Με την προτροπή προς τους υπουργούς του να επικοινωνούν με τους πολίτες «χωρίς ακρότητες και έπαρση» και να «βουτούν τη γλώσσα τους στο μυαλό τους πριν μιλήσουν», ο Πρωθυπουργός αναγνώρισε ότι για την κυβέρνησή του υπάρχει ένα πρόβλημα τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη δημόσια εικόνα της.
Αν και σχετίζεται με την επικοινωνία, ο Πρωθυπουργός περιέγραψε ένα πρόβλημα ουσίας και συγχρόνως έναν διαφαινόμενο κίνδυνο: Να «μην αρέσει» η κυβέρνηση της οποίας ηγείται με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για το κλίμα στο εσωτερικό της και τις επιπτώσεις στη λειτουργία της.
Από την άλλη πλευρά, χαμένη ανάμεσα σε γαμήλιες ανακοινώσεις στα κομματικά της όργανα και οξείες αντιπαραθέσεις μεταξύ των στελεχών της, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης απωθεί όλο και μεγαλύτερα τμήματα των ψηφοφόρων. Ζει απλώς σε μια φούσκα, εντελώς αποκομμένο από την πραγματικότητα και αφήνοντας ένα κενό.
Είναι το κενό που επιχειρεί να καλύψει το κόμμα της ελάσσονος αντιπολίτευσης ως αξιόπιστη αντιπολιτευτική πρόταση και με τον δρόμο, όπως συμβαίνει συχνά σε αυτές τις περιπτώσεις, να είναι μακρύς.
Αν όμως μια κυβέρνηση δεν αρέσει και μια αντιπολίτευση απωθεί ή δεν πείθει ακόμη, τότε εξηγείται το αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών εκλογών ως συνδυασμός επιλογών και αποχής.
Το μισό εκλογικό ακροατήριο επέλεξε έναν (της ΝΔ) επειδή δεν υπήρχε άλλος (του ΣΥΡΙΖΑ) εκτός από εκείνες τις λίγες περιπτώσεις που έπεισε κάποιος τρίτος (του ΠαΣοΚ). Το άλλο μισό έκανε μια επιλογή που μπορεί να ερμηνευτεί ως στάση αναμονής ενόψει της συνέχειας.
Το συμπέρασμα είναι πως κανενός από τα δυο ακροατήρια η εκλογική συμπεριφορά δεν είναι δεδομένη. Οι πολίτες έχουν οκτώ μήνες έως τις ευρωεκλογές για να δουν, να κρίνουν και να αποφασίσουν. Είναι ακριβώς γι’ αυτό όμως που για τη ΝΔ, τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ κάθε μέρα είναι εκλογές.