Η διατήρηση της ιστορικής μνήμης είναι η οφειλόμενη τιμή σε όσους θυσιάστηκαν για να ελευθερωθεί η Ελλάδα από τον γερμανικό ζυγό και ταυτόχρονα είναι καθοριστική συμβολή στην συλλογική αυτογνωσία και αυτοσεβασμό. Οι θηριωδίες των στρατευμάτων κατοχής οι οποίες καταγράφηκαν στην Ελλάδα σε εκατοντάδες μαρτυρικά χωριά και κωμοπόλεις που υπέστησαν την απάνθρωπη ναζιστική λαίλαπα, δεν μπορούν να ξεχαστούν.
Στην κατεύθυνση αυτή το βιβλίο του Γιώργου Μαστροδήμου υπό τον τίτλο «Φύγετε γιατί έρχονται…» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα για την πυρπόληση των τριών χωριών της Βοιωτίας Δομβραίνα, Θίσβη και Χώστια τον Αύγουστο του 1943, αποτελεί ξεχωριστή συμβολή στην ιστορική καταγραφή των τραγικών εκείνων γεγονότων που σκόρπισαν τον θάνατο και την καταστροφή.
«Ίσως η πάροδος των δεκαετιών καθιστά την έρευνα των γεγονότων της Κατοχής περισσότερο ψύχραιμη, τη ματιά μας περισσότερο καθαρή. Το στοιχείο αυτό μαζί με το αδιαπραγμάτευτο χρέος μνήμης και τιμής προς όσους υπέφεραν, μας επιφορτίζει με το καθήκον περαιτέρω έρευνας», αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, ο οποίος κατάγεται από την Βοιωτία και θα συμμετέχει στην παρουσίαση που έχει προγραμματιστεί για την Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2023 στην Παλαιά Βουλή (18.30), στην ειδική εκδήλωση που διοργανώνουν οι δήμος Θηβαίων και το Κέντρο Έρευνας και Μελέτης για την Βοιωτία.
Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Θανάσης Χρήστου, ο δημοσιογράφος Γιώργος Λακόπουλος, η νομικός Χριστίνα Σταμούλη και ο ομότιμος καθηγητής Ιατρικής στο ΕΚΠΑ Γιώργος Ζωγράφος (την συζήτηση θα συντονίσει ο δημοσιογράφος της ΕΡΤ Ανδρέας Ροδίτης).
«Για έναν Γερμανό υπαξιωματικό που πυροβόλησαν οι αντάρτες έξω από την Δομβραίνα, κάτι που δεν απεδείχθη ότι σκοτώθηκε, τα τρία όμορφα χωριά και τα δυο ιστορικά μοναστήρια της Μακαριώτισσας και του Οσίου Σεραφείμ, έγιναν παρανάλωμα, και έντεκα πατριώτες εκτελέστηκαν, μεταξύ τους και ο Ιερομόναχος Αγαθάγγελος Αγγέλου, ένας ταπεινός λευίτης…», έχει γράψει ο Λάκης Σάντας.
Η εκδικητική μανία των Γερμανών σκόρπισε τον όλεθρο και τον οδυρμό. «Τα χωριά Χώστια, Κακόσι (σ.σ. Θίσβη) και Δόμβραινα δεν υπάρχουν πια! Ο πληθυσμός τα έχει εκκενώσει, τα έχει εγκαταλείψει. Ο πόλεμος έφερε την ανάγκη και τη δυστυχία. Γιατί; Διότι τα παραπάνω χωριά υποστήριξαν τους αντάρτες και συνεργάστηκαν μαζί τους. Τα γερμανικά όπλα έχουν τον λόγον. Οι αντάρτες, μόλις αντικρύσουν τα πυροβόλα μας, το βάζουν στα πόδια. Για σκεφτήτε καλά! Διακόψτε τις σχέσεις σας με τους αντάρτες. Κλίστε γι’ αυτούς τα σπίτια σας. Όταν μαθαίνετε, ότι κάπου υπάρχουν αντάρτες, να το αναφέρετε αμέσως στα γερμανικά στρατεύματα. Λέγετε στους αντάρτες να καταθέσουν τα όπλα. Θα το κάνετε αυτό; Τότε θα ζήσωμεν μαζί σας ειρηνικά. Δεν θα το κάνετε; Τότε θα αναγκασθήτε να αφήσετε τα σπίτια σας και τα χωριά σας να καταστραφούν».
Αυτά ανέφερε η προκήρυξη των «Αρχών Κατοχής» που εκδόθηκε στις 31 Αυγούστου 1943. Τέσσερα 24ωρα πριν, στις 27 Αυγούστου, 2.000 Γερμανοί στρατιώτες με 15 τεθωρακισμένα και 70 φορτηγά αυτοκίνητα ακολουθούμενοι από δοσιλόγους από την Κούλουρη Σαλαμίνας, ξεκινούσαν την βάρβαρη επίθεσή τους και στα τρία ηρωικά ανταρτοχώρια. Οι νεότεροι διέφυγαν στα γύρω βουνά. Πίσω έμειναν οι γέροντες, οι άρρωστοι και τα γυναικόπαιδα. Ήταν τα αντίποινα για το «χτύπημα» που επιφύλαξαν αντάρτες του ΕΛΑΣ στις 22 Αυγούστου όταν μια γερμανική μοτοσυκλέτα με δυο στρατιώτες έκανε αναγνωριστική πορεία προς την Δομβραίνα. Στην θέση «Καλίγωμα» πυροβολήθηκε από οπλισμένους αντάρτες που φρουρούσαν το ελεύθερο χωριό. Από τους πυροβολισμούς τραυματίστηκε ο ένας και σύμφωνα με τον αείμνηστο βουλευτή Βοιωτίας του ΠΑΣΟΚ Γιώργο Κατσιμπάρδη, δεν είναι καν βεβαιωμένο ότι πέθανε, όπως θωρούσαν κάποιοι.
