O βραβευμένος βοκαλίστας Philipp Weiss και ο πολυδιάστατος πιανίστας και συνθέτης Στάθης Άννινος, εμφανίζονται στο Half Note Jazz Club, τις Τετάρτες 1 & 29 Νοεμβρίου. Πρόκειται για ατμοσφαιρικό ταξίδι από το σκοτάδι και την αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης έως το φως, τη συνύπαρξη, την αγάπη, μέσα από τις υπέροχες μελωδίες του Robert Schumann και τους ποιητικούς στίχους του Philipp Weiss. Η αυτοσχεδιαστική προσέγγιση του Στάθη Άννινου και οι μουσικοί βοκαλισμοί του Philipp Weiss, δημιουργούν συνδυασμό μουσικών στυλ με αποχρώσεις Jazz, Κλασικής, Ποπ και World μουσικής. Την λίστα του προγράμματος συμπληρώνουν κομμάτια των Beatles, καθώς και original του Philipp Weiss.
Ο Philipp Weiss είναι vocal artist, στιχουργός, συνθέτης και καθηγητής φωνητικής με μακρά και πολύπλευρη παρουσία στη διεθνή μουσική. Ο γερμανός τραγουδιστής της jazz έχει διδάξει φωνητική jazz και μεθοδολογία ως Λέκτορας στη σχολή Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών του Πανεπιστημίου του Μονάχου. Από το 2018 εμφανίζεται επίσης ως κλασικός τραγουδιστής του Lied (romantic Lied). Επίσης, έχει συνθέσει μουσική για θεατρικές παραστάσεις. Το 2018, παρουσίασε το τελευταίο του σεμινάριο με τίτλο «Η 4η Διάσταση στο Τραγούδι». Ο Philipp Weiss σπούδασε κλασική και jazz φωνητική στο Richard Strauss Conservatorium και αργότερα ακολούθησε μουσικές σπουδές στη Ρωσία τις ΗΠΑ. Έχει λάβει σειρά βραβείων όπως τα ακόλουθα: «Young Generation Jazz Award» (Γερμανία), «Music Prize Of The Concert Association» (Γερμανία) και «Bavarian Arts Promotion Prize» (Βαυαρία). Το 2015 ήταν υποψήφιος για το βραβείο ECHO JAZZ German στην κατηγορία Καλύτερος Άντρας Τραγουδιστής.
Ο Στάθης Άννινος είναι πιανίστας, συνθέτης ενορχηστρωτής και καθηγητής πιάνου. Η μουσική του είναι επηρεασμένη από την κλασική, τζαζ και World. Έχει εμφανιστεί σε φεστιβάλ και χώρους ανά την Ελλάδα και το εξωτερικό όπως Jeunesses Musical Festival de Paris, Union Chapel (Λονδίνο), Φεστιβάλ Αθηνών κι Επιδαύρου, Μέγαρο Αθηνών/ Θεσσαλονίκης, κ.α. Συνεργάστηκε με Έλληνες καλλιτέχνες όπως τους Διονύση Σαββόπουλο, Νίκο Ξυδάκη, Νίκο Κυπουργό, κ.α. Επίσης, έχει συμπράξει με την Ορχήστρα των Κυκλάδων, τη Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής (ΕΡΤ), Καμεράτα Αθηνών και το Κουαρτέτο εγχόρδων των Αθηνών, καθώς και μουσικούς όπως τους Γιώργο Καλούδη, Γιώτη Κιουρτσόγλου, Βασίλη Ρακόπουλο, Χάρη Λαμπράκη κ.α. Είναι δημιουργός του σεμιναρίου «Μετάβαση από την Κλασική μουσική στον αυτοσχεδιασμό» το οποίο έχει διδάξει σε Ελλάδα και Κύπρο. Έχει συνεργαστεί ως μουσικός σε θεατρικές παραστάσεις κι έχει συνθέσει μουσική για τον κινηματογράφο. Το 2021 κυκλοφόρησε το πρώτο του προσωπικό ορχηστρικό άλμπουμ «Anthology».
Στην συνέντευξή του στο Βήμα, ο Στάθης Αννινος, αναφέρεται στην σύμπραξή του με τον γερμανό συνάδελφό του, για τις πηγές έμπνευσής του, για τη μουσική και τα μελλοντικά του σχέδια.
Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με τον Philipp Weiss;
«Με τον Philipp γνωριστήκαμε πριν από περίπου 5 χρόνια. Μόλις είχαμε ξεκινήσει να παραδίδουμε μαθήματα στο Music Hub. Στα κενά κάποιων μαθημάτων, προέκυπτε να παίζουμε μουσική είτε αυτοσχεδιάζοντας ελεύθερα είτε με αφορμή ένα αγαπημένο μας τραγούδι. Νοιώσαμε και οι δυο ότι επικοινωνούμε τόσο σε μουσικό όσο και σε ανθρώπινο επίπεδο. Στο τέλος κάθε διδακτικής χρονιάς, αρχίσαμε παρουσιάζαμε μαζί ένα μικρό πρόγραμμα για τη συναυλία των καθηγητών το οποίο φτιάχναμε με πολύ χαρά και μεράκι. Στη συνέχεια όλα προέκυψαν πολύ φυσικά και αβίαστα.»
Και ποιο θα είναι το πρόγραμμά σας στο Half Note;
«Το πρόγραμμα μας θα περιλαμβάνει τραγούδια του R. Schumann από τον κύκλο τραγουδιών Dichterliebe, Op.48. Η ιδιαιτερότητα είναι ότι ο Philipp εκτός του ότι θα τα τραγουδήσει, έγραψε 16 νέα ποιήματα πάνω στις μελωδίες αντικαθιστώντας τη πρωτότυπη ποίηση. Επίσης, έχω διασκευάσει μέρος της μουσικής, μαζί με τον Γερμανό πιανίστα W. Lang σε ένα ανοιχτό και αρκετά διευρυμένο μουσικο πλαίσιο. Θα υπάρχουν αυτοσχεδιαστικά μέρη αλλά και ενδιαφέρουσες προσμίξεις διαφορετικών μουσικών στυλ. Στο τέλος του προγράμματος θα παίξουμε και κάποιες αγαπημένες μας διασκευές. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το πρόγραμμα αποτελεί μια από κοινού, αφιέρωση στον αγαπημένο μας R. Schumann η οποία έγινε με σεβασμό και αγάπη προς τη μουσική του. Οι πρόβες μας υπήρξαν εντατικές και πολύμηνες και ανυπομονούμε να μοιραστούμε το αποτέλεσμα.»
Από πού αντλείται έμπνευση όταν γράφετε μουσική;
«Συνήθως από προσωπικές εμπειρίες. Άλλες φορές εμπνέομαι μέσα από τη μουσική και μόνο ή από τη μουσική κάποιου άλλου, ένα ποίημα μια ταινία κτλ. Η έμπνευση είναι το ζητούμενο αλλά στο τέλος ανακαλύπτεις ότι είναι απλά μια αφορμή. Μερικές φορές γράφω, χωρίς να ξέρω συνειδητά το λόγο. Μου αποκαλύπτεται στην πορεία. Φυσικά γράφω και μέσα από τις ελλείψεις μου. Αν τα έχεις όλα τότε ποιος ο λόγος να γράψεις μουσική; Επίσης, το ότι εμπνέεσαι από κάτι δε σημαίνει ότι αυτό που θα δημιουργήσεις θα είναι κι εμπνευσμένο. Εμένα με ενδιαφέρει πιο πολύ το δεύτερο. Από την άλλη ο αυτοσχεδιασμός είναι μια σύνθεση της στιγμής. Η όλη διαδικασία λαμβάνει μέρος μπροστά στο κοινό, ο χρόνος περνάει πιο γρήγορα και πρέπει με κάποιον τρόπο να τον αισθανθείς πιο διευρυμένο. Είσαι έτοιμος για ότι προκύψει δε μπορείς να σταματήσεις για διορθώσεις, όλα γίνονται μέσα σε στη ροή. Εκεί νομίζω εκφράζεται η μουσική μέσα από σένα. Φεύγει το Εγώ και γίνεσαι όσο πιο διάφανος μπορείς, ώστε να περάσει ο ήχος ανενόχλητος. Μιλώντας ειδικά για το πιάνο σόλο, είναι μια συνεχής διαδικασία που εξελίσσεται συνεχώς. Στις ζωντανές εμφανίσεις με εμπνέει το πιάνο, το κοινό, ο χώρος η ακουστική και διάφοροι άλλοι παράγοντες. Πάντως κατά τη γνώμη μου, ένας μουσικός καλό είναι να μελετάει και να εξασκείται για την στιγμή που δε θα έχει έμπνευση κι επίσης την έμπνευση την αναζητάς, δε σε βρίσκει ποτέ από μόνη της.»
