Βουλευτικές εκλογές του 2011 στην Τουρκία. Και στην προεκλογική καμπάνια του, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έθετε ήδη ενώπιόν του, προκλητικά, ανταγωνιστικά, το 2023. Χρονιά συμπλήρωσης των 100 χρόνων της Τουρκικής Δημοκρατίας. Η χώρα είχε γεμίσει με αφίσες που απεικόνιζαν τον ίδιο με «τίτλο» τη χρονιά 2023.

Σαν σήμερα, στις 29 Οκτωβρίου του 1923, ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ έβαζε την οριστική ταφόπλακα στο παλαιό καθεστώς και έφερνε την Τουρκία στο παρόν. Σήμερα ο Ρετζεπ Ταγίπ Ερντογάν οραματιζόμενος τον εαυτό του ως παγκόσμιο ηγέτη του πολιτικού Ισλάμ, χωρίς να έχει καταφέρει να εκτοπίζει ή μετατοπίσει την θέση του Κεμάλ από τη δημόσια τουρκική σφαίρα και το συλλογικό ασυνείδητο της χώρας του, θα πρέπει να κάνει τους προσωπικούς απολογισμούς του, ενώ θα πρωτοστατεί, μετά από πολλές γκρίνιες, σε μια φιέστα με το όνομα «Ήχος και φως» με drones, στην πλατεία του Ουσκιούνταρ, της Πόλης, βασισμένη στη ρήση του «Είχα όνειρα. Ζω την ευτυχία της πραγματοποίησης τους».

Δεν είναι τυχαίο που η επίσημη ιστοσελίδα της κυβέρνησης διαψεύδει κατηγορηματικά τα οργισμένα δημοσιεύματα περί «ακύρωσης των εορτασμών της Ημέρας της Δημοκρατίας». «Για τον εορτασμό της 100ης επετείου της Δημοκρατίας με ενθουσιασμό που αρμόζει στον “Αιώνα της Τουρκίας”, θα διοργανωθούν διάφορες εκδηλώσεις σε όλη τη χώρα και στο εξωτερικό», σημειώνεται σχετικώς.

«Θα ανακοινωθεί η επιταχυνόμενη επιτυχία της Τουρκίας σε πολλούς τομείς από την υγεία, την εκπαίδευση, την τεχνολογία, την αμυντική βιομηχανία, την εξωτερική πολιτική μέχρι τον πολιτισμό και τις τέχνες. Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων, τα επιτεύγματα της Τουρκίας τα 100 χρόνια θα εξηγηθούν μέσα από διάφορες ψηφιακές εκθέσεις και τρισδιάστατα σόου που χρησιμοποιούν την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Στο Βόσπορο θα διοργανωθεί μια οπτική παράσταση με drones και πυροτεχνήματα 2023. Ο ύμνος της 100ης επετείου θα αντηχεί σε ιστορικούς χώρους όπου θα πραγματοποιηθούν ειδικές παραστάσεις φωτός», προαναγγέλλεται.

Κι θα είναι ως φαίνεται, η ηχηρή «απάντηση» στις γενικευμένες διαμαρτυρίες ότι δεν θα τιμηθεί με τον δέοντα εορτασμό η επέτειος – το ξένο διπλωματικό σώμα «ψαχνόταν» όλη τη βδομάδα μήπως παράπεσε η πρόσκληση για τους επίσημους εορτασμούς-, την ώρα που για τις 28 Οκτώβρη είχε ήδη ανακοινωθεί ότι το κόμμα του ΑΚΡ θα πραγματοποιούσε στο παλιό αεροδρόμιο «Μεγάλη συνάντηση για την Παλαιστίνη»;

