Η ωριαία συνάντηση Μητσοτάκη – Κασσελάκη την Τετάρτη προσέθεσε ένα νέο στοιχείο στην πολιτική καθημερινότητα, το οποίο ωστόσο είναι κατά προφανή τρόπο επιφανειακό.
Οι συζητήσεις είχαν μάλλον αναγνωριστικό και τυπικό χαρακτήρα, τα θέματα ήταν κατά τις διαρροές και των δύο επιτελείων μεγάλα και σοβαρά (Μεσανατολικό, παρακολουθήσεις, εσωκομματικά ΣΥΡΙΖΑ, ακαταδίωκτο τραπεζικών στελεχών, αλλαγές στο «πόθεν έσχες», κ.λπ.), όμως στην κυβέρνηση δεν έχουν καμία αμφιβολία για τη συνέχεια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και το περιβάλλον του νέου προέδρου παραμένει προσκολλημένο στην τοξικότητα και την ακρότητα και μέχρι νεοτέρας θα απασχολείται από την εσωτερική του δύεκκρεμότητα.
Ο μεγάλος πονοκέφαλος
Στον απόηχο και των τελευταίων δημοσκοπήσεων η κυβέρνηση γνωρίζει ότι θα εξακολουθήσει να πορεύεται δίχως αντίπαλο στο πολιτικό πεδίο και υπό αυτήν την έννοια θα βρίσκεται μόνη αντιμέτωπη με το μεγαλύτερο πρόβλημα, το οποίο τείνει να προσλάβει στοιχεία κρίσης στο κοινωνικό πεδίο.
Αυτό είναι η ακρίβεια, η οποία αναδεικνύεται ως η μείζων ανησυχία των πολιτών στις δημοσκοπήσεις και διαπιστώνεται καθημερινώς από ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα των πολιτών.
Στο πεδίο αυτό και ενώ, αφενός, τα μέτρα που λαμβάνονται φαίνεται ότι έχουν εμβαλωματικό χαρακτήρα και, αφετέρου, ο αρμόδιος υπουργός Ανάπτυξης Κώστας Σκρέκας, στρέφεται (εν μέρει δικαιολογημένα) κατά της Επτροπής Ανταγωνισμού και της προφανούς αδράνειάς της, αναδεικνύεται ένα ζήτημα, το οποίο στην πορεία και με ορίζοντα τις ευρωεκλογές, μπορεί να μετατραπεί σε μεγάλο αγκάθι, που κάποια στιγμή θα έχει και πολιτικές επιπτώσεις.
Η επικοινωνιακή αντεπίθεση και η αντίφαση
Η κυβέρνηση προς το παρόν είναι φανερό ότι επιχειρεί μία κατ’ αρχάς επικοινωνιακή αντεπίθεση σε αυτό το πεδίο, όμως στην ουσία βρίσκεται αντιμέτωπη με μία αντίφαση: Την αναντιστοιχία μεταξύ επιτευγμάτων, όπως η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και της πραγματικής συνθήκης της καθημερινότητας.