Σε οποιαδήποτε αναμέτρηση αυτοδιοικητικών εκλογών, ειδικά όταν αυτή διεξάγεται ενδιάμεσα και εντελώς ανεξάρτητα, κεντρικό είναι το ερώτημα της εκτίμησης για την εθνική εκλογική επιρροή των κομμάτων. Για την εξαγωγή τέτοιων πολιτικών συμπερασμάτων, περισσότερο πρόσφορη είναι η χρήση των δεδομένων των περιφερειακών εκλογών, όπου το κομματικό κριτήριο της ψήφου, παρότι μειωμένο σε σχέση με το παρελθόν, εξακολουθεί να είναι ισχυρότερο, σε αντίθεση με τις δημοτικές εκλογές όπου η αξιολόγηση του προσώπου του υποψηφίου κυριαρχεί και μόνο στις μεγάλες πόλεις μπορεί να αποδοθεί στην ψήφο ισχυρή πολιτική βαρύτητα.
Χωρίς όμως και πάλι να είναι πάντα ορθή η ευθεία αντιστοίχιση της κομματικής επιρροής με εκείνη των κατά τόπους υποψηφιοτήτων, σε συνδυασμό με την ποικιλομορφία τους. Μεθοδολογικά ωστόσο το κρισιμότερο πρόβλημα εντοπίζεται στον χειρισμό των συνεργασιών. Οι δύο βασικές επιλογές είναι τα ποσοστά τους είτε να επιμερίζονται ανάλογα τις αντίστοιχες τοπικές δυνάμεις των κομμάτων στις εγγύτερες εθνικές εκλογές, είτε να παραβλέπονται (ειδικά όταν εμφανώς υπερβαίνουν ή υπολείπονται των ανάλογων αθροισμάτων), έτσι ώστε το πανελλαδικό ποσοστό του κάθε κόμματος να εκτιμάται μόνο με βάση τις περιφέρειες αυτοτελούς στήριξης των υποψηφίων του.
Αρνητικό ρεκόρ συμμετοχής
Ειδικά όμως οι περιφερειακές εκλογές της περασμένης Κυριακής σημαδεύτηκαν σε μεγάλο βαθμό από την υψηλή αποχή και κυρίως από τον χαμηλότερο αριθμό εγκύρων ψηφοδελτίων σε πανελλαδικό επίπεδο (4.810.744) από όλες ανεξαιρέτως τις εκλογικές αναμετρήσεις της μεταπολίτευσης. Για τη χαμηλή αυτή συμμετοχή, η οποία συνιστά άλλον ένα παράγοντα σχετικοποίησης της ανάγνωσης των αποτελεσμάτων, η εκλογική κόπωση των τελευταίων μηνών αποτελεί μία μόνο ερμηνεία.
Μια άλλη, που αφορά κυρίως τους ψηφοφόρους της αντιπολίτευσης, θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στα φαινομενικά αναπότρεπτα αποτελέσματα των περισσότερων εκλογικών μαχών, ειδικά όταν αυτές ξέφευγαν από τον αυστηρά τοπικό χαρακτήρα. Ας σημειωθεί ότι η μείωση του αριθμού των εγκύρων καταγράφηκε ιδιαίτερα εμφατικά στα μεγάλα αστικά κέντρα, ειδικά της Αττικής (κατά 23% σε σχέση και με τις εκλογές του Ιουνίου, και κατά 33% σε σχέση με Μάιο) και δευτερευόντως της Θεσσαλονίκης. Στην υπόλοιπη χώρα παρόλα αυτά, η συμμετοχή κινήθηκε κατά μέσο όρο στα ίδια περίπου επίπεδα ή και λίγο παραπάνω από εκείνα των επαναληπτικών βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου.
