«Είναι νύχτα. Στ’ ανοιχτά του νησιού τους, δύο φίλοι, ο ένας κηπουρός κι ο άλλος ξενοδόχος, ψαρεύουν. Ξαφνικά, μέσα στα σκοτεινά νερά της θάλασσας βλέπουν έναν σκύλο. Όταν τον ανεβάζουν στη βάρκα, αν και ο σκύλος δαγκώνει τον κηπουρό, αποφασίζουν να τον πάρουν μαζί τους στο νησί». Ο Γιώργος Παλούμπης μου μιλά με ενθουσιασμό για την νέα του σκηνοθετική δουλειά, το «ΑΡΑΦ», που ανεβαίνει για πρώτη φορά στο θέατρο Αποθήκη στις 27 Οκτωβρίου.
Είναι πρωί Δευτέρας, αλλά παραδόξως οι ρυθμοί επί της οδού Σαρρή όπου τον συναντώ δεν μαρτυρούν το ξεκίνημα της νέας εβδομάδας. Ακούω την υπόθεση του νέου θεατρικού έργου του Γιάννη Τσίρου με τεράστιο ενδιαφέρον, ανάλογο της ζέσης με την οποία μιλά γι’ αυτό ο σκηνοθέτης της παράστασης. Η αφήγησή του ακονίζει την περιέργειά μου. Παρατηρώ πως ο ίδιος φρενάρει τον ίδιο του τον ενθουσιασμό προκειμένου να μην αποκαλύψει όλα όσα θα δούμε επί σκηνής.
«Ο ξενοδόχος αναλαμβάνει – προσωρινά τουλάχιστον – να φιλοξενήσει τον σκύλο στο ξενοδοχείο του, μιας και το νησί έχει μεγάλο πρόβλημα με τα αδέσποτα» συνεχίζει την αφήγησή του. «Ακολουθεί μία συνέντευξη σε ένα τοπικό κανάλι, η οποία γίνεται viral με αποτέλεσμα το ξενοδοχείο να γίνει τρομερά δημοφιλές στα φιλοζωικά κυκλώματα. Αυτό όμως φέρνει τον ξενοδόχο αντιμέτωπο με μια αδιέξοδη κατάσταση, μιας και ο ίδιος και η γυναίκα του δεν θέλουν πραγματικά τον σκύλο. Για την ακρίβεια, τον φοβούνται. Ακολουθεί μια σειρά από γεγονότα στα οποία εμπλέκονται ο κηπουρός φίλος του ξενοδόχου και μια κτηνίατρος, η οποία συντηρεί το κατάμεστο από σκυλιά φιλοζωικό καταφύγιο του νησιού, και ξαφνικά όλο αυτό το φαινομενικά ασήμαντο θέμα γίνεται ασφυκτικός κλοιός για τους πρωταγωνιστές».
Σαν μια άλλη Αράφ*, το νησί αυτό μοιάζει με κάποιου είδους επίγειο καθαρτήριο όπου η ξαφνική εμφάνιση ενός σκύλου πυροδοτεί συγκρούσεις, δημιουργεί ερωτήματα και θέτει βαθιά ηθικά διλήμματα. Γιατί άραγε η τύχη του άτυχου αδέσποτου να εξαρτάται από μίαν ανθρώπινη απόφαση; Ποιος όρισε το είδος μας αρμόδιο και ικανό να αποφασίζει για τη ζωή ή την ελευθερία ενός ζώου; Πού στέκεται τελικά καθεμία και καθένας από εμάς στο εν λόγω ζήτημα; Το έργο γεννά αμέτρητα ερωτήματα, όπως οφείλει να κάνει το θέατρο ως μέσο.
«Είναι ένα πανέξυπνο έργο, στο κομμάτι αυτών που αγαπώ και θέλω να δουλεύω», με προλαβαίνει ο Γιώργος Παλούμπης πριν προλάβω να επισημάνω πως όσα έργα του Γιάννη Τσίρου έχουμε δει τα τελευταία χρόνια σε δική του σκηνοθεσία μας έχουν βάλει σε σκέψεις. «Συνήθως τα ερωτήματα που έχουμε εμείς οι ίδιοι τα κάνουμε έργα», εξηγεί. «Έργα που τελικά, μέσα από τις συγκρούσεις των βασικών χαρακτήρων τους, περνούν αυτά τα ερωτήματα και στον θεατή».