Πώς θα περιγράφατε την πορεία σας μέχρι σήμερα; Μπορείτε να απομονώσετε τους σημαντικότερους σταθμούς της;
«Αρκετά περιπετειώδη και απρόβλεπτη με τη καλή έννοια. Φυσικά όταν ξεκίνησα μουσική στα εννέα μου χρόνια. Η φοίτηση μου στο Μουσικο σχολείο Ιλίου και το πρώτο μου CD ως μαθητής ακόμα. Η πολύχρονη συνεργασία μου με τον Δ. Σαββόπουλο. Όταν έπαιξα ως μουσικός στο θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου. Όταν έγραψα μουσική για ταινία. Όταν συνόδευσα στο Μέγαρο μουσικής ζωντανά ντύνοντας μουσικά, βωβή ταινία του Α. Hitchcock. Η γνωριμία με τους δασκάλους μου Χριστίνα Βουτσίνου και Τάκη Φαραζή. Επίσης οι συνεργασίες μου με μουσικούς που θαύμαζα στην εφηβεία μου. Η επαφή με τους μαθητές μου και η χαρά όταν βλέπω την εξέλιξη τους. Η συνεργασία μου πάνω σε δική μου μουσική, με την Ορχήστρα σύγχρονης μουσικής της ΕΡΤ, όπως επίσης και η συνεργασία μου με το Πανεπιστήμιο της Κύπρου πάνω στο έργο του Γ. Σεφέρη, μια ιδέα του Ελαιώνας Φεστιβάλ της Αθήνας. Το ρεσιτάλ πιάνου στην έκθεση του γλύπτη «Έργα που ηχούν σαν μουσική» το μεγάλου Έλληνα γλύπτη και ζωγράφου Ζογγολόπουλου στο Μουσείο Νεοελληνικής τέχνη της Ρόδου. Και φυσικά, η συνεργασία μου με τον Philipp.»
Εχετε εργαστεί και στο σινεμά, και στο θέατρο. Τι διαφορές έχουν, τι σας γοητεύει περισσότερο;
«Δεν μπορώ να πω ότι έχω πολύ μεγάλη εμπειρία. Αυτό που διέκρινα πάντως είναι ότι στο σινεμά η διαδικασία είναι περισσότερο μοναχική, στο θέατρο είναι σίγουρα πιο ομαδική και ζωντανή. Και τα δυο με γοητεύουν εξίσου. Άλλωστε η μουσική που γράφω από τη φύση της έχει μια κινηματογραφική αίσθηση. Επίσης, έχω συνοδεύσει και αυτοσχεδιάσει ως μουσικός και βωβό κινηματογράφο. Ήταν μια πολύ δημιουργική διαδικασία και αρκετά απαιτητική. Αλλά σίγουρα συναρπαστική και συνδέει τις προηγούμενες δυο εμπειρίες μου στο σινεμά και στο θέατρο.»
Πόσο εύκολη ή δύσκολη είναι η ζωή και η καριέρα ενός συνθέτη στην Ελλάδα;
«Δεν είμαι αποκλειστικά συνθέτης, λειτουργώ βιωματικά και σίγουρα συνδεδεμένα με την αυτοσχεδιαστική μου φύση. Νομίζω πάντως πως η καριέρα αφορά μία παγκόσμια αγορά, δε μπορεί να διατηρηθεί και να εξελιχθεί αποκλειστικά στην Ελλάδα. Θα πρέπει οι Έλληνες μουσικοί να επενδύσουμε στην εξωστρέφεια, να δημιουργήσουμε δρόμους προς τα έξω ώστε να επικοινωνήσουμε τη μουσική μας, σε ένα μεγαλύτερο κοινό.»
Αν δεν κάνω λάθος είστε και καθηγητής. Πώς βλέπετε εν γένει τη μουσική παιδεία στην Ελλάδα και πώς το επίπεδο των νέων παιδιών;
«Βλέπω αξιόλογους ανθρώπους γύρω μου αλλά και πανεπιστημιακά ιδρύματα που βγάζουν πολύ καλούς μουσικούς με τους οποίους συνεργάζομαι. Θα ήθελα όμως από ήδη από τις τάξεις του Νηπιαγωγείου να έρχονται τα παιδιά σε μια πιο ουσιαστική επαφή, μέσω παιχνιδιών και ειδικών συστημάτων , με καλλιτεχνικά ερεθίσματα όπως η μουσική ο χορός και το θέατρο. Επίσης, στη κλασική μουσική συναντώ όλο ένα και περισσότερους ανοιχτούς ανθρώπους που προσεγγίζουν τους μαθητές τους με περισσότερη ανοιχτωσιά και όχι με μια ξεπερασμένη , μουσειακή και αποστειρωμένη αντίληψη. Τα παιδιά έχουν μια δίψα για τη μουσική που οφείλουμε να την διατηρήσουμε και να την προεκτείνουμε. Να τα διαφυλάξουμε από την υπερπληροφόρηση της εποχής και να τους δείξουμε δρόμους ώστε να οδηγηθούν σε μια προσωπική έκφραση, σεβόμενοι παράλληλα και την ίδια τη μουσική. Είμαι κατά της στυγνής Ακαδημαϊκής μόρφωσης η οποία γεννάει μηχανές και όχι ερμηνευτές οι συνθέτες με εξαιρετικού επιπέδου τεχνική αλλά ανέμπνευστες μελωδίες. Φυσικά, υπάρχουν εξαιρέσεις και ευτυχώς είναι αρκετές. Τα νέα παιδιά μαζί με τις παλαιότερες γενιές δημιουργούν μια άρρηκτη σχέση με τη παράδοση της μουσικής που οφείλει να εξελίσσεται και να διευρύνεται με τόλμη και θάρρος. Κανένας δε κατέχει το Άγιο Δισκοπότηρο. Όλοι μαθαίνουμε ο ένας από τον άλλον βιωματικά με αγάπη και σεβασμό. Η μουσική είναι μεγαλύτερη από εμάς και οφείλουμε να την αγκαλιάσουμε ο καθένας από τον δικό του τομέα.»