Η κυριαρχία της ΝΔ
Με δεδομένη την παραπάνω επισήμανση, τα αποτελέσματα του Α’ Γύρου των περιφερειακών εκλογών φάνηκαν καταρχήν, ως βασικό πολιτικό συμπέρασμα, να επαληθεύουν την πολιτική κυριαρχία της ΝΔ, η οποία εκτός από την Κρήτη (επανεκλογή του από κοινού με το ΠΑΣΟΚ υποστηριζόμενου Στ. Αρναουτάκη, με το ποσοστό ρεκόρ του 78,3%), εξέλεξε άλλους έξι περιφερειάρχες από τον Α’ Γύρο. Συγκεκριμένα, τον Γ. Χατζημάρκο στην περιφέρεια Ν. Αιγαίου (η οποία στις εκλογές του 2023 είχε αναδειχθεί στο ισχυρότερο πλέον γεωγραφικό προπύργιο του κυβερνώντος κόμματος), τον Απ. Τζιτζικώστα στην Κ. Μακεδονία και τον Αλ. Καχριμάνη στην Ήπειρο (και οι τρείς είχαν εκλεγεί από την πρώτη Κυριακή το 2019), ενώ σε αυτούς προστέθηκαν ο Ν. Φαρμάκης στη Δυτική Ελλάδα, καθώς και λόγω του εκλογικού νόμου (της μείωσης του ορίου εκλογής στο 43%), ο Φ. Σπανός στη Στερεά Ελλάδα και ο Ν. Χαρδαλιάς στην Αττική, η οποία πλέον έχει καταστεί επίσης προπύργιο της ΝΔ (42,2%-42,8% το 2023) και συμπυκνώνει το διπλό πολιτικό στίγμα της αναμέτρησης: την κυριαρχία της ΝΔ και το αρνητικό ρεκόρ συμμετοχής.
Από την άλλη πλευρά, οι κυβερνητικοί υποψήφιοι οριακά δεν εξελέγησαν στην Πελοπόννησο (Δ. Πτωχός) και στην Α. Μακεδονία (Χρ. Μέτιος), με ποσοστά περί το 42,5%, αλλά και με σχετικά ασφαλή υπεροχή της τάξης του 7%-11% έναντι του εκ νέου «αντάρτη» υποψηφίου Χρ. Τοψίδη και του πρώην ανεξάρτητου περιφερειάρχη Π. Τατούλη αντίστοιχα. Επίσης, με παρόμοια σχεδόν αποτελέσματα δεν εξελέγησαν ο Αλκ. Στεφανής στο Β. Αιγαίο (απέναντι στον πρώην «αντάρτη» περιφερειάρχη Κ. Μουτζούρη) και ο Κ. Αγοραστός στη Θεσσαλία (έλαβε 41,4% από 55,8% το 2019, πολύ χαμηλότερα από ό,τι προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις μέχρι τις καταστροφικές πλημμύρες του Σεπτεμβρίου), στην μόνη περιφέρεια όπου στον Β’ Γύρο συμμετέχει υποψήφιος της αντιπολίτευσης (Δ. Κουρέτας).
Τέλος οι πρώην περιφερειάρχες της ΝΔ τερμάτισαν με μικρές διαφορές δεύτεροι στη Δυτική Μακεδονία (Γ. Kασαπίδης με 34,2%, ο οποίος το 2019 επίσης είχε εκλεγεί από Α’ Γύρο με 52,1%) και στο Ιόνιο (Ρ. Κράτσα), πίσω από τους αντάρτες Γ. Αμανατίδη και Γ. Τρεπεκλή αντίσοιχα. Πρόκειται για τις μόνες περιπτώσεις όπου η επίδοση των κυβερνητικών υποψηφίων υπολείφθηκε σημαντικά εκείνης των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών, αλλά και εκείνες που μαζί με τη Θεσσαλία αποτελούν τα κρισιμότερα στοιχήματα του Β’ Γύρου για τον τελικό χρωματισμό του χάρτη των περιφερειών. Χωρίς βέβαια να αποκλείεται η ανατροπή και σε κάποια από τις τρεις προηγούμενες, στο πλαίσιο μιας μαζικής αντισυσπείρωσης απέναντι στον επίσημο κυβερνητικό υποψήφιο.
