Παραδοσιακά ο Δήμος Αθηναίων, που διοικητικά συμπίπτει με τα όρια της εκλογικής περιφέρειας Α’ Αθηνών, αποτελεί στο σύνολό του προπύργιο της ΝΔ, επισφραγίζοντας το προφίλ της ως αστικού κόμματος. Πράγματι το κυβερνών κόμμα μόνο τέσσερις φορές στα χρόνια της μεταπολίτευσης δεν ήταν πρώτο σε ψήφους σε βουλευτικές εκλογές (1981, 2009 και στις δύο αναμετρήσεις του 2015), ενώ ακόμα και όταν αυτό δεν συνέβαινε, επιτύγχανε ευνοϊκότερους εκλογικούς συσχετισμούς σε σύγκριση με το σύνολο της επικράτειας.
Η μακρά αυτή υπεροχή μετουσιώθηκε και στον αυτοδιοικητικό έλεγχο της πρωτεύουσας επί 24 χρόνια (από το 1986 ως το 2010), μια κυριαρχία που φάνηκε πρόσκαιρα μόνο να διακόπτεται με τις δύο συνεχόμενες θητείες του Γ. Καμίνη, την περίοδο 2010-2019. Η νίκη όμως του Κ. Μπακογιάννη το 2019 και τα υψηλά ποσοστά του κόμματος στις μετέπειτα βουλευτικές εκλογές (42,3% το 2019, που παρέμεινε σχεδόν στα ίδια επίπεδα στις εκλογές του περασμένου Μαΐου, για να φτάσει στο 43,3% τον Ιούνιο), προμήνυαν τη διατήρησή της και στο αυτοδιοικητικό επίπεδο.
Η εκτίμηση αυτή έδειχνε εκ πρώτης όψεως να επιβεβαιώνεται από τα αποτελέσματα του Α’ Γύρου των πρόσφατων Δημοτικών Εκλογών. Η επανάληψη της πρωτιάς του απερχόμενου δημάρχου Κ. Μπακογιάννη με 41,5% (έναντι 42,7% το 2019), με διαφορά σχεδόν 27 μονάδων από τον (οριακά) δεύτερο Χ. Δούκα και με τον ευρύτερο χώρο της αντιπολίτευσης εκλογικά πλήρως κατακερματισμένο, δεν αφήναν αρκετά περιθώρια ανατροπής στον επαναληπτικό γύρο.
Βεβαίως οι εκλογές της πρώτης Κυριακής στην πρωτεύουσα σημαδεύτηκαν από ένα ιστορικά χαμηλό ρεκόρ συμμετοχής (σχεδόν 140.000 έγκυρα ψηφοδέλτια), χαμηλότερο ακόμα και από εκείνο του Β’ Γύρου των προηγούμενων Δημοτικών εκλογών του 2019, με τον δείκτη της αποχής τυπικά να εκτινάσσεται στο 68%, αρκετά υψηλότερος ακόμα και από το προηγούμενο αρνητικό ρεκόρ του 2010 (57%), την πρώτη – και μοναδική μέχρι τώρα – φορά που η εκλογική συμμετοχή είχε πέσει κάτω από το όριο των 200.000 (Πίνακας 1). Φυσικά η δραματική αυτή μείωση της εκλογικής συμμετοχής στην πρωτεύουσα αποτελεί αποκύημα της συνεχούς μείωσης του νόμιμου κυρίως πληθυσμού της (του αριθμού των δημοτών), με ραγδαίους ρυθμούς από τη δεκαετία του 2000. Αλλά και ο ίδιος ο βαθμός της τωρινής αποχής δεν προέκυψε ξαφνικά στη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση. Ήδη στις δεύτερες βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου, η συμμετοχή είχε υποχωρήσει κατά 13% σε σύγκριση με τον Μάιο. Ωστόσο η νέα μαζική έξοδος που παρατηρήθηκε στις δημοτικές εκλογές, κατέληξε σε μια συνολική μείωση του ενεργού εκλογικού σώματος της Αθήνας περίπου στο μισό (κατά 43%) σε διάστημα μόλις 5 μηνών.