Το θέατρο στην εποχή των γρήγορων απαντήσεων
«Σε μια εποχή όμως που καταναλώνουμε πολύ περισσότερες απαντήσεις απ’ ότι ερωτήματα, όλο αυτό μήπως τραβά το χαλί κάτω από τα πόδια του θεάτρου ως προς το ρόλο του στην κοινωνία;», σπεύδω να ρωτήσω πολύ περισσότερο από ειλικρινή απορία παρά από μια ανάγκη να κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου. «Καταναλώνουμε όντως πάρα πολλές απαντήσεις», συμφωνεί και συμπληρώνει: «Η εποχή είναι γρήγορη. Τις προάλλες είχα μια κουβέντα με τον 11χρονο γιο μου, προσπαθούσα να του εξηγήσω για ποιο λόγο να μην βλέπει τόσο πολύ τα shorts, τα οποία ναι μεν κάποια από αυτά είναι πολύ έξυπνα αλλά είναι σημαντικό να πιάνουμε και έργα, βιβλία, θεατρικά ολόκληρα γιατί αλλιώς είναι ξεκάθαρο ότι κάποιο κομμάτι του μυαλού θα αρχίσει να υπολειτουργεί. Τέλος πάντων, ο γιος μου κατάλαβε, αλλά συνεχίζει να βλέπει shorts.
«Ας μην φτάσουμε στο σημείο να γίνουμε shorts»
» Θεωρώ λοιπόν ότι το γεγονός ότι ο κόσμος πλέον λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο κοντράρει το να πάει να δει μια παράσταση. Και εμείς πια προσαρμοζόμαστε σε αυτή τη λογική, με την έννοια ότι αποφεύγουμε να κάνουμε πολύ μεγάλες παραστάσεις. Κάποια στιγμή θεωρήθηκε μάλιστα ότι το μία ώρα και ένα τέταρτο είναι ιδανικός χρόνος για μια παράσταση. Ευτυχώς τώρα τελευταία έχουν ηρεμήσει όλοι κι έχουμε αποενοχοποιηθεί ως προς αυτό το θέμα.
» Όλο αυτό δείχνει μια κοινωνία η οποία έχει αλλάξει, η οποία κινείται πιο γρήγορα. Δεν θεωρώ κακό το να προσαρμοζόμαστε σε μια λογική πιο γρήγορη αλλά τα άκρα είναι πάντοτε προβληματικά. Ναι, η εποχή είναι πιο γρήγορη, ας δώσουμε τα μηνύματά μας με πιο γρήγορες παραστάσεις, αλλά ας μην φτάσουμε στο σημείο να γίνουμε shorts».
Ένα «συμπτωματικό πάντρεμα» και μια μακρά συνεργασία
«Ο Γιάννης γράφει ακριβώς με τον τρόπο που εκτιμώ», μου λέει όταν τον ρωτώ τι είναι εκείνο που τον κάνει να επιστρέφει ξανά και ξανά στα έργα του Γιάννη Τσίρου. «Γράφει ιστορίες που έχουν βάθος, ενδιαφέρον, χαρακτήρες ολόκληρους, σασπένς· ιστορίες μέσα από τις οποίες εκφράζει όσα τον απασχολούν. Και όσα απασχολούν κι εμένα κατ’ επέκταση».
Οι δυο τους συναντήθηκαν επαγγελματικά για πρώτη φορά πριν κάποια χρόνια στο Εθνικό Θέατρο. Σε εκείνο το «συμπτωματικό πάντρεμα», όπως λέει ο ίδιος, εντυπωσιάστηκε από τη γραφή του Γιάννη Τσίρου. «Αλληλοεκτιμηθήκαμε απολύτως όταν κάναμε την “Αόρατη Όλγα”» κι έπειτα ήρθαν τα «Αξύριστα Πηγούνια», που φέτος ανεβαίνουν για τρίτη συνεχόμενη χρονιά – και «μάλλον τελευταία»,επισημαίνει –στο Μικρό Χορν.