Τα παραπάνω αποτελέσματα οδηγούν σε μία εκτίμηση του μέσου εθνικού ποσοστού των υποψηφίων της ΝΔ στο 49,3% είτε σε αυτό συνεκτιμηθεί η (επιμερισμένη στη ΝΔ) επίδοση του Στ. Αρναουτάκη στην Κρήτη είτε όχι. Εμφανίζεται δηλαδή σαφώς ενισχυμένο όχι μόνο σε σύγκριση με τα ποσοστά των βουλευτικών εκλογών (40,8% και 40,6%), αλλά ακόμα και με το αντίστοιχο 43,6% που έδινε ο ανάλογος υπολογισμός στις περιφερειακές εκλογές του 2019. Αν μάλιστα σε αυτό το ποσοστό συνυπολογιστεί το 9% περίπου (επί του εθνικού συνόλου των εγκύρων) που έλαβαν στις οκτώ περιφέρειες όπου εμφανίστηκαν, όλοι μαζί οι ανεξάρτητοι προερχόμενοι από το κυβερνών κόμμα υποψήφιοί (συνυπολογιζομένου του Π. Τατούλη), η δυνητική αθροιστική επιρροή της ΝΔ στις περιφερειακές εκλογές φαίνεται ότι υπερκαλύπτει όχι μόνο την κομματική της δυναμική αλλά εν πολλοίς και εκείνη του, ενισχυμένου όπως καταγράφηκε στις βουλευτικές εκλογές του 2023, εκλογικού χώρου στα δεξιά της, ο οποίος δεν προέβαλε υποψηφιότητες (όπως η ΧΑ το 2019). Εκτίμηση που εκ πρώτης όψεως πιστοποιεί την αντοχή της πολιτικής κυριαρχίας της ΝΔ και στο αυτοδιοικητικό επίπεδο, αν όχι και την επέκτασή της σε κάποιες περιπτωσεις, παρά το περιπετειώδες καλοκαίρι που μεσολάβησε, με πιο ουσιαστική ίσως την εξαίρεση της πολύπαθης Θεσσαλίας.
Εκλογικά ποσοστά Περιφερειακών εκλογών 2023 – Α’ Γύρος
Τα στοιχήματα των Δημοτικών Εκλογών
Πολιτικά, τα κυριότερα ίσως προβλήματα για το κυβερνών κόμμα εντοπίζονται στις δημοτικές εκλογές των δύο μεγαλύτερων πόλεων της χώρας, όπου κυρίαρχο κριτήριο αναμένεται να είναι αξιολόγηση της θητείας των εν ενεργεία δημάρχων. Στο δήμο Θεσσαλονίκης, το χαμηλό ποσοστό του Κ. Ζέρβα (27,3%) καθιστά για τον ίδιο ιδιαίτερα δυσμενείς τις συνθήκες ενόψει του Β ‘ Γύρου, από τη στιγμή που υπερκαλύπτεται κατά πολύ από το άθροισμα των δυνάμεων των δύο βασικών υποψηφίων της αντιπολίτευσης Στ. Αγγελούδη (25,7%) και Σπ. Πέγκα (20,7%).