Για το πώς εννοεί πάντως την μεγάλη για την Τουρκία 100ετία και πώς τοποθετείται εντός της ο ίδιος, είναι ενδεικτικό, σύμφωνα με αναλυτές, ότι στις σχετικές ομιλίες του ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ουδέποτε αναφέρει τη φράση «επέτειο ίδρυσης», έναντι του «Τουρκικού Αιώνα», που προτιμά, «καθιστώντας απολύτως σαφές ότι θέλει να κόψει δεσμούς με τον Ιδρυτή», σύμφωνα με διπλωματική πηγή, με θητεία στην Άγκυρα. Εξάλλου, το σλόγκαν του ΑΚΡ για την 100τηρίδα «Χωρέσαμε τα 100 χρόνια σε 20», υπονοεί ότι «σε 20 χρόνια κάναμε ό,τι δεν έγινε από τον Ατατούρκ σε 100», προσθέτει η ίδια πηγή.

«Ο Ερντογάν σιχαίνεται τον Ατατούρκ και δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για εορτασμούς σήμερα. Στο Μαυσωλείο του Κεμάλ θα συγκεντρωθούν παρόλα αυτά 5 εκατομμύρια να προσκυνήσουν. Ο Ερντογάν δεν θα πάει, σε αντίθεση με τον Κιλιτσντάρογλου, που δεν μπορεί να το αποφύγει», μας λέει ο Ερμάν Μουτλουτούρκ, κάτοικος Άγκυρας, αυτοπροσδιοριζόμενος ως Κεμαλιστής, προσθέτοντας «το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι σήμερα γιορτάζουμε τα 100 χρόνια της πολύτιμης Δημοκρατίας μας που κληρονομήσαμε από τον Ατατούρκ, ενώ στο μεταξύ πολεμάμε σε έναν άλλο πόλεμο ανεξαρτησίας κατά εσωτερικών εχθρών, από το 1950».

Να «γιορτάσει με τον δικό του τρόπο, βγάζοντας μια ομιλία», αναμένει σήμερα για τον τούρκο πρόεδρο ο Ουμούτ Γιαζγκάν, κάτοικος Κωνσταντινούπολης, που ωστόσο αδιαφορεί για οποιαδήποτε φιέστα για την επέτειο. «Τόσο ο ίδιος ο Ερντογάν όσο και οι υποστηρικτές του συμπεριφέρονται σαν να είναι αυτός ο ιδρυτής της «νέας Turkiye» (Νέας Τουρκίας). Συμπεριφέρονται σαν να ήταν η «παλιά Turkiye» πριν από αυτόν και τώρα ίδρυσε μια «Δεύτερη Δημοκρατία». Συμπεριφέρονται σαν να είναι ο δεύτερος Ατατούρκ μας. Και θέλουν αυτή να είναι η «κυρίαρχη ιδεολογία» μεταξύ των πολιτών. Λοιπόν, μάλλον θα το γιορτάσουν σήμερα τονίζοντας ακριβώς αυτή την άποψη».

«Ο Κεμαλισμός σήμερα είναι απλώς μια παλιά νοσταλγία»

«Δεν ήμουν οπαδός του Κεμαλισμού, αν και συμφωνώ με το μεγαλύτερο μέρος του οραματισμού του Μουσταφά Κεμάλ, τη μεγαλοφυΐα, τα προοδευτικά ιδανικά και τις πολιτικές του, το γεγονός ότι ήταν πολύ πιο μπροστά από την εποχή του. Ποτέ όμως δεν αγνόησα το γεγονός ότι διέπραξε πολλές φρικαλεότητες για να πετύχει τους στόχους του. Αλλά χάρη σε αυτόν, μιλάμε αν μπορούμε, ακόμη και για την Τουρκία ως Δημοκρατία σήμερα, και οι γυναίκες έχουν μια θέση -ακόμα και αν δεν είναι εντελώς αποκαταστημένη- στην κοινωνία. Οφείλουμε να του αποδώσουμε τα μεγαλύτερα εύσημα που έκανε κοσμική την Τουρκία το 1923», διαπιστώνει στο ΒΗΜΑ ο Τζεμ Τσαντάν, γέννημα θρέμμα της Πόλης. «Για αυτό πιστεύω -συνεχίζει- ότι θα ήταν εξαιρετικά απογοητευμένος στην 100η επέτειο από την ίδρυσή της. Ο Κεμαλισμός σήμερα είναι απλώς μια παλιά νοσταλγία. Ο εορτασμός των 100 χρόνων της Δημοκρατίας; Δεν έχει κανένα νόημα υπό το καθεστώς ενός εγκληματία και του σαδιστικού κοπαδιού του», συνοψίζει.

