Κυριακή βράδυ ήταν όταν έφτασε η πληροφορία στο γραφείο. 13 Οκτωβρίου. Του 2013. Σε κάθε άλλη περίπτωση την επομένη ο Φίλιππος Συρίγος θα ήταν στα δημοσιογραφικά του ΣΕΦ για να κάνει ρεπορτάζ. Ή στο τηλεοπτικό στούντιο για να σχολιάσει. Πουθενά αλλού.
Θα ήταν εκεί για τη δουλειά που ήταν όλα τα χρόνια προτεραιότητά του. Και το ασίγαστο πάθος του. Η ανυποχώρητη εμμονή του. Ο ανίκητος εθισμός του.
Δευτέρα, στις 14/10, το πρόγραμμα είχε το μεγάλο ντέρμπι αιωνίων. Πρεμιέρα πρωταθλήματος. Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός στο Φάληρο. Στο Παλέ που από τον μαγικό Ιούνη του ’87 αυτή η μπάσα και στιβαρή φωνή του είχε ποτίσει, πολύ βαθιά, τα θεμέλια. «Η ελληνική ομάδα είναι πρωταθλήτρια Ευρώπης»!
«Τίποτα, τίποτα» δεν τον σταματούσε τον Φίλιππο Συρίγο μπροστά στο αδιαπραγμάτευτο καθήκον που ένιωθε πως είχε να τελέσει απέναντι στον αναγνώστη, στον ακροατή, στον τηλεθεατή, στο κοινό γενικότερα. Με το αντισυμβατικό και αιρετικό, δογματικό ή όχι, στιλ του, βασισμένο όμως πάντα από τη μια στη γνώση του αντικειμένου που υπηρετούσε και από την άλλη στην ανεπηρέαστη, τραχιά, γνώμη με την οποία εμπλούτιζε τις περιγραφές ή τα άρθρα του.
Χωρίς αμφιβολία, είναι βέβαιο πως μετά το τελικό 55-45 εκείνου του παιχνιδιού θα καυτηρίαζε σκωπτικά. «Είναι να γελάει κανείς». Δεν ωραιοποιούσε καταστάσεις, δεν πρέσβευε τις ίσες αποστάσεις. Το αγαπούσε πολύ το μπάσκετ για να μην στηλιτεύσει την κάκιστη απόδοση των δυο ομάδων, του Μπαρτζώκα και του Πεδουλάκη αντιστοίχως, κι ας ήταν το ξεκίνημα της νέας χρονιάς. Η μία ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης κι άλλη κάτοχος του εγχώριου τίτλου με sweep.
Δεν πήγε στο ΣΕΦ. Εκείνη την Κυριακή, το βράδυ της 13ης Οκτωβρίου, «ήταν το τέλος» για τον Φίλιππο Συρίγο. Όχι εκείνη τη φορά, «η νίκη δεν θα παιζόταν στην παράταση».
Παραδινόταν ύστερα από τη γενναία μάχη που είχε δώσει επί μια διετία δίχως να φοβηθεί τον θάνατο, δίχως «μαλλιά στη γλώσσα» απέναντι στον καρκίνο. Μένοντας μέχρι ν’ ακουστεί η κόρνα λήξης πιστός σε καθετί από όσα τον χαρακτήριζαν ως μια αταλάντευτη προσωπικότητα, βγαίνοντας στο γυαλί, ταξιδεύοντας διαρκώς και κανονίζοντας τα πάντα. Ένας «τίμιος γίγαντας»!
Όσο αγχωτικό ήταν τότε, στο γραφείο, ένα κείμενο αποχαιρετισμού για τον δημοσιογράφο που σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή, ένα σπορ και τις επόμενες γενιές του χώρου, άλλο τόσο είναι και σήμερα δέκα χρόνια αργότερα. Γι’ αυτό ήταν πρέπον ο λόγος του «Βήματος» να παραχωρηθεί σε ορισμένους εξ όσων είχαν ζήσει τον Φίλιππο Συρίγο, τον γνώριζαν ως άνθρωπο, φίλο και συνάδελφο, τον θυμούνται λεπτομερώς και δεν θα τον σβήσουν ποτέ από τη μνήμη τους.
«Ο Συρίγος ήταν bigger than life, μύθος εν ζωή»
Δημήτρης Καρύδας – δημοσιογράφος της NOVA
Ο Φίλιππος Συρίγος ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων για τους οποίους έχει ειπωθεί ότι το εργοστάσιο μόλις βγήκαν έσπασε το καλούπι για να μην βγουν άλλοι μετά. Μοναδική περίπτωση.
Ο κόσμος πιθανόν ξέρει πολλά για τον δημοσιογράφο Συρίγο, ενδεχόμενα φαντάζεται άλλα τόσα για τον άνθρωπο, διότι ήταν πολύ εξωστρεφής, ανοικτό βιβλίο. Αυτό που εγώ ζήλευα από τον Φίλιππα, με την καλή έννοια κι όχι του φθόνου, ήταν η απίστευτη κρίση του. Μια κρίση που ενώ όλοι μπορεί να βλέπαμε ένα ποτήρι νερό, αυτός έβλεπε θάλασσα. Κι ενώ όλοι πιστεύαμε ότι κάνει λάθος, αποδεικνυόταν ότι το νερό ήταν θάλασσα.