Πιο ασφαλής φαίνεται εκ πρώτης όψεως να είναι ο Κ. Μπακογιάννης στον δήμο Αθηναίων, λόγω του υψηλού ποσοστού του (41,5%) και της ευρείας διαφοράς των 27 μονάδων από τον Χ. Δούκα. Εντούτοις, η ιστορικά χαμηλή συμμετοχή στην πρωτεύουσα (λιγότερο από 140.000 έγκυρα, δηλαδή χαμηλότερη ακόμα και από τον Β’ Γύρο του 2019) αφήνει σημαντικά περιθώρια, αν όχι για την ανατροπή, τουλάχιστον για τη σημαντική μεταβολή των συσχετισμών του Α’ Γύρου, ειδικά σε περίπτωση μιας δραστικής μεταβολής στη σύσταση του ενεργού εκλογικού σώματος, με μαζική επανάκαμψη των αποσχόντων της πρώτης Κυριακής. Κίνδυνο και για τους δύο κυβερνητικούς υποψηφίους μπορεί να αποτελέσει η εκλογή των αντίστοιχων περιφερειαρχών (Αττικής και Κ. Μακεδονίας) από τον Α’ Γύρο, εφόσον αυτή οδηγήσει σε χαλάρωση της κινητοποίησης του κομματικού μηχανισμού. Στους δύο αυτούς δήμους καθώς και στην περιφέρεια Θεσσαλίας θα δοθούν οι περισσότερο «πολιτικές» μάχες της δεύτερης Κυριακής, προσδιορίζοντας τις τελικές εντυπώσεις και την εξαγωγή των οριστικών πολιτικών συμπερασμάτων της αναμέτρησης.
Η συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ
Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, το ανάλογο μέσο ποσοστό των υποψηφίων του στις δέκα περιφέρειες με αυτόνομη κομματική στήριξη υπολογίζεται στο 12,3%, ενώ θα αυξάνονταν ελαφρώς στο 13,2% αν συμπεριλαμβάνονταν (επιμερισμένες) οι κοινές υποψηφιότητες με το ΠΑΣΟΚ σε Θεσσαλία, Δυτ. Μακεδονία και Βόρειο Αιγαίο. Μάλιστα οι σχεδόν ισοδύναμες αυτές εκτιμήσεις μπορούν να θεωρηθούν ελαφρώς διογκωμένες λόγω της συμπερίληψης του 24,9% του Απ. Γκλέτσου στη Στερεά Ελλάδα, που αποτέλεσε μακράν την υψηλότερη επίδοση από όλες τις αντίστοιχες των μονοκομματικών υποψηφιοτήτων του ΣΥΡΙΖΑ στις περιφερειακές εκλογές.
Σε κάθε περίπτωση, οι παραπάνω υπολογισμοί αποδίδουν τη δραματική συρρίκνωση της κομματικής επιρροής του κόμματος σε σχέση με τις προηγούμενες περιφερειακές εκλογές του 2019, είτε αυτή εκτιμηθεί στο 19% από το σύνολο των εκλογικών περιφερειών (των τότε συνεργασιών συμπεριλαμβανομένων) είτε περιοριστεί στο 16,2% ως το μέσο ποσοστό μόνο των αμιγώς κομματικών υποψηφιοτήτων του (σε εννέα τότε περιφέρειες, εκ των οποίων οι επτά είναι κοινές με τις σημερινές, συγκεντρώνοντας συνολικά το 70% του εκλογικού σώματος). Και οι δύο αυτές αντιστοιχίσεις οδηγούν στο συμπέρασμα της υποχώρησης της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ κατά 4%-6% σε σχέση με το 2019 (όπως προκύπτει και από τις επιμέρους μειώσεις της επιρροής του σε Αττική, Κ. Μακεδονία, Δ. Αθηναίων) ή περίπου κατά το 25%-30% της τότε δύναμής του.
Βεβαίως για τον ΣΥΡΙΖΑ η αυτοδιοικητική του παρουσία είναι παραδοσιακά υποεκπροσωπούμενη σε σχέση με την εθνική εκλογική επιρροή του, λόγω της χαρακτηριστικής αδυναμίας εμπέδωσης ενός αντίστοιχου ρεύματος στις τοπικές κοινωνίες, ακόμα και όταν βρισκόταν σε τροχιά εξουσίας. Έτσι, σε ένα ευνοϊκό ίσως σενάριο για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και εφόσον υποτεθεί ότι η επίδοση του στις περιφερειακές εκλογές του 2019 αντιστοιχούσε σε εθνική εκλογική δύναμη της τάξης του 24% (όσο στις Ευρωεκλογές της ίδιας εκείνης ημέρας), η τωρινή του καταγραφή θα κατέληγε σε μια δυνητική εκτίμηση ενός 17%-18%, δηλαδή περίπου ισοδύναμη με τις εθνικές εκλογές του περασμένου Ιουνίου.