«Η κυβέρνηση προσπαθεί να αλλάξει την ατζέντα και να καλύψει τον εορτασμό με τον πόλεμο στην Παλαιστίνη. Δεν υπάρχει κανένας ενθουσιασμός για τη σημερινή επέτειο», παρατηρεί απογοητευμένος μιλώντας στο ΒΗΜΑ και ο Τζαν Γιουκσέλ, μέλος του CHP και λάβρος Κεμαλιστής, κάτι που δηλώνεται από το τεράστιο τατουάζ στον καρπό του:την καλλιγραφική υπογραφή του Κεμάλ Ατατούρκ.

Ο γνωστός τούρκος ακαδημαϊκός και καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστήμιου Αιγαίου (Ege Üniversitesi) στη Σμύρνη, Ενγκίν Μπερμπέρ, καθόλη τη βδομάδα, μας ενημερωνει, πραγματοποιεί τουρ με ομιλίες για την μεγάλη επέτειο. Του ζητάμε να συμπυκνώσει σε λίγες φράσεις το απόσταγμά τους: «Η δημοκρατία είναι ένα από τα σημαντικότερα βήματα της Τουρκικής Επανάστασης υπό τον Μουσταφά Κεμάλ. Η Τουρκική Επανάσταση έθεσε την λογική και την επιστήμη στη βάση της εσωτερικής της πολιτικής. Αποδίδει μεγάλη σημασία στην ειρήνη στην εξωτερική πολιτική. Αν οποιαδήποτε κυβέρνηση στην Τουρκία δεν λάβει υπόψη της την ουσία και τις αρχές της Τουρκικής Επανάστασης, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα για την ευημερία της Τουρκίας και του τουρκικού λαού», σημειώνει ο Μπερμπέρ. «Η Τουρκία έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο τα τελευταία 100 χρόνια, αλλά είμαστε ακόμα αρκετά μακριά από τον στόχο που έθεσε ο Κεμάλ. Είτε το θέλει η κυβέρνηση είτε όχι, ο τουρκικός λαός δεν θα σταματήσει ποτέ να τρέχει προς αυτόν τον στόχο», προσθέτει με νόημα.

Τι είναι σήμερα η Δημοκρατία της Τουρκίας; «Είναι ουσιαστικά το απομεινάρι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η εκκαθάριση της αυτοκρατορίας ήταν μακρά και δύσκολη. Η ίδρυση της Δημοκρατίας της Τουρκίας ήταν το αποτέλεσμα πολυμερών διαπραγματεύσεων στη Λωζάνη. Ως αποτέλεσμα της εξαφάνισης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η ίδρυση της Τουρκίας προέκυψε ως αποτέλεσμα ενός δύσκολου πολέμου και δημιούργησε το εθνικό της καθεστώς», μας απαντά ο o καθηγητής στο Ιstanbul Medeniyet University, Αλίμ Γιλμάζ.

«Η Δημοκρατία της Τουρκίας έχει υιοθετήσει ιστορικά το ρεπουμπλικανικό καθεστώς και έχει αναπτύξει δημοκρατικές πρακτικές. Η ιδιαίτερη κατάσταση που προκύπτει στο σημείο αυτό είναι η ύπαρξη της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, η οποία ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου πριν την ανακήρυξη του καθεστώτος της Δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας λειτούργησε ως ο μηχανισμός λήψης πολιτικών αποφάσεων στην Ανατολία μεταξύ 1920 και 1923 και όχι μόνο διεξήγαγε τον εθνικό αγώνα με την Ελλάδα. Διεξήγαγε τον αγώνα της συνοδευόμενο από πολυμέτωπες διπλωματικές διαπραγματεύσεις».