Σύμφωνα με τις καταγραφές του στο βιβλίο «Θυσία στον βωμό της λευτεριάς», είναι πλάνη που σκόπιμα καλλιέργησαν διάφοροι εθνοκάπηλοι το επιχείρημα ότι η καταστροφή των τριών μαρτυρικών χωριών έγινε λόγω της επίθεσης στην γερμανική μοτοσυκλέτα. Όπως σημείωνε το ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ «υπάρχουν επίσημες αναφορές του γερμανικού επιτελείου που δείχνουν ότι έως το 1943, τότε δηλαδή που κρίνονταν ο πόλεμος στην Μέση Ανατολή, ήταν γενική διαταγή να χτυπηθούν και εξολοθρευθούν όλες οι “εστίες” της Αντίστασης στην Ελλάδα», η οποία είχε καταφέρει καίρια πλήγματα στις πομπές ανεφοδιασμού των κατακτητών με προορισμό την Λιβύη και την Αίγυπτο.
Σε κάθε περίπτωση, το χτύπημα κατά των δυο Γερμανών από τους αντάρτες ήταν μια ικανή αφορμή για να δείξει το στυγνό του πρόσωπο ο κατακτητής συγκεντρώνοντας ισχυρές δυνάμεις και σκορπώντας τον όλεθρο στα τρία χωριά της Βοιωτίας με το κάψιμό τους και την λεηλασία τους, σκοτώνοντας όσους προσπαθούσαν να περισώσουν κάτι από την περιουσία τους ή παίρνοντας μαζί τους ομήρους.
Η «Ελεύθερη Ρούμελη» του ΕΑΜ Ρούμελης έγραφε την 1η Σεπτεμβρίου 1943: «Πριν οχτώ μέρες οι Γερμανοί βομβάρδισαν και κατέστρεψαν την κωμόπολη Δομβραίνα και τα χωριά Χώστια και Κακόσι. Δηλαδή κάψαν πάνω από 2.000 σπίτια κι όλος αυτός ο κόσμος μένει άστεγος. Στην Δομβραίνα σκοτώσαν τα ζώα και ύστερα τα ρίξανε μέσα στα πηγάδια για να αχρηστεύσουν την ύδρευσή τους. Συλλάβανε περί τα 150 άτομα και τα πήγανε στο Τατόι, τη Θήβα και τη Λειβαδιά».
Στο βιβλίο περιλαμβάνονται κείμενα, μαρτυρίες και τεκμήρια για τα δραματικά γεγονότα φωτίζοντας όλες τις πλευρές της ναζιστικής θηριωδίας. Ξεχωριστή συμβολή αποτελεί το πολυσέλιδο κείμενο-πραγματεία του Βοιωτού Γιώργου Σιακαντάρη, ο οποίος υπήρξε μαθητής του πατέρα του συγγραφέα, διακεκριμένου δασκάλου και πνευματικού ανθρώπου του τόπου του, Λουκά Μαστροδήμου, για την γέννηση και εξέλιξη του ναζισμού, όπως και τα κείμενα του διακεκριμένου λογοτέχνη Γιώργου Μανιώτη κ.ά.
Ο Γιώργος Μαστροδήμος συνθέτει ένα συλλογικό υλικό μέσα από ένα ευρύ φάσμα κειμένων και μαρτυριών όχι μόνο για τα γεγονότα αλλά και για την εικόνα του τόπου και των ανθρώπων του τότε αλλά και μετά την ανείπωτη καταστροφή του βιού τους, όταν οικοδόμησαν εκ νέου την ζωή τους και ξαναστάθηκαν στα πόδια τους χωρίς ποτέ να ξεχνούν την ναζιστική κτηνωδία. Ξεχωριστή θέση στο υλικό του βιβλίου του κ. Μαστροδήμου, στελέχους μέχρι πρότινος του υπουργείου Οικονομικών, έχουν τα λόγια του Μίκη Θεοδωράκη που κατόρθωσε μέσω της κόρης του Μαργαρίτας να μεταφέρει για την σημασία της προσπάθειας του συγγραφέα, που όπως επισήμαινε, «τονώνουν την εθνική μνήμη και πρέπει όλες οι περιοχές που έζησαν την φρίκη του πολέμου να χαρακτηρισθούν μαρτυρικές», με την ευχή το παρόν βιβλίο να είναι «μια παρακαταθήκη για τις νέες γενιές των Ελλήνων, αφιερωμένο σ’ αυτούς που θυσιάστηκαν για τη λευτεριά της πατρίδας μας!».