Η Αριστερά διαθέτει ένα τόσο πλούσιο ιστορικό εσωτερικών συγκρούσεων ώστε να μπορεί να ισχυρισθεί κανείς χωρίς να κάνει λάθος πως όσα διαδραματίζονται το τελευταίο διάστημα στον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι άγνωστα στον χώρο.
Είναι όμως πρωτόγνωρα για κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης που, εκ του ρόλου του, δεν είναι μόνο επιφορτισμένο με την άσκηση ελέγχου της κυβέρνησης αλλά και με τη διαμόρφωση μιας εναλλακτικής πρότασης εξουσίας.
Ποτέ ένα κόμμα στο παρελθόν, όσο εσωστρεφές και αν ήταν το κλίμα στις τάξεις του, δεν είχε εμφανίσει τέτοια εικόνα διάρρηξης με τον θεσμικό του ρόλο. Ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να βρέθηκε τη λάθος στιγμή στη λάθος θέση, σαν από ένα εκλογικό «ατύχημα» να του ανατέθηκε ένα έργο ενώ ο ίδιος ήταν σε καταφανή αδυναμία για να το υπηρετήσει.
Το αποτέλεσμα των εκλογών του Ιουνίου ήταν ένα πρόδρομο σημάδι αυτής της αδυναμίας. Ποτέ στο παρελθόν κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν είχε δει τα ποσοστά του να μειώνονται από εκλογική αναμέτρηση σε εκλογική αναμέτρηση. Ποτέ δυο κόμματα εξουσίας δεν χώριζε ένα τέτοιο ιλιγγιώδες χάσμα εκλογικής δύναμης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ωστόσο δεν έλαβε ούτε τότε μήνυμα των εκλογέων. Ηταν το τελευταίο κόμμα που υιοθέτησε την ανοικτή διαδικασία ανάδειξης της ηγεσίας του. Αλλά το πρώτο που το έκανε με έναν τρόπο τόσο διάτρητο και χωρίς στοιχειώδεις ασφαλιστικές δικλείδες. Περίπου, κάποιος είδε φως και μπήκε.
Στο εκλογικό «ατύχημα» των εθνικών εκλογών προστέθηκε έτσι το εκλογικό «ατύχημα» της εσωκομματικής κάλπης. Όχι επειδή η νέα ηγεσία δεν είναι σπλάχνο από τα σπλάχνα του κόμματος όπως η προηγούμενη. Αλλά επειδή προέκυψε ως κορυφαία έκφραση μιας στρεβλής αντίληψης περί συμμαχιών και διεύρυνσης που εντέλει υπομόνευσε την φυσιογνωμία και την αξιοπιστία του κόμματος. Στον ΣΥΡΙΖΑ και χωρίς καμία διάκριση, αρκεί να έλεγες πως είσαι ΣΥΡΙΖΑ για να γίνεις στέλεχος, βουλευτής, ευρωβουλευτής ή υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί όχι και αρχηγός;
Η σημερινή εικόνα διάλυσης που εμφανίζει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι το αποτέλεσμα αυτού του διπλού εκλογικού «ατυχήματος». Ή ενός ντόμινο «ατυχημάτων» που πολύ φυσιολογικά αποτυπώθηκαν το ένα μετά το άλλο στις κάλπες.