Την ίδια στιγμή ωστόσο, μια προσεχτική ματιά στην αναλυτική γεωγραφία του αποτελέσματος δημιουργούσε ερωτηματικά για το αναμφισβήτητο της κυριαρχίας του Κ. Μπακογιάννη, με το υψηλότερο ποσοστό του (43,5%) να καταγράφεται στην 4η Δημοτική Κοινότητα (Κολωνός-Ακαδημία Πλάτωνος), ενώ το χαμηλότερο (39,5%) στην 1η Δημοτική Κοινότητα του ιστορικού και εμπορικού Κέντρου, η οποία όμως δίνει κατά κανόνα τον βασικό τόνο στην επικράτηση κάθε δημάρχου στην σύγχρονη εκλογική ιστορία της Αθήνας. Η χαμηλή αυτή επίδοση σε γειτονιές όπως η Πλάκα, το Μοναστηράκι, τα Εξάρχεια-Νεάπολη, με μοναδική εξαίρεση το Κολωνάκι (42ο και 43ο εκλογικό διαμέρισμα, τα δύο δηλαδή από τα τρία συνολικά – μαζί με τον Βοτανικό – στα οποία τελικά πλειοψήφησε στον Β’ Γύρο) είναι προφανώς άρρηκτα συνδεδεμένη με πολλαπλές παθογένειες της θητείας του απερχόμενου δημάρχου (βλ. «Μεγάλος Περίπατος»). Η ίδια περιοχή αποτέλεσε παράλληλα την κυριότερη εστία δύναμης του Χ. Δούκα στον α’ γύρο της αναμέτρησης (19,9%), καταλήγοντας σε μια διαφορά μεταξύ των δύο διεκδικητών, μικρότερη του 20%. Η οποία μάλιστα ήταν δυνατό να ανατραπεί πλήρως, με την θεωρητική προσθήκη των τοπικών ποσοστών του Κ. Ζαχαριάδη (12,6%) και του Κ. Παπαδάκη (8,4%), μετά την επίσημη υποστήριξη του πρώτου και την μερική (και κριτική) του δεύτερου στο πρόσωπό του Χ. Δούκα, ενόψει της δεύτερης Κυριακής.
Πράγματι, ο υπολογισμός αυτός δεν θα ήταν και τόσο αυθαίρετος, με βάση την εκτίμηση των μετακινήσεων των εκλογέων μεταξύ Α’ και Β’ Γύρου, όπως αυτή προκύπτει από την αναλυτική στατιστική σύγκριση (μέθοδος πολλαπλής παλινδρόμησης) των αντίστοιχων εκλογικών αποτελεσμάτων ανά εκλογικό τμήμα, στις 7 Δημοτικές Κοινότητες ξεχωριστά (Πίνακας 2) – και που συμπίπτει σε εντυπωσιακό βαθμό με τις ανάλογες προβλέψεις της μόνης δημοσιευμένης έρευνας εκείνων των ημερών, από την εταιρεία Real Polls (12.10.2023). Σύμφωνα με την εκτίμηση, ο Χ. Δούκας φαίνεται ότι άντλησε περίπου το 75%-85% των ψηφοφόρων τους των δύο αυτών υποψηφίων, όπως επίσης και τους μισούς σχεδόν από εκείνους των υπολοίπων, δηλαδή των Ελ. Παπαδοπούλου, Ν. Σοφιανού και Ηλ. Κασιδιάρη, με τις εισροές εκ μέρους των δύο τελευταίων να μην είναι αριθμητικά απαραίτητες για την ανατροπή, αλλά μόνο για την διαμόρφωση της διαφοράς στο τελικό αποτέλεσμα (56%-44%). Η δε υπέρβαση της επίσημης γραμμής του ΚΚΕ για αποχή ή λευκό/άκυρο ψηφοδέλτιο από τη μισή σχεδόν εκλογική βάση του, υπολογίζεται ότι έλαβε χώρα και σε άλλες περιπτώσεις (Θεσσαλονίκη, Θεσσαλία).
Συνολικά δηλαδή στον Β’ Γύρο ενεργοποιήθηκε ένα μαζικό ρεύμα υπέρ της υποψηφιότητας του Χ. Δούκα, όχι τόσο με σαφή ιδεολογικά (αντι-δεξιά και «προοδευτικά») ή κοινωνικά χαρακτηριστικά, αλλά κυρίως ως ένα μέτωπο αντικυβερνητικής διαμαρτυρίας είτε απέναντι στην κεντρική εξουσία, είτε απέναντι στην προηγουμένη δημοτική αρχή, είτε (το πιθανότερο) και στα δύο συγχρόνως. Τέλος, στον Β’ Γύρο περιορισμένη εκτιμάται ότι ήταν η ωφέλεια του νικητή από την περαιτέρω μείωση της συμμετοχής (στα 114.000 έγκυρα), αφού οι απώλειες του Κ. Μπακογιάννη προς αυτή την κατεύθυνση ήταν ελαφρώς μόνο ισχυρότερες των δικών του (κατά 5.000 ψήφους). Σημαντικό ωστόσο είναι το εύρημα της ανταλλαγής μεταξύ τους περίπου του 1/10 της εκλογικής βάσης τους, η οποία μάλλον ερμηνεύεται από τη στενή κομματικοποίηση της αναμέτρησης (κάτι περίπου ανάλογο φαίνεται ότι συνέβη και μεταξύ Κ. Ζέρβα-Στ. Αγγελούδη στη Θεσσαλονίκη) και που λόγω των συσχετισμών του Α’ Γύρου, σε απόλυτες δυνάμεις ωφελούσε αυτομάτως τον Χ. Δούκα περίπου κατά 11.000 ψήφους. Κάπως έτσι ολοκληρώθηκε μια από τις εντυπωσιακότερες ανατροπές μεταξύ Α’ και Β’ Γύρου στα χρονικά των δημοτικών εκλογών και σε μία συμβολικών διαστάσεων ήττα για το κυβερνών κόμμα.