσπάσματα από τους πρώτους «Αναλώσιμους» και είχε ακολουθήσει η προβολή της τέταρτης ταινίας Ράμπο ,δηλαδή του «Rambo IV» που σκηνοθέτησε ο ίδιος Σταλόνε. Η προβολή ήταν το director’s cut της δηλαδή τον μοντάζ στο οποίο είχε λόγο ο σκηνοθέτης.
«Είμαι ευτυχής για αυτό το cut διότι θα ήθελα πολύ η εκδοχή του σκηνοθέτη να ήταν η πραγματική εκδοχή που παίχτηκε στις αίθουσες» είχε πει τότε ο Σταλόνε τότε για τον «John Rambo». «Το πρόβλημα που έχεις όταν ξαναβλέπεις αργότερα μια ταινία σου ,είναι ότι βλέπεις επίσης και όλες τις χαμένες πιθανότητες που είχες για να την κάνεις καλύτερη αλλά που τις έχασες εξαιτίας του φορτωμένου προγράμματος και της έλλειψης καθαρού μυαλού. Η νέα εκδοχή του John Rambo έχει περισσότερη καρδιά που συνταιριάζει με την φυσικότητά της.»
Σε ότι αφορά του «Αναλώσιμους», από τότε ακολούθησαν τρεις ακόμα ταινίες αυτής της «σειράς», πράγμα που σημαίνει ότι μιλάμε για franchise. Και ναι, με τους «Αναλώσιμους» ο Σταλόνε απέδειξε πρώτον ότι τα χρόνια δεν τον είχαν πια πάρει και δεύτερον ότι το επιχειρηματικό του μυαλό βαστά γερά. Εξάλλου ένα ακόμα franchise ακολούθησε, οι ταινίες «Escape plan» που ξεκίνησαν το 2013 και μέχρι σήμερα έχουν γυριστεί τρεις. Κι όσο για τους «Αναλώσιμους», την τελευταία της σειράς, την «4», την είδαμε πριν από λίγο καιρό στις αίθουσες. Ανεξαρτήτως κριτικής, ένα franchise στο οποίο το πρόσωπο στο επίκεντρο είναι πια 73 ετών (ο Σταλόνε γεννήθηκε στις 6 Ιουλίου 1946), αν μη τι άλλο προκαλεί τον θαυμασμό.