Από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης έως και την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα τις εκλογές στη χώρα μας χαρακτήριζε παγίως η υψηλή συμμετοχή.
Η πάγια αυτή εκλογική συμπεριφορά αντιστράφηκε την περίοδο της οικονομικής κρίσης όταν από το 2012 έως το 2015 «χάθηκαν» 1,5 εκατομμύριο ψηφοφόροι χωρίς να επιστρέψουν ποτέ στις κάλπες.
Η τάση αυτή αποτυπώθηκε και στις αναμετρήσεις που ακολούθησαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις εθνικές εκλογές του 2019 η συμμετοχή μόλις που ξεπέρασε το 57% – λιγότεροι στην Ευρώπη ψήφισαν μόνο στην Πορτογαλία, τη Ρουμανία και την Ελβετία.
Ακόμη μικρότερη ήταν η συμμετοχή στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Το 52,5% του α’ γύρου έγινε 40,7% στον β’ γύρο των δημοτικών εκλογών και 35,1% στον β’ γύρο των περιφερειακών. Στην Αθήνα προσήλθαν στις κάλπες μόλις 2,5 στους 10 ψηφοφόρους για να εκλέξουν τον δήμαρχό τους.
Πολλές μπορεί να είναι οι αιτίες αυτής της συμπεριφοράς. Ρόλο παίζει ασφαλώς η κόπωση από τις αλλεπάλληλες αναμετρήσεις. Ρόλο παίζει και η αδιαφορία ή το γεγονός ότι τα πολιτικά πάθη δεν είναι πια αυτά που ήταν κάποτε.
Δεν υπάρχει όμως καμία αμφιβολία ότι η αποχή είναι κυρίως μια έκφραση δυσαρέσκειας, απογοήτευσης και καταλογισμού ανεπάρκειας στο πολιτικό προσωπικό.
Αυτή η διάθεση καταγράφεται εξάλλου κατεξοχήν στις μετρήσεις της κοινής γνώμης όπου στην ερώτηση που σχετίζεται με την αξιολόγηση των προσώπων ο «κανένας» πολλές φορές θριαμβεύει.
Οι κάλπες του «κανένα» θα πρέπει να προβληματίσουν το πολιτικό προσωπικό στο σύνολό του. Νικητές και ηττημένους. Κομματικούς και αυτοδιοικητικούς. Το μήνυμα αφορά τους πάντες.
Δεν μπορεί οι ψήφοι στα εκλογικά τμήματα του μεγαλύτερου δήμου της χώρας να θυμίζουν σχολικά τμήματα σε εκλογές 15μελούς.