Ποια συμβουλή θα δίνατε σε έναν νέο / νέα που θέλει να ασχοληθεί με τη μουσική;
«Απλά να το κάνει, όλα τα αλλά θα έρθουν μόνα τους αν είναι να έρθουν. Είναι μια σχέση που δεν τελειώνει ποτέ εκτός αν βαρεθείς εσύ. Εξελίσσεται, συνεχώς και σίγουρα, αν την αγαπήσεις, της δώσεις χρόνο και τον εαυτό σου, σίγουρα θα σε ανταμείψει. Από την άλλη τη θεωρώ και μια μορφή υψηλής μόρφωσης, δε χρειάζεται όλοι να γίνουν σολίστες και συνθέτες. Αν βρουν ένα είδος που τους αρέσει πολύ, ας ασχοληθούν με αυτό, αναζητώντας τον κατάλληλο άνθρωπο. Ύστερα ίσως να οδηγηθούν σε μια βαθύτερη και πιο ολιστική σχέση μαζί της.»
Μπορούμε να δώσουμε ορισμό στη μουσική;
«Προσωπικά θεωρώ ότι αν ορίσω κάπως τη μουσική, θα νιώσω κατευθείαν ότι την εγκλωβίζω. Δε μπορώ να τη περιγράψω με λέξεις, άλλωστε η μουσική αποκαλύπτει ότι η ανθρώπινη γλώσσα δεν μπορεί να ορίσει με ακρίβεια. Θα δανειστώ μια φράση, του αγαπημένου μου Keith Jarrett που με αντιπροσωπεύει “Η μουσική δε μπορεί να είναι κάτι άλλο εκτός από μουσική “.»
Πώς ήρθατε σε επαφή με τη μουσική;
«Μέσω των γονιών μου. Υπήρξαν ερασιτέχνες και κάποια χρονική στιγμή κι επαγγελματίες μουσικοί. Η μητέρα μου τραγουδούσε και ο πατέρας μου έπαιζε πιάνο κι ακορντεόν. Ο πρώτος μου δάσκαλος ήταν ο πατέρας μου, τα απλά τραγουδάκια που μου μάθαινε στο πιάνο, δίσκοι του από την Ελληνική και ροκ δισκογραφία, κάποιες σκόρπιες κασέτες κλασικής μουσικής που αγαπούσε, κι ένα Cd του Chick Corea που μου χάρισε στο Γυμνάσιο.»
Πώς θα περιγράφατε τη μουσική;
«Αν την περίγραφα ως αντικείμενο θα ήταν ένας διάφανος καθρέφτης. Ως εικόνα θα ήταν ένα δέντρο μέσα σε μία λίμνη. Αν είχε ανθρώπινη μορφή , θα ήταν μια όμορφη και πολύ γοητευτική γυναίκα. Αν ήταν κτίριο θα ήταν ένα σπιτάκι ξύλινο μέσα στη φύση όπως αυτό όπου έγραφε ο Μάλερ την υπέροχη μουσική του. Αν ήταν ποίημα θα ήταν το «Όνειρο μέσα σε ένα όνειρο» του Ε. Α. Πόε. Κι αν την περιέγραφα με μουσική , θα ήταν οι σουίτες του Μπαχ για σόλο τσέλο.»
Τα επόμενά σας σχέδια;
«Στις 5 Νοεμβρίου θα παρουσιάσω το έργο Un silent για πιάνο τρίο και κουαρτέτο εγχόρδων στα πλαίσια της Έκθεσης του περιοδικού Yellow box στο Radisson blu park με εξαιρετικούς μουσικούς. Ένα έργο που περιγράφει, με μια ανοιχτή διάθεση, διαφορετικές αποχρώσεις ανθρωπίνων συναισθημάτων και καταστάσεων, μέσα από διαφορετικά μουσικά ηχοχρώματα, υπό το πρίσμα προσωπικών εμπειριών.»