Τοξικά, αρρενωπά πηγούνια
Είκοσι χρόνια μετά τη συγγραφή τους, τα «Αξύριστα Πηγούνια» παραμένουν πέρα για πέρα επίκαιρα, θίγοντας βαθιά θέματα όπως η τοξική αρρενωπότητα και οι αδιανόητα πολλές συνέπειές της στην κοινωνία. «Ο Τσίρος προσπαθεί πάντα να παρουσιάζει μέσα από τις ιστορίες του πολύ σφαιρικά τα ζητήματα που τον απασχολούν· προσπαθεί να παρουσιάζει συνολικά την ανθρώπινη υπόσταση των χαρακτήρων του, βάζοντας τους θεατές να σταθούν απέναντί τους και να αναρωτηθούν πόσο συγκλίνουν και πόσο διαφέρουν τελικά οι ίδιοι», τονίζει ο θεατρικός σκηνοθέτης. «Έτσι, και στα Αξύριστα Πηγούνια, με πολλή ανάπτυξη και βάθος στους χαρακτήρες αυτούς μπορεί ο θεατής να δει τελικά – πέρα από τα ντεσού τους, τα κίνητρα και τα κόμπλεξ τους – και πόσο θύματα είναι πραγματικά και οι ίδιοι αυτοί οι εξ ’αμελείας εγκληματίες».
«Στα Αξύριστα Πηγούνια μπορεί ο θεατής να δει πόσο θύματα είναι πραγματικά και οι ίδιοι αυτοί οι εξ ’αμελείας εγκληματίες»
Τον ρωτώ εάν ο ίδιος έχει αισθανθεί τις επιταγές αυτές της αρρενωπότητας στο πετσί του. «Φυσικά. Ήδη από το σχολείο. Παρόλο που θεωρώ ότι έχω υπάρξει σε αρκετά αθώες αγοροπαρέες, η γλώσσα που χρησιμοποιούσαμε και οι νοοτροπίες που ανταλλάσσονταν ήταν έως και σεξιστικές. Ήταν. Και θεωρούσαμε ότι το κάναμε για πλάκα» θυμάται. «Από ’κει και πέρα, είναι και πόσο το ενστερνίζεται και το υιοθετεί ο καθένας όλο αυτό, και ποιος το κάνει για πλάκα – που δεν πρέπει, δεν είναι σωστό κι αυτό – αλλά τελικά μπορεί να δει την εικόνα από μακριά. Εγώ ήμουν μάλλον από αυτούς που μπορούσαν να δουν την εικόνα από μακριά».
Σκηνική βία
Ο Γιώργος Παλούμπης θα μπορούσαμε να πούμε πως πια έχει ειδικευτεί στον θεατρικό ρεαλισμό. Με βασικές επιρροές του το ρεαλιστικό σινεμά των John Cassavetes και Mike Leigh αλλά και το έργο του David Mamet, φέρνει στη θεατρική σκηνή ιστορίες εύληπτες, με καθαρή σκηνική ανάγνωση, που περνούν ισχυρά στο κοινό, φροντίζοντας πάντοτε τα σκηνικά γεγονότα να στέκονται στο ύψος τον πραγματικών γεγονότων που παριστάνουν. «Αυτό με έναν τρόπο σε κάνει αυτόπτη μάρτυρα ενός γεγονότος, που είναι και το ζητούμενο. Πετυχαίνει πάντα; Δεν ξέρω. Αλλά πάντως είναι ζητούμενο», λέει ο ίδιος.
«Αυτό που κάνω πάντα είναι να πω όσο πιο δυνατά και ειλικρινά μπορώ την ιστορία που έχω στα χέρια μου»
Φυσικά, έχει δεχτεί κριτική για τις σκηνοθετικές επιλογές του μέσα στα χρόνια. «Πολλές φορές μου έχουν πει ότι υπάρχει βία, πολλές φωνές, κάποιοι – ατυχώς θα έλεγα – μου έχουν πει ότι μιμούμαι τον Οικονομίδη, με τον οποίο έχω και εξαιρετική σχέση. Όλα αυτά είναι πράγματα τα οποία εγώ προσωπικά δεν καταλαβαίνω σε τι αποσκοπούν. Δεν καταλαβαίνω δηλαδή από ποιο πρίσμα έρχονται αυτές οι κουβέντες. Εγώ αυτό που κάνω πάντα είναι να πω όσο πιο δυνατά και ειλικρινά μπορώ την ιστορία που έχω στα χέρια μου. Αν τυχαίνει η ιστορία που έχω στα χέρια μου να έχει βία, θα παρουσιαστεί βία πάνω στη σκηνή. Αν δεν έχει βία, δεν θα παρουσιαστεί βία πάνω στη σκηνή. Είναι τόσο απλό».
