Φτάνοντας σε πρωτόγνωρα επίπεδα στις τελευταίες δημοτικές εκλογές, η συνεχώς αυξανόμενη, εδώ και 25 χρόνια, αποχή των πολιτών από τις εκλογές εκπροσώπων τους, επιβεβαιώνει, άλλη μια φορά, ένα μείζον πολιτικό φαινόμενο, αυτό της βαθειάς κρίσης αντιπροσώπευσης.
Η εμπειρία της συνεχώς αυξανόμενης συλλογικής τάσης απογοήτευσης από την πολιτική συνδέεται με το γεγονός πως οι άνθρωποι έχουν όλο και περισσότερο την αίσθηση ότι η οδύνη τους δεν έχει χώρο για να εκφρασθεί, πως κανείς δεν τους ακούει, πως καμιά εξουσία δεν επιμελείται, και μάλιστα χωρίς καμία πολιτική αιδώ, τη δυσφορία που βιώνουν. Η απογοήτευση αυτή ενδυναμώνεται από την απομάγευση της πολιτικής στην οποία όλο και περισσότεροι πολίτες οδηγούνται εξαιτίας της συνειδητοποίησης πως ο πολιτικός κόσμος κλείνεται όλο και περισσότερο στον εαυτό του απασχολούμενος με τα παιχνίδια και τις διακυβεύσεις της αναπαραγωγής και του τρόπου αναπαραγωγής του.
Οι πολίτες αισθάνονται όλο και περισσότερο πως στο περιθώριο του Κράτους, το οποίο αντιμετωπίζει αδιάφορη και ενίοτε ως εχθρική, δύναμη στο βαθμό που δεν αποσκοπεί στη φιλία τους, που δεν τους ζητά τίποτε άλλο πέρα από την ή συνεχή επαφή με τις εφορίες των οικονομικών του υπηρεσιών, και, σε κάθε περίπτωση, δεν τους ζητά την αφοσίωσή τους σε μια συλλογική οργανική αλληλεγγύη και την ενθουσιώδη συμμετοχή τους σε μια καθολικά αναγνωρισμένη συλλογική προσπάθεια. Και πώς να μην το αισθάνονται όταν μέσα από τις καθημερινές πολιτικές διαδικασίες οι πολίτες αναγνωρίζουν την πρακτική ακύρωση της πολιτικής ευθύνης για την ηθική κατάπτωση του Κράτους, με τη διπλή έννοια της λέξης, της απώλειας του ηθικού και της ηθικής.
Μέσα σε έναν κόσμο όπου επιχειρείται όλο και περισσότερο να εγκαθιδρυθεί μια δημοκρατία χωρίς «λαό», μια δημοκρατία των σφυγμομετρήσεων, όπου επιχειρείται να αντικατασταθεί ο πολίτης από τον τηλεθεατή, η αποχή είναι πάλι εδώ και απευθύνεται στους τεχνοκράτες και στους πολιτικούς που κυβερνούν και τους υπενθυμίζει μεταξύ άλλων το εξής: οι τυπικά δημοκρατικές διαδικασίες της πολιτικής ζωής (οι τελετουργίες της ζωής των κομμάτων, οι τομείς και οι τομεάρχες, τα συνέδρια και τα συμβούλια, οι επιτροπές και τα συντονιστικά όργανα, κτλ.) και οι τυπικά επιστημονικές διαπιστώσεις της οικονομετρικής έρευνας των τεχνοκρατών συμβούλων τους, δεν ανταποκρίνονται στις νέες μορφές οδύνης και κοινωνικής δυσφορίας από τις οποίες δεν μπορούν να ξεφύγουν οι πολίτες· δεν ανταποκρίνονται στις νέες μορφές αλλοτρίωσης που τους κατοικούν και τους στερούν, συχνά και τους όρους αλλά και τους λόγους ύπαρξής τους.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας, στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε. της Σχολής Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών