Λίγοι μάνατζερ στην Ελλάδα έχουν τόση αναγνωρισιμότητα και προβολή όση ο Νίκος Σταθόπουλος. Ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι στο «κλειστό κλαμπ» των equity funds οι μάνατζερ συνήθως επιλέγουν να δουλεύουν χωρίς μεγάλη δημοσιότητα.
Μάλιστα, συχνά βλέπει κανείς ότι όσο πιο μεγάλα τα οικονομικά διακυβεύματα τόσο μικρότερη η προβολή. Σε τελική ανάλυση εάν διαχειρίζεσαι τόσο μεγάλα ποσά συνήθως είσαι προσηλωμένος σε αυτά και όχι στην αυτοπροβολή σου.
Άλλωστε, όταν μιλάει η καθαρή δύναμη του χρήματος, ποια ανάγκη έχεις από τη δύναμη της εικόνας; Εκτός βέβαια και εάν χρειάζεσαι και τη δύναμη της εικόνας για να καλύψεις μερικές… θέσεις στις οποίες είσαι πιο «ανοιχτός» από όσο θα ήθελες.
Σε κάθε περίπτωση ο Νίκος Σταθόπουλος μοιάζει να κατοχυρώνει τον χαρακτηρισμό του «γοητευτικού γκουρού των επενδύσεων», που κάποτε του απέδωσε μια δημοσιογραφική γραφίδα.
Από πολύ νωρίς συνέδεσε το όνομά του με μεγάλες δουλειές και μεγάλες εξαγορές, βρέθηκε πολύ ψηλά στην BC Partners και έφτιαξε την εικόνα του διαπρεπούς deal maker, του ειδικού των – για τα ελληνικά δεδομένα τουλάχιστον – mega deals. Βεβαίως σε αυτό βοήθησε και η ορθή χρήση των δημοσίων σχέσεων (και των εταιρειών που παρέχουν τις αντίστοιχες υπηρεσίες) και η κατοχύρωση μιας προβολής ακόμη και στις σελίδες lifestyle.
Τα όρια της εικόνας
Μόνο που κανείς χρειάζεται να κοιτάζει κάποιες φορές και πίσω από την εικόνα, κάτω από το γυαλιστερό περιτύλιγμα. Για παράδειγμα ο Νίκος Σταθόπουλος μιλάει συχνά για τις μεγάλες συμφωνίες που κατάφερε να κλείσει, όμως δεν μιλάει για τα εγχειρήματα που στο τέλος στέφθηκαν μάλλον με αποτυχία και με χασούρα. Για παράδειγμα, σπανίως θυμάται την επένδυση που είχε κάνει στο Καζίνο της Πάρνηθας πριν αποχωρήσει με ζημιές εκατοντάδες εκατομμυρίων για τους επενδυτές της BC Partners και την απώλεια της ιδιοκτησίας του εμβληματικού ξενοδοχείου Grand Bretagne.
Αντίστοιχα, δεν έχει δώσει κάποια πειστική εξήγηση για την αλλαγή επενδυτικής στρατηγικής και τη στροφή από τα mega deals με διεθνές ενδιαφέρον και σαφή διεθνή προσανατολισμό σε εξαγορές όπως αυτή του IEK ΑΚΜH ή της αλυσίδας Pet city.
Δηλαδή από τα μεγάλα διεθνή πρότζεκτ υποβιβαστήκαμε σε κάπως… «επαρχιακές επενδύσεις», όπως χαρακτήριζε κάποτε ο ίδιος τις επενδύσεις αυτού του μεγέθους σε επιχειρήσεις με στενό προσανατολισμό στην ελληνική αγορά.
Τα πράγματα κάνει χειρότερα το γεγονός ότι υπάρχουν αρκετά ερωτήματα για το εάν επιπλέον καταγράφηκαν και τιμήματα υπερβολικά ως προς την πραγματική αξία των επιχειρήσεων. Θα έλεγε κανείς ότι ειδικά σε τέτοιες περιπτώσεις ο Σταθόπουλος κινήθηκε με στρατηγική μάλλον διαφορετική από αυτή που διεθνώς έχουν κατοχυρώσει οι BC Partners.