Πολύ χειρότερη προφανώς είναι η εικόνα και στις δημοτικές εκλογές, όπου ταυτόχρονα με τον αριθμητικό περιορισμό των αμιγώς κομματικών υποψηφιοτήτων του, κάποιες αποσπασματικές επιτυχίες σε δήμους (ενίσχυση Σ. Ρούσσου στο Χαλάνδρι ή επανεκλογή Χρ. Βρεττάκου στο Κερατσίνι), δεν ήταν ικανές να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις αποτυχίας που έδωσε κυρίως η υποχώρηση των υποψηφιοτήτων του στην τρίτη θέση στους δύο μεγαλύτερους δήμους της χώρας, όπως και πρώην δημάρχων του στην περιοχή του Λεκανοπεδίου (π.χ. Δ. Μπίρμπας-Αιγάλεω, Γρ. Κατωπόδης-Βύρωνα). Εντούτοις, για τις χαμηλές αυτές επιδόσεις πρέπει να ληφθεί υπόψη και ο παράγοντας της μειωμένης συμμετοχής, από την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ εκτιμάται ότι και στις εκλογές του Ιουνίου ήταν συγκριτικά το περισσότερο ζημιωμένο κόμμα.
Χαμένη ευκαιρία και κερδισμένες εντυπώσεις του ΠΑΣΟΚ
Όσο για το ΠΑΣΟΚ, είθισται τα τελευταία χρόνια να παρουσιάζει την μεγαλύτερη απόκλιση μεταξύ εθνικής και αυτοδιοικητικής επιρροής, καθώς σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ παρά την εκλογική του συρρίκνωση τα τελευταία χρόνια μπορούσε ακόμα να διατηρεί ισχυρά ερείσματα στις τοπικές κοινωνίες. Χαρακτηριστικό ότι το μέσο ποσοστό των αυτοτελών υποψηφιοτήτων του στις περιφερειακές εκλογές υπολογιζόταν περίπου στο 20%-25% το 2014 και στο 12,5% το 2019.
Στις εκλογές όμως της περασμένης Κυριακής, η αντίστοιχη εκτίμηση οδηγεί σε ένα ποσοστό της τάξης του 11%-12%, χωρίς δηλαδή να μεταβάλλεται σημαντικά ακόμα και με τη συμπερίληψη των συνεργασιών του στην Κρήτη με τη ΝΔ και σε Θεσσαλία, Δυτική Μακεδονία, Β. Αιγαίο με τον ΣΥΡΙΖΑ. Συνεπώς, το τελικό του εκλογικό μέγεθος με βάση τα αποτελέσματα των περιφερειακών εκλογών, φαίνεται να παραμένει στα ποσοστά του των πρόσφατων βουλευτικών, χωρίς να επαληθεύεται ο ισχυρισμός για ανάδειξή του σε δεύτερη ισχυρότερη πολιτική δύναμη, διατηρώντας στην καλύτερη περίπτωση μια σχετική ισορροπία με την αντίστοιχη επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και προκύπτει από τους κατά τόπους εκλογικούς συσχετισμούς ανάμεσά τους. Φαίνεται δηλαδή ότι στις περιφερειακές εκλογές, για μια ακόμη φορά, το ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε να αξιοποιήσει την «ευκαιρία» της συρρίκνωσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Αντίθετα, πολύ καλύτερη για το ΠΑΣΟΚ είναι η εικόνα στις δημοτικές εκλογές και ειδικότερα στις μεγάλες πόλεις (άνω των 50.000 κατοίκων), με την εκλογή των υποψηφίων του από τον Α’ Γύρο σε Βέροια, Θέρμη, Κόρινθο, Μυτιλήνη, Παλλήνη, Χανιά και με την υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ σε Καλλιθέα, Νεάπολη-Συκιές, Ρέθυμνο, καθώς και με τη συμμετοχή στον Β Γύρο σε Αιγάλεω, Βύρωνας, Ίλιο, Ιωάννινα, Καβάλα, Καλαμαριά, Κοζάνη, Πετρούπολη) με κορυφαία τα παραδείγματα του Χ. Δούκα στην Αθήνα και του Αγγελούδη στη Θεσσαλονίκη, που κέρδισαν σε μεγάλο βαθμό τις εντυπώσεις της εκλογικής αναμέτρησης, ειδικά έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Με το ερώτημα όμως κατά πόσο αυτές οι επιτυχίες παραπέμπουν ευθέως και σε ανάλογη ενίσχυση του εθνικού εκλογικού ποσοστού του.
