Μόλις δύο οι νέες ταινίες στις αίθουσες αυτή την εβδομάδα αλλά και οι δύο σημαντικές, αξίζουν προσοχής. Ο Μάρτιν Σκορσέζε ξεφυλλίζει ένα μελανό κεφάλαιο των πρώτων χρόνων της αμερικανικής Ιστορίας του 20ού αιώνα μιλώντας για την σφαγή των Ινδιάνων της Οκλαχόμα στο βωμό του «λευκού χρήματος» (και χρώματος). Και ένας νέος σκηνοθέτης, ο Ιλκερ Τσάτακ ακτινογραφεί τις δυσκολίες που σήμερα, αντιμετωπίζει στην δουλειά της μια δασκάλα σε γερμανικό σχολείο. Και οι δύο ταινίες, αφήνουν πολλές σκέψεις πίσω τους.

Βαθμολογία

5: εξαιρετική

4: πολύ καλή

3: καλή

2: ενδιαφέρουσα

1: μέτρια

0: απαράδεκτη

«Οι δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού» (Killers of the Flower Moon, ΗΠΑ, 2023)

Ο Ρόμπερτ ντε Νίρο και ο Λεονάρντο ντι Κάπριο τα βασικά πρόσωπα στην ταινία «Οι δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού».

Η τελευταία ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε αρχίζει με μια τελετή και ο φακός του Ροντρίγκο Πριέτο «ρουφά» με όρεξη ένα τοπίο όχι και τόσο συνηθισμένο στο έργο του σκηνοθέτη: κυριαρχεί η γαλήνια ομορφιά του αμερικανικού τοπίου, κάτω από τον δυνατό ήλιο, μέσα στην απεραντοσύνη των λιβαδιών και των χωραφιών. Είναι μια πραγματικά συνταρακτική, χορταστική εισαγωγή, από την οποία δεν λείπουν «κόλπα» όπως το slow motion (αργή κίνηση), όπως και κάποιες σκηνές γυρισμένες ασπρόμαυρες που δημιουργούν αμέσως ένα κλίμα νοσταλγίας αλλά και μυστηρίου.

Από την έναρξη κιόλας της ταινίας, μιας τεράστιας σε διάρκεια (τρεισήμισι ώρες), επικής δημιουργίας, από αυτές που δεν συνηθίζουμε πλέον να βλέπουμε στον αμερικανικό κινηματογράφο, γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι οι προθέσεις του δημιουργού της είναι να εισχωρήσει σε ανεξιχνίαστα μέχρι σήμερα για εκείνον χωράφια, αυτά που ορίζουν έναν από τους πυλώνες της Ιστορίας του αμερικανικού σινεμά, την οποία τόσο καλά ξέρει και τόσο πολύ αγαπά: του γουέστερν.

Η ταινία βέβαια, δεν είναι ακριβώς γουέστερν αλλά έχει τον χαρακτήρα του είδους ,η ιστορία εξάλλου  τοποθετείται στις αρχές του 20ού αιώνα στην Οκλαχόμα. Και αυτό που ακολουθεί είναι μια ελεγεία, ένας ασταμάτητος θρήνος του Σκορσέζε, ένα βαθύ παράπονο για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από την «λευκή υπεροχή» προς τους ιθαγενείς της Αμερικής, εν προκειμένω τους Ινδιάνους της φυλής Οσέιτζ που βρίσκονται στην καρδιά της ιστορίας (βασισμένης στο ερευνητικό βιβλίο του Ρόμπερτ Γκράχαμ με τον ίδιο τίτλο).

Πίσω από την εντελώς επίπλαστη ευγένεια, την οικειότητα, την φιλικότητα, το τάχα μου δήθεν ενδιαφέρον του προύχοντα της περιοχής επιχειρηματία Μπιλ Χέιλ (Ρόμπερτ ντε Νίρο), κρύβεται ο πεινασμένος καρχαρίας που οσμίζεται το αίμα και κατασπαράζει, αμείλικτα, τα θύματά του. Η περιοχή έχει πετρέλαιο και οι περισσότερες εκτάσεις ανήκουν στους Ινδιάνους. Οπότε τα πολλά λόγια περιττεύουν.

Ο Σκορσέζε ενορχηστρώνει σύντομες αλλά εφιαλτικές σκηνές βαρβαρότητας στις οποίες οι συνοπτικές διαδικασίες με τις οποίες γίνονται οι εκτελέσεις, εύκολα παραπέμπουν στον τρόπο λειτουργίας των  γκάνγκστερ διάσημων ταινιών του όπως «Τα καλά παιδιά», «Καζίνο» κ.α. Και εκεί, είναι το μόνο σημείο που σε κάνει να νιώθεις ότι η ταινία επαναλαμβάνεται χωρίς ιδιαίτερο λόγο πέρα από την ίδια την κινηματογράφηση αυτών των σκηνών που βεβαίως γίνεται μαεστρικά.

