Σύμφωνα με στοιχεία της ΑΑΔΕ, οκτώ στους δέκα ελεύθερους επαγγελματίες δηλώνουν στις φορολογικές αρχές ότι το μηνιαίο τους εισόδημα είναι χαμηλότερο από τον κατώτατο μισθό που καταβάλλουν στους υπαλλήλους τους.
Ένα μικρότερο, αλλά διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό, ισχυρίζεται πως είναι δυνατόν να διατηρεί επί σειρά ετών μια εμπορική η άλλη δραστηριότητα αλλά συγχρόνως το εισόδημά του να είναι ανύπαρκτο: 221.000 επαγγελματίες, περίπου ένας στους τρεις δηλαδή, ισχυρίζονται πως ζουν χωρίς ούτε ένα ευρώ στις τσέπες τους.
Τα στοιχεία αυτά δεν προκαλούν ασφαλώς καμία έκπληξη. Είναι γνωστό ότι το κράτος εξασφαλίζει το συντριπτικό ποσοστό των εσόδων του από την φορολόγηση των μισθωτών. Από εισοδήματα δηλαδή που δεν κρύβονται επειδή γίνεται δεκτός ο ψευδής ισχυρισμός εκείνων που μπορούν να τα κρύψουν ότι όχι απλώς πένονται αλλά ότι ζουν κάτω από το όριο της απόλυτης εξαθλίωσης.
Πρόκειται για μια τριπλή εξαπάτηση. Αφενός, οι φοροδιαφεύγοντες απολαμβάνουν υπηρεσίες – από την εκπαίδευση έως την υγεία – που συντηρούν με τους φόρους τους όλοι οι υπόλοιποι. Αφετέρου στερούν από το κράτος πόρους για τη βελτίωση αυτών ακριβώς των υπηρεσιών. Κατά τρίτο λόγο, καθιστούν αδύνατη τη φοροελάφρυνση των συνήθων υποζυγίων.
Κάθε μέτρο πάταξης της φοροδιαφυγής, όπως τα τελευταία που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, κινείται συνεπώς στη σωστή κατεύθυνση υπό την έννοια πως διορθώνει μια αδικία που συντελείται σε βάρος του κοινωνικού συνόλου από (κατά τεκμήριο) έχοντες και κατέχοντες.
Καθώς όμως μιλάμε για ένα χρονίζον πρόβλημα, κάθε μέτρο, ειδικά όταν δεν είναι παρά ένα οριζόντιο ημίμετρο, ισοδυναμεί με ομολογία αδυναμίας και εντέλει ήττας στη μάχη κατά της φοροδιαφυγής.
Το συμπέρασμα είναι πως, από τους παραδοσιακούς ελέγχους έως τα εργαλεία που προσφέρει η τεχνολογία, το κράτος οφείλει να επιστρατεύει συνεχώς τρόπους και να εφευρίσκει νέους για την πάταξη του φαινομένου.
Μια κοινωνία «φτωχών» εργοδοτών και «πλούσιων» υπαλλήλων είναι απλώς αδιανόητη.