«Η πιο ωραία παράσταση που είδα τελευταία ήταν οι Σφήκες της Κιτσοπούλου»
Ο Γιώργος Παλούμπης δεν κάνει μόνο θέατρο, βλέπει κιόλας. Και μάλιστα θεωρεί πως είναι «καλός θεατής». «Αγαπώ πολλά από τα πράγματα που βλέπω. Μου αρέσουν και παραστάσεις ειδών που δεν έχουν σχέση με το δικό μου. Σαν θεατής δεν έχω τέτοια κολλήματα. Θα ήθελα να βλέπω ακόμα περισσότερο θέατρο».
Τον ρωτώ φυσικά ποια παράσταση είδε τελευταία και του άρεσε. Σκέφτεται λίγο και μου λέει: «Να σου πω την αλήθεια; Η πιο ωραία παράσταση που είδα τελευταία ήταν οι Σφήκες της Κιτσοπούλου. Μου άρεσαν πάρα πολύ. Πέρασα τέλεια». Δεν μπορώ παρά να τον ρωτήσω πώς είδε τον διαδικτυακό, κυρίως, πόλεμο που ξέσπασε με αφορμή την εν λόγω παράσταση.
«Ο Αριστοφάνης ανέβαζε έργα που κανιβάλιζαν την πραγματικότητα της εποχής του. Γιατί αυτό ενείχε μια ιερότητα, ενώ αυτό που έκανε η Κιτσοπούλου όχι;»
«Άκουσα διάφορα περίεργα επί του θέματος. Όχι μόνο για την Κιτσοπούλου. Γενικά για το θέατρο της Επιδαύρου και ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω», λέει με φωνή που προδίδει μια κάποια αγανάκτηση. Πριν προλάβω να ρωτήσω σε τι αναφέρεται, εξηγεί: «Δεν καταλαβαίνω την έννοια της ιερότητας του χώρου. Αγαπώ τα θέατρα όλα. Ιερός χώρος είναι η Επίδαυρος, ιερός χώρος είναι και ο Φούρνος. Ο Αριστοφάνης ανέβαζε έργα που κανιβάλιζαν την πραγματικότητα της εποχής του. Γιατί αυτό ενείχε μια ιερότητα, ενώ αυτό που έκανε η Κιτσοπούλου όχι; Αγαπώ βαθιά το θέατρο όπως και τον χώρο της Επιδαύρου, αλλά δεν καταλαβαίνω τη διαφοροποίηση».
«Το να ανεβάζεις μια αρχαία τραγωδία όπως ανεβαίνουν στην Επίδαυρο από το ’50 είναι σαν να παίρνεις μια όπερα, να την μεταφράζεις στα ελληνικά και να την ανεβάζεις χωρίς μουσική»
Ο ίδιος δεν έχει σκηνοθετήσει ποτέ για την Επίδαυρο, αν και του έχουν γίνει επανειλημμένα προτάσεις. «Έχω πει τρία όχι στην Επίδαυρο. Η μηχανή δεν πατάει γκάζι για κάτι τέτοιο. Αν πατούσε, θα το έκανα», παραδέχεται. «Δεν ξέρω πώς ανεβαίνει το αρχαίο δράμα αλλά, βλέποντάς το απ’ έξω, το να ανεβάζεις μια αρχαία τραγωδία όπως ανεβαίνουν στην Επίδαυρο από το ’50 είναι σαν να παίρνεις μια όπερα, να την μεταφράζεις στα ελληνικά και να την ανεβάζεις χωρίς μουσική. Είναι ένας πειραματισμός, αλλά σίγουρα ο τρόπος που ανέβαζε τις παραστάσεις του ο Μινωτής δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο ανέβαιναν στην αρχαιότητα. Επομένως, στις παραστάσεις που ανεβάζουμε δεν υπάρχει καμία γνησιότητα, καμία ιερότητα, είναι όλα πειράματα».
Κατά την περσινή χρονιά, οι παραστάσεις του Γιώργου Παλούμπη είχαν όλες μεγάλη απήχηση. Έτσι, έχει φέτος τη χαρά να συνεχίζονται τέσσερις από αυτές. «Μαζί με το ΑΡΑΦ που ξεκινά στις 27/10, συνολικά θα έχω πέντε παραστάσεις φέτος. Είναι πολλές. Και είναι όλες ελληνικά σύγχρονα έργα με ελληνική πηγή – πηγή από τη γειτονιά μας – ως προς τα ζητήματα που θίγουν και τους προβληματισμούς που θέτουν».
* Στο Ισλάμ, η αλ-Αράφ είναι ένας ενδιάμεσος χώρος ή μια μεθοριακή περιοχή μεταξύ της Τζάννα (παράδεισος) και της Τζαχάνναμ (κόλαση).