Ένα εξίσου ενδιαφέρον στοιχείο των «Δολοφόνων του Ανθισμένου Φεγγαριού» είναι ότι ο κεντρικός ήρωας της ταινίας, ο Ερνεστ Μπούρκχαρτ, είναι ίσως ο πιο αρνητικός και παθητικός χαρακτήρας της. Τσιράκι του θείου του και παντρεμένος με μια Ινδιάνα της περιοχής την οποία δείχνει να αγαπά όπως και εκείνη τον αγαπά (Λίλι Γκλάντστοουν), είναι ένας εντελώς αγράμματος, εντελώς ακαλλιέργητος αλλά και εντελώς ανίκανος να πάρει οποιαδήποτε πρωτοβουλία άνθρωπος.

Είναι το πιο σάπιο ον της ιστορίας και ο Ντι Κάπριο τον ενσαρκώνει με γενναιότητα βγάζοντας μια πρωτόγνωρη εικόνα των υποκριτικών δυνατοτήτων του. Ο ηθοποιός κτίζει προσεχτικά έναν ενδιαφέροντα, τελικά χαρακτήρα, ανασφαλή και άξεστο αλλά εσωτερικά βασανισμένο καθώς ενώ φαίνεται πραγματικά ερωτευμένος με την Ινδιάνα γυναίκα του, ο ίδιος παίζει ρόλο «συνδετημόνα» για την δολοφονία συγγενικών της προσώπων και όχι μόνο.

Aλλά ο πιο γενναίος σε αυτή την ταινία είναι ο ίδιος ο Μάρτιν Σκορσέζε, που τολμά να σηκώσει το χαλί κάτω από το οποίο κρύβεται η σαπίλα και να μας δώσει μια ταινία στην οποία η απληστία, η ασυδοσία, η κτηνωδία, η αλαζονεία αλλά και η ανοησία κάνουν κυριολεκτικά πάρτι μέσα στο βουτηγμένο στο αίμα, αμερικανικό όνειρο.

Βαθμολογία: 3

(προβάλλεται σε περισσότερες από 140 αίθουσες της Ελλάδας)

——————————————————————————

«Στο γραφείο των καθηγητών» (Das Lehrerzimmer, Γερμανία, 2023)

Σημαντική όμως είναι και η δεύτερη νέα ταινία της εβδομάδας, γυρισμένη από τον Γερμανό, τουρκικής καταγωγής Ιλκερ Τσάτακ ο οποίος εξιστορεί την περίπτωση μιας νέας δασκάλας (Λεόνι Μπένες) η οποία έχοντας αναλάβει τα πρώτα καθήκοντά της σε ένα σχολείο, θα βρεθεί μέσα σε έναν κυριολεκτικό κυκεώνα. Μια κλοπή μέσα στην τάξη της θα την φέρει σε αντιπαράθεση με το παιδί (Λέοναρντ Στέτνιs) που όλα δείχνουν ότι είναι ένοχο.

Όμως το πρόβλημα όχι απλώς δεν μπορεί να λυθεί αλλά αντιθέτως, μοιάζει να είναι πραγματικά άλυτο, με την δασκάλα να φτάνει σε αδιέξοδο λειτουργώντας ως ερασιτέχνιδα ντετέκτιβ,  προσπαθώντας, με έναν εμμονικό τρόπο να βρεθεί μπροστά στην αλήθεια. Ο Τσάτακ δουλεύει με θαυμαστό τρόπο το δύσκολο θέμα του, χωρίς σταματημό, χωρίς διαλείμματα, διαρκώς στην ένταση, με την ατμόσφαιρα διαρκώς ηλεκτρισμένη.

Στο τραπέζι πέφτουν όλα τα παράπλευρα ζητήματα που μπορεί κανείς να σκεφτεί • οι αντιδράσεις των άλλων καθηγητών (ατελείωτες συσκέψεις που δεν οδηγούν πουθενά), οι διαμαρτυρίες των γονέων, ο υπό συζήτηση τρόπος διαχείρισης του ζητήματος από την δασκάλα, οι παρεξηγήσεις και πάνω από όλα, το τι εισπράττουν από όλα αυτά τα  ίδια τα παιδιά όχι μόνο στην τάξη της αλλά σε όλο το σχολείο.

Ο φακός της διευθύντριας φωτογραφίας Τζουντιθ Κάουφμαν δεν σταματά ποτέ να κινείται, η εκφραστικότητα της Μπένες συγκλονίζει (νοιώθεις ότι παίζει λαχανιασμένη σε όλη την ταινία) και η δουλειά που ο Τσάτακ έχει κάνει με τους μαθητές είναι υποδειγματική. Ολη η ταινία είναι γυρισμένη μέσα στους σχολικούς χώρους και κάθε χώρος  αξιοποιείται δημιουργικά για το καλό ενός θαυμαστού συνόλου που ευτυχώς δεν φέρει την μάστιγα ούτε της πολιτικής ορθότητας αλλά ούτε και της ηθικολογίας.