Ειδικά, στη περίπτωση των ΙΕΚ ΑΚΜΗ, η αγορά έμεινε εμβρόντητη στο άκουσμα του φημολογούμενου τιμήματος των άνω των 200 εκατ. ευρώ σε μια εταιρεία η οποία ως πριν μερικά χρόνια εμφάνιζε οριακή κερδοφορία. Ο Σταθόπουλος αφήνει να εννοηθεί ότι λόγω της προνομιακής σχέσης του με το πρωθυπουργικό περιβάλλον ήταν σε θέση να γνωρίζει τις εξελίξεις σε σχέση με το θεσμικό πλαίσιο για την είσοδο ιδιωτικών επιχειρήσεων στη τριτοβάθμια πανεπιστημιακή εκπαίδευση και έσπευσε να επωφεληθεί της ευκαιρίας. Γνωρίζοντες ωστόσο της αγοράς αναφέρουν ότι η είσοδος σοβαρών ξένων μη κρατικών ιδρυμάτων στη χώρα στην ουσία θα περιορίσει την αξία των ΙΕΚ και δεν είναι δυνατόν σε καμία περίπτωση η μεταρρύθμιση της κυβέρνησης να αφορά στην εξίσωση των ιδιωτικών, αμφιβόλου αξίας κολλεγίων με τα Ελληνικά δημόσια ΑΕΙ.
Συνεργασία με χρηματιστή μιας άλλης εποχής
Σε όλα αυτά πρόσφατα προστέθηκε και ο τρόπος που ο Νίκος Σταθόπουλος φάνηκε να συνεργάζεται με τον παλαίμαχο χρηματιστή Σπύρο Μπέλλο, ο οποίος μάλιστα άρχισε να εμφανίζεται σε όλα τα deals ως «αποκλειστικός» εκπρόσωπος του Σταθόπουλου, παρότι όχι μόνο εκπροσωπεί μια άλλη εποχή του ελληνικού χρηματιστηρίου, με πολλά προβλήματα, αλλά και σίγουρα δεν έχει εμπειρία στην κλίμακα των συμφωνιών που παραδοσιακά κάνει μια εταιρεία όπως η BC Partners.
Η γνωριμία μάλιστα του Σταθόπουλου με το Μπέλλο χρονολογείται από τη περιόδου της πώλησης της Hyatt Regency στη BC Partners με τα καταστροφικά για τη BC Partners αποτελέσματα. Εδώ να σημειώσουμε ότι υπήρξαν φήμες για μεγάλες προμήθειες που πήρε ο κ. Μπέλλος για τη συνεργασία του σε αυτές τις επενδύσεις. Όμως, ούτε ο κ. Σταθόπουλος ούτε ο κ. Μπέλλος δέχτηκαν να απαντήσουν στα σχετικά ερωτήματα του OT.
Ποιος ελέγχει τη United Group; Υπάρχει κόντρα με τον Σόλακ;
Και βέβαια παραμένουν ανοιχτά ακόμη όλα τα ερωτήματα για τη μεγάλη επένδυση που έκανε στη United Group του Ντράγκαν Σόλακ, επένδυση με την οποία ουσιαστικά απέκτησε την πλειοψηφία των μετοχών του ομίλου που στην Ελλάδα έχει στην ιδιοκτησία του τη Nova, αλλά παρ’ όλα αυτά έχει επιτρέψει στον μέτοχο μειοψηφίας, τον Σόλακ να συμπεριφέρεται ως μέτοχος πλειοψηφίας και ως η εταιρεία να είναι προσωπική του.
Στο βαθμό που η United να παρέχει στον Σόλακ δάνειο για να μπορέσει να εξαγοράσει την ποδοσφαιρική ομάδα της Southampton.
Ενώ στα έξοδα της United εξακολουθούν να εγγράφονται και οι δαπάνες του Ντράγκαν Σόλακ για να συντηρεί την εικόνα του μεγιστάνα με υπεπολυτελή ζωή, που χρησιμοποιεί για τις μετακινήσεις του lear jet, μοιράζει το χρόνο του μεταξύ Μαϊάμι και Ελβετίας και συμμετέχει σε exclusive golf courses.
Ίσως γιατί η συνθήκη αυτή επιτρέπει στον Σταθόπουλο να χρησιμοποιεί τον Σόλακ ως αποδιοπομπαίο τράγο κάθε φορά που «τάζει» και δεσμεύεται για επενδύσεις ή συνεργασίες που στο τέλος δεν έχουν αίσια έκβαση ή προχωρά σε κινήσεις στα όρια του αυταρχισμού και της νομιμότητας με το κατέβασμα καναλιών από τη συνδρομητική πλατφόρμα της NOVA γιατί τόλμησαν να κάνουν δημοσιογραφική έρευνα.