Η συντεταγμένη ψήφος του ΚΚΕ
Φυσικά το μόνο κόμμα με συντεταγμένη αυτοδιοικητική ψήφο σε όλη την Ελλάδα παραμένει το ΚΚΕ και μάλιστα απολύτως συνδεδεμένη μεταξύ περιφερειών και δήμων, μέσω των συνδυασμών της Λαϊκής Συσπείρωσης. Ο μέσος όρος των ποσοστών του σε όλες τις περιφέρειες είναι 10.0% και το σύνολο των ψήφων του ελαφρώς μεγαλύτερο από 480.000, σημαντικά δηλαδή ενισχυμένο όχι μόνο σε σύγκριση με το αντίστοιχο 6,9% του 2019, αλλά και ως προς το 7,2-7,7% των πρόσφατων διπλών εκλογών του 2023. Η ενίσχυσή του μάλιστα σε απόλυτο αριθμό φτάνει τις 60.000-80.000 ψήφους, εκ των οποίων οι 50.000-55.000 εκτός Αττικής και Κ. Μακεδονίας. Που σημαίνει ότι η τάση αυτή όχι μόνο δεν ωφελήθηκε, αλλά πιθανόν και να περιορίστηκε από την αποχή. Στις δημοτικές εκλογές, είναι χαρακτηριστικό ότι το κόμμα ξανακέρδισε την Ικαρία, ενώ διεκδικεί με αξιώσεις την επανεκλογή του Κ. Πελετίδη στην Πάτρα, όπως και τους δήμους Πετρούπολης, Χαϊδαρίου, Καισαριανής (τους οποίους είχε χάσει στον Β’ Γύρο το 2019), καθώς και τον δήμο Τυρνάβου.
Ισορροπία και εσωτερική αναδιανομή
Τέλος αξίζει να σημειωθεί και η ενισχυμένη επιρροή που για μια ακόμα φορά κατέγραψαν στις περιφερειακές εκλογές οι δυνάμεις της εξωκοινοβουλετικής Αριστεράς (ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΛΑΕ-ΜέΡΑ 25) που αντιστοιχεί πανελλαδικά στο 3%-4% περίπου. Συνολικά δηλαδή, η αυτοδιοικητική δύναμη του χώρου αριστερά της ΝΔ παραμένει στα επίπεδα του 40%, σχεδόν όσο και στις εκλογές Μαΐου-Ιουνίου, αλλά με σημαντική εσωτερική αναδιανομή και με τα ποσοστά ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ να καταγράφονται σχεδόν ισοδύναμα μεταξύ τους.
Συμπερασματικά λοιπόν, αναδεικνύεται η διατήρηση της κυριαρχίας ΝΔ ελλείψει εκλογικά ικανών αντιπάλων, με την όποια (εξ Αριστερών κυρίως) αντίθεση ή δυσαρέσκεια να εκφράζεται είτε μέσω της Αποχής είτε με τον πλήρη κατακερματισμό του αντίστοιχου υποσυνόλου του εκλογικού σώματος. Φυσικά η εικόνα αυτή ενδέχεται να αμβλυνθεί στον επαναληπτικό γύρο με πιθανές ανατροπές στα πιο επίμαχα σημεία της αναμέτρησης (Δ. Αθηναίων, Δ. Θεσσαλονίκης, περιφέρεια Θεσσαλίας).