Bαθμολογία: 3

ΑΘΗΝΑ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΑΤΗΣΙΩΝ – ΓΑΛΑΞΙΑΣ – ΑΤΛΑΝΤΙΣ – ΑΒΑΝΑ κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: ΒΑΚΟΥΡΑ

——————————————————————————

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ

«Η Κινέζα» (La chinoise, Γαλλία, 1967) του Ζαν Λικ Γκοντάρ

Ο Ζαν Πιερ Λεό σε σκηνή από την «Κινέζα» του Ζαν Λικ Γκοντάρ.

Ενας μικρός «μαοϊκός πυρήνας»  αποτελούμενος από πέντε φοιτητές απομονωμένους σε κάποιο διαμέρισμα του Παρισιού, σχεδιάζει μια πολιτική δολοφονία που θα καταλήξει πράξη χωρίς νόημα. Στην πιο προφητική ίσως ταινία της καριέρας του, ο βαρόνος του γαλλικού Νέου Κύματος Ζαν Λικ Γκοντάρ (1930 – 2022), λίγο πριν το ξέσπασμα των γεγονότων του Μάη του 1968, διαισθάνεται την ειλικρινή επιθυμία εξέγερσης των νέων και την απεικονίζει μαζί με τον βερμπαλισμό, τη σύγχυση και την ουτοπική της προοπτική. Η ταινία απέσπασε το ειδικό βραβείο της επιτροπής στο φεστιβάλ κινηματογράφου Βενετίας 1967, ενώ στην σχετικά πρόσφατη ταινία «Γκονάρ σ’ αγαπώ», ο σκηνοθέτης Μισέλ Χαζαναβίσιους την χρησιμοποίησε ως φόντο για να πλάσει με έναν «δικό» του τρόπο το πορτρέτο του εκκεντρικού αλλά και μοναδικού στην Ιστορία του σινεμά δημιουργού του (παίζουν: Αν Βιαζέμσκι, Ζαν-Πιέρ Λεό, Μισέλ Σεμενιάκο, Ζιλιέτ Μπερτό).

Bαθμολογία: 3

ΑΘΗΝΑ: ΑΤΕΝΕ

ΠΑΙΔΙΚΟ

«PAW Patrol: Η Σούπερ ταινία» (PAW Patrol: The Mighty Movie, ΗΠΑΚαναδάς, 2023)

Κουτάβια με υπερδυνάμεις αντιμετωπίζουν τον μοχθηρό Δήμαρχο στην Πόλη της Περιπέτειας και οι Μυρτώ Ναούμ, Θανάσης Μαυρογιάννης, Κωνσταντίνος Λιάσκας, Ιωάννα Αβδελοπούλου κ.α. δίνουν τις φωνές τους στην μεταγλωτισμένη εκδοχή. Σκηνοθεσία: Καρλ Μπούνκερ.

Bαθμολογία: 2

(προβάλλεται σε περισσότερες από 100 αίθουσες της Ελλάδας)

 

ΦΕΣΤΙΒΑΛ

Αύριο Παρασκευή στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος αρχίζει το 3ο αφιέρωμα Cinema made in Italy/Athens που θα πραγματοποιηθεί ως την Τετάρτη 25 Οκτωβρίου προβάλλοντας, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, δέκα (10) ταινίες του πρόσφατου ιταλικού κινηματογράφου. Τις «Ένα καινούργιο αύριο» (Il sol dell’avvenire, A Brighter Tomorrow) του Νάνι Μορέτι, «Οι περιπέτειες του Τζίτζι» (Gigi la legge, The Adventures of Gigi the Law) του Αλεσάντρο Κομοντίν, «Όμορφο καλοκαίρι» (La bella estate, Beautiful Summer) της Λάουρα Λουκέτι, «Πυροτεχνήματα» (Stranizza d’amuri, Fireworks) του Τζουζέπε Φιορέλο, «Η παραξενιά» (La stranezza, Strangeness) του Ρομπέρτο Αντό, «Ο κύκλος» (Il cerchio, Τhe Circle), της Σοφί Κιαρέλο, «Άννα» (Anna) του Μάρκο Αμέντα. «Ελ Παραΐσο» (El Paraíso) του Ενρίκο Μαρία Αρτέρε, «Μια ατελείωτη Κυριακή» (Una sterminata domenicaAn Endless Sunday) του Αλέν Παρόν και «Οι υπέροχες» (Le Favolose, The Fabulous Ones)  της Ρομπέρτα Τόρε. Θα προβληθεί επίση η κλασική ταινία του Λουκίνο Βισκόντι «Μπελίσιμα» (1951)

Δείτε περισσότερα εδώ.