Μετά τη νόμιμη ίδρυση της Δημοκρατίας της Τουρκίας στις 29 Οκτωβρίου 1923, συνεχίζει ο τούρκος ακαδημαϊκός, «διοικήθηκε από το μονοκομματικό καθεστώς, σύμφωνα με το πνεύμα της εποχή,ς μέχρι το 1950 και υπέστη ριζική μεταμόρφωση με τις πολυκομματικές εκλογές που έγιναν το 1950».

Η νέα Τουρκία , που ιδρύθηκε «ως Δημοκρατία σε δημοκρατική βάση, κυβερνήθηκε με αυταρχικό τρόπο ανάλογα με το πνεύμα της περιόδου που επικρατούσε και στην Ευρώπη». Ωστόσο, από το 1950, «άρχισε να διοικείται με ελεύθερες εκλογές και δημοκρατικές πρακτικές, αλλά διαταράχθηκε από πολλά στρατιωτικά πραξικοπήματα σε σημαντικά σημεία μετασχηματισμού όπως το 1960, το 1970 και το 1980, που επιβράδυναν τη δημοκρατική ανάπτυξη της Ρεπουμπλικανικής Τουρκίας», επισημαίνει o καθηγητής Αλίμ Γιλμάζ.

Το Δημοκρατικό Κόμμα και ο A. Μεντερές το 1950, το Κόμμα της Πατρίδας και ο Οζάλ στις εκλογές που διεξήχθησαν μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα το 1980, και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και ο Ταγίπ Ερντογάν που ανήλθαν στην εξουσία το 2002 αντιπροσωπεύουν σημαντικά σημεία μετασχηματισμού στην Τουρκία όσον αφορά «στην κοινωνική ειρήνη, την οικονομική ανάπτυξη και την αποκατάσταση των δημοκρατικών πρακτικών», προσθέτει ο τούρκος ακαδημαϊκός, αναλύοντας την περίοδο διακυβέρνησης του κόμματος ΑΚΡ (2002–2023): «Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης εισήλθε στην τουρκική πολιτική ζωή ενοποιώντας τους κεντροδεξιούς ψηφοφόρους και επανενώνοντας την κατακερματισμένη πολιτική δομή. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Τουρκία γνώρισε ριζικές εξελίξεις οικονομικά και ενεργούσε όλο και πιο ανεξάρτητα στην πολιτική για τους πολίτες και, κατά συνέπεια, στην εξωτερική πολιτική. Για να λύσει την κηδεμονία εντός της χώρας, προσπάθησε να εφαρμόσει κανονισμούς και πρακτικές, βάσει κριτηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι σε στρατιωτικές και πολιτικές αντιδημοκρατικές κινήσεις, τις οποίες έβλεπε ως πρόβλημα».

Ωστόσο, η απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Τουρκία το 2015, τονίζει ο Γιλμάζ, και «τα οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα. Έχει γίνει πολύ δύσκολο να αποτραπούν οι πραξικοπηματίες αφενός και να μην συμβιβαστείς με τη δημοκρατική ανάπτυξη από την άλλη. Αυτή η διαδικασία συνεχίστηκε μέχρι τις εκλογές του 2023».

Από τη σκοπιά του παρόντος, παρόλο που η Δημοκρατία της Τουρκίας είναι ένα καθεστώς 100 ετών, συγκεφαλαιώνει ο τούρκος καθηγητής, «έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο σε οικονομικά, πολιτικά, τεχνολογικά και κοινωνικά πεδία με πολύ βαθύτερη ιστορική εμπειρία. Ωστόσο, υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος. Η λήψη πιο δημοκρατικών βημάτων στο εσωτερικό και η δημιουργία καλύτερων σχέσεων στη διεθνή σκηνή θεωρούνται σημαντικά κοινωνικά αιτήματα».