Πιο πρόσφατο παράδειγμα ακραίας αντίδρασης που προσομοιάζει με απόπειρα φίμωσης η ακύρωση του διαφημιστικού πακέτου στο capital.gr, για ρεπορτάζ που αναδείκνυε με στοιχεία την προβληματική οικονομική κατάσταση της United Group. Ο Σταθόπουλος φέρεται να αποδοκιμάζει ιδιωτικώς τη συγκεκριμένη κίνηση αποδίδοντας την στον Σόλακ, ενώ η αγορά γνωρίζει ότι η εν λόγω πρακτική εντάσσεται σε μια επιθετική στρατηγική διαχείρισης των Μ.Μ.Ε. από γνωστή εταιρεία δημοσίων σχέσεων υπό τις οδηγίες του Νίκου Σταθόπουλου.
Το παράδοξο είναι ότι την ίδια στιγμή σε διάφορες ιδιωτικές συνομιλίες ο κ. Σταθόπουλος φέρεται να είναι δυσαρεστημένος από τον τρόπο που διαχειρίζεται ο Σόλακ την United. Μιλά απαξιωτικά για τον Σέρβο επιχειρηματία επικρίνοντας τις επιλογές του και κατηγορώντας τον για επαρχιωτισμό, ότι «δεν ακούει» και ότι χειρίζεται τις επιχειρηματικές σχέσεις του με βαλκανικούς όρους, ξεπερασμένους από την εποχή και brutal. Παρ’ όλα αυτά δεν φαίνεται να κάνει προσπάθεια να πάρει τον έλεγχο της επένδυσης, στην οποία κατέχει πλειοψηφικό ποσοστό, ιδίως τώρα που έρχονται στο προσκήνιο και οι δικαστικές περιπέτειες του Σόλακ στη γειτονική Βόρεια Μακεδονία.
Πληροφορίες φέρουν όμως ως δυσαρεστημένο και τον Ντράγκαν Σόλακ. Ο λόγος είναι ότι ο Σόλακ θεωρεί ότι σύρθηκε από το Σταθόπουλο στην επένδυση αρχικά στη Nova και στη συνέχεια στη Wind σε μια εποχή μάλιστα που ο Όμιλος United πιέζεται λόγω των υπέρογκών υποχρεώσεων του και της αδυναμίας του να δημιουργήσει θετικές ελεύθερες ταμειακές ροές. Ο Σταθόπουλος φέρεται να είχε καλλιεργήσει στον Σόλακ προσδοκίες ότι η ελληνική κυβέρνηση θα έβλεπε θετικά διάφορα επενδυτικά σχεδία, στη βάση των καλών σχέσεων που διατείνεται ότι διατηρεί με το πρωθυπουργικό περιβάλλον.
Μάλιστα, αυτό το στοιχείο, την όλη δηλαδή αίσθηση ότι έχει πρόσβαση στον πρωθυπουργό και άρα μπορεί να έχει προνομιακή μεταχείριση από την κυβέρνηση την έχει καλλιεργήσει ο κ. Σταθόπουλος, παρότι δεν φαίνεται να τεκμηριώνεται εμπράκτως, και πλέον φέρεται εκτεθειμένος έναντι του Σόλακ για τη διάψευση των προσδοκιών.
Ο Σόλακ θεωρούσε ότι ερχόταν σε ακόμα μία βαλκανική χώρα -με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τη διαφάνεια στους κανόνες λειτουργίας της αγοράς και της οικονομίας- και η σχέση του Σταθόπουλου με την κυβέρνηση -την οποία ο τελευταίος είχε περιγράψει ως στενή- θα αρκούσε για να του εξασφαλίσει προνομιακές ή ακόμα καλύτερα συνθήκες μονοπωλίου για τις επενδύσεις του και θα ήταν στο απυρόβλητο απολαμβάνοντας απόλυτη προστασία και κάλυψη. Και πλέον ο Σέρβος φαίνεται ότι έχει προσγειωθεί άτσαλα στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα της Ελλάδας.
Όλα αυτά καταλήγουν σε ένα συμπέρασμα: στον κόσμο των επιχειρήσεων κάποια στιγμή δεν αρκεί ως προσόν η εικόνα που έχει κατασκευάσει κάποιος για τον εαυτό του. Χρειάζεται να μιλήσει και το ίδιο το έργο του, οι επιλογές, οι επενδύσεις του. Εκεί κρίνεται εάν έχει αντίκρισμα η όποια εικόνα και σε ποιο βαθμό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Γιατί όλοι αγαπάμε μια ωραία ιστορία, αρκεί να ξέρουμε ποιος πληρώνει τον λογαριασμό στο τέλος.