«Η δημοκρατία επέζησε…Τα ιδανικά του Κεμάλ σκιάστηκαν»

«Στην Τουρκία ο φετινός Οκτώβριος πέρασε όπως κάθε άλλος Οκτώβρης. Εκτός από τους δήμους, με δημάρχους των κομμάτων της αντιπολίτευσης, δεν υπάρχει καμία σημαντική επίσημη γιορτή. Μια συνάντηση αλληλεγγύης με την Παλαιστίνη πραγματοποιήθηκε στις 28 Οκτωβρίου, ημέρα πριν από την εκατονταετηρίδα της Δημοκρατίας. Οι εορτασμοί ελαχιστοποιήθηκαν λόγω του πολέμου στην Παλαιστίνη», μας αναφέρει ο δρ.Αλί Τιραλί, αναλυτής από τη δεξαμενή σκέψης του CHP.
«Τα πρώτα εκατό χρόνια της Δημοκρατίας της Τουρκίας τελειώνουν σιωπηλά. Η δημοκρατία, αν εκληφθεί ως μη μοναρχικό καθεστώς, επέζησε», υπογραμμίζει. «Αλλά τα ιδανικά του Κεμάλ Ατατούρκ και της πρώιμης ρεπουμπλικανικής περιόδου σκιάστηκαν, όπως και οι φιλελεύθερες ελπίδες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης των δεκαετιών του ’90 και του 2000».

«Η πραγματική δραματική αλλαγή ήταν στην αυτοεικόνα της Τουρκίας», τονίζει ο Τιραλί. «Η Τουρκία ήταν μια χώρα που σύμφωνα με την κρατική της παράδοση θεωρούσε εαυτόν ως δυτική. Ως μια χώρα που εφάρμοσε δυτικότροπες και εκκοσμικευτικές μεταρρυθμίσεις από τα μέσα του 19ου αιώνα, δεν μπόρεσε να βγει από την αλυσίδα των πολέμων και των καταστροφών, μέχρι το 1922. Η συμπερίληψη της Τουρκίας στη Δύση ήταν αδιαμφισβήτητη αρχή για τον Aτατούρκ, τον Ινονού και τη γενιά των ιδρυτών του Δημοκρατία της Τουρκίας. Αυτό ήταν ένα άνευ όρων αποτέλεσμα που επιβλήθηκε ως οριστική λύση στην κρίση ταυτότητας και στη σύγκρουση προοδευτισμού-συντηρητισμού που γνώρισε η Τουρκία τον μακρύ 19ο αιώνα», υπογραμμίζει.

Ωστόσο, σε μια χώρα όπως η Τουρκία, «η αποφασιστικότητα του πολιτισμού έναντι του πολιτικού δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Από αυτή την άποψη, αν και ο Ατατούρκ και οι ακόλουθοί του επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τον τουρκικό εθνικισμό της ύστερης οθωμανικής περιόδου, αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, ειδικά από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και μετά, το ήθος του εκδυτικισμού υπέταξε επίσης τον εθνικισμό στον εαυτό του και η εθνική ταυτότητα ήταν μέρος της οικοδόμηση ενός ευρύτερου δυτικού και νέου τουρκικού έθνους».

Αυτή η περίοδος στην πραγματικότητα δεν κράτησε πολύ, επισημαίνει ο Τιραλί.«Από τη δεκαετία του 1950, αλλά κυρίως από τη δεκαετία του 1980, το τουρκικό έθνος άρχισε να ορίζεται ως κάτι διαφορετικό από αυτό που οραματιζόταν κατά την κεμαλική περίοδο».

Στο «όνομα του αντικομμουνισμού, νομιμοποιήθηκαν ο ισλαμισμός και ο παντουρκισμός, που διώκονταν από το κράτος στο παρελθόν. Μπήκαν στο παιχνίδι στοιχεία τουρκικής εθνικής ταυτότητας που πηγάζουν από τη θρησκεία (δηλαδή την τουρκο-ισλαμική σύνθεση, που ήταν η ιδεολογία της χουντικής διακυβέρνησης το 1980-1983) και η νοσταλγία για την εξαφανισμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτή η ιδεολογική αλλαγή άνοιξε το δρόμο για το καθεστώς Ερντογάν», εκτιμά.

Η «Προδοσία» της κληρονομιάς του Ατατούρκ

Γεωπολιτικά, κατά την εποχή του Ατατούρκ, η Τουρκία είχε δημιουργήσει επιτυχημένες περιφερειακές συμμαχίες, σημειώνει ο συνομιλητής μας. «Ο σκοπός αυτών των συμμαχιών ήταν η διατήρηση του status quo και η υπεράσπιση της υπάρχουσας τάξης από κοινού ενάντια στα αλυτρωτικά κράτη».
Μόλις επιτεύχθηκε η ειρήνη, η κεμαλική Τουρκία «βελτίωσε ακόμη και τις σχέσεις της με την Ελλάδα, επί Βενιζέλου. Η Βαλκανική Αντάντ που δημιουργήθηκε με την Ελλάδα, τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουμανία, και το Σύμφωνο του Σαανταμπάντ, που δημιουργήθηκε με το Ιράν, το Ιράκ και το Αφγανιστάν, καταδεικνύουν αυτήν την προσέγγιση. Επιπλέον, βλέπουμε ότι ο Ατατούρκ εξισορρόπησε και την τουρκοσοβιετική προσέγγιση στη δεκαετία του 1920, δημιουργώντας στενές σχέσεις με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία τη δεκαετία του 1930».

Η προσάρτηση του Χατάι (αρχαίο οθωμανικό σαντζάκι της Αλεξανδρέττας), «συριακού εδάφους με τουρκική πλειοψηφία, υπό γαλλική διοίκηση, στην Τουρκία, αποτελεί συνέχεια αυτής της ειρηνικής διπλωματίας. Αλλά ποτέ δεν υπήρξε αλυτρωτική ή παρεμβατική στρατιωτικού και επιθετικού χαρακτήρα η εξωτερική πολιτική. Αυτή η κατάσταση έχει αλλάξει εντελώς σήμερα», διευκρινίζει ο Τιραλί.

«Οι στρατιωτικές δραστηριότητες της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα στη Συρία, και οι επιθετικές της προσεγγίσεις σε περιοχές μακριά από την Τουρκία, όπως η Λιβύη, αποτελούν μια απόκλιση από την εξωτερική πολιτική της κεμαλικής περιόδου. Αντιβαίνουν επίσης στην αρχή της καλής γειτονίας με τις χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως στο παράδειγμα του Συμφώνου του Σαανταμπάντ».

Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα «προδοσίας» της κληρονομιάς του Ατατούρκ στον πολιτιστικό τομέα, συνεχίζει ο Τιραλί, «είναι η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Η ελεύθερη σκέψη του Ατατούρκ μετέτρεψε αυτό το υπέροχο έργο του βυζαντινού πολιτισμού σε ναό πολιτισμού, ένα μουσείο ανοιχτό σε ανθρώπους όλων των θρησκειών, με μια προσέγγιση απελευθερωμένη από τα θρησκευτικά δόγματα. Ο Ερντογάν, με την ισλαμιστική κατακτητική του ιδεολογία, μετέτρεψε αυτό το μουσείο ξανά σε τζαμί». Η ίδια προσέγγιση του Ερντογάν υπάρχει και στην εκπαίδευση. «Τα σημερινά θρησκευτικά σχολεία αναπαράγουν τη σύγκρουση μεταξύ σχολείων δυτικού τύπου και μεντρεσέ που είδαμε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τον 19ο αιώνα».