Τρανή απόδειξη αυτό που έγινε με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, όταν κήρυξε έναν ανένδοτο αγώνα μόνος απέναντι σε μια ολόκληρη χώρα. Το συζητούσαμε τότε γιατί εκτός από την επαγγελματική σχέση είχαμε και πολύ στενή φιλία και τού έλεγα «τι κάνεις ακριβώς;». Ήταν όμως τόσο σίγουρος πως είχε δίκιο που πλέον υπάρχουν πάρα πολλοί μετά από 20 χρόνια που ξέρουν πόσο σωστή ήταν εκτίμησή του για τον οικονομικό αντίκτυπο των Αγώνων κυρίως.
«Ή μαζί του ή απέναντι»
Ο Φίλιππος δεν είχε γκρίζες ζώνες. Ή ήσουν μαζί του ή απέναντί του. Ή ήσουν φίλος του ή όχι. Με τους «demi» και τους δήθεν δεν είχε σχέση, δεν ήθελε να έχει. Όταν συνεργαζόσουν μαζί του, αν δεν σου όρμαγε μια – δυο φορές την εβδομάδα, έπρεπε ν’ ανησυχείς – κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Συρίγος ασχολείτο μ’ αυτούς που τον ενδιέφεραν. Αν ήσουν αδιάφορος σε παρατούσε στην τύχη σου. Δεν σου έριχνε δεύτερη ματιά. Σου έλεγε μια φορά τα πράγματα. Ούτε δύο ούτε τρεις ούτε δέκα. Αν τα καταλάβαινες, είχε καλώς. Αν δεν μπορούσες, πήγαινε παρακάτω.
Ήταν συζητήσιμος. Είναι κλασικό παράδειγμα πως το άρθρο που έγραφε στην Ελευθεροτυπία έπαιρνε πάντα κάποιον εκ των στενών συνεργατών του για να του το διαβάσει και να δει πώς το εισπράττει. Στο τέλος το δημοσίευε όπως ήθελε, αλλά άκουγε και τις σπάνιες φορές που έπιανε τον εαυτό του να είναι «φάουλ» το διόρθωνε.
Για μένα ήταν από τους τρεις – τέσσερις μέντορες στη δημοσιογραφία. Μέντορας γιατί εκτός από καλός και μαχητικός στη δουλειά, ήξερε την τηλεόραση από μέσα. Στο Ευρωμπάσκετ του ’87 όλοι συνδέθηκαν με τη φωνή του. Κι όμως ο Φίλιππος είχε στήσει όλη την παραγωγή, τις κάμερες, τη σκηνοθεσία. Ήξερε όσο λίγοι την τηλεόραση.
Εμένα το μεγαλύτερο δώρο που μου είχε κάνει ήταν όταν πρωτοήρθαμε στη Nova το ’98. Περίμενα ότι θα μεταδίδω αγώνες. Μια μέρα με φώναξε στο γραφείο του στην Ελευθεροτυπία και μου είπε ότι «τα παιδιά στην κάλυψη δεν είναι εξοικειωμένα με το μπάσκετ και χρειάζονται έναν άνθρωπο που να κόβει το μάτι του. Πράγμα που σημαίνει ότι όλη την επόμενη χρονιά θα είσαι στο βαν για να επιμελείσαι των μεταδόσεων». Μου έπεσε λίγο βαρύ, γιατί ήξερα ότι Φίλιππος δεν σε υποβάθμιζε χωρίς λόγο και με μένα δεν υπήρχε κάποιος. Του είπα ότι δεν έχω μπει άλλη φορά σε βαν και μου απάντησε ότι μια μέρα «θα με ευγνωμονείς γιατί η διαφορά σου με τους άλλους θα είναι ότι θα μάθεις τηλεόραση. Τώρα ξέρεις μόνο να μεταδίδεις».
Κάθισα ένα χρόνο στο βαν και δεν εμφανίστηκα καθόλου εκείνη τη χρονιά. Ήταν σαν να μην υπήρχα στο κανάλι, απέκτησα όμως τη γνώση. Το επόμενο καλοκαίρι μου είπε ότι «τελειώσαμε, θα βγεις στις μεταδόσεις. Θα είσαι και καλύτερος γιατί θα καταλαβαίνεις πώς γίνεται η μετάδοση». Φυσικά είχε δίκιο και τότε.
«Έναν δικό του κώδικα δικαιοσύνης»
Ο Φίλιππος είχε έναν κώδικα δικαιοσύνης εντελώς δικό του, ξεχωριστό, δεν τον έπιανες. Ήξερε όταν κάνει λάθος, να πει -όχι φανατικά φυσικά- να πάμε παρακάτω. Ποτέ δεν είχε μπράβο. Θεωρούσε πως ό,τι κάνεις είναι μέρος της δουλειά σου και δεν σου αντιστοιχεί κάτι παραπάνω. Προσωπικά δεν θυμάμαι να έχω ακούσει μπράβο στα 25 χρόνια συνεργασίας μας για ό,τι καλό έκανα. Αντιθέτως σε κάθε λάθος ήταν από πάνω σου, δεν γλίτωνες. Βεβαίως, δημοσίως θα σε κάλυπτε, στη μετάδοση θα έπαιρνε την ευθύνη. Είχε τη δύναμη του λόγου και δεν άφηνε να εκτεθείς – εκτός αν το ήθελες μόνος. Μετά τα έβρισκε μαζί σου στο γραφείο – που είναι το πιο σωστό και το πιο δίκαιο.
Εγώ του χρωστάω ό,τι έχω κάνει, αυτά τα λίγα, στην τηλεόραση. Ίσως του χρωστάω και μερικά παραπάνω. Το ’88 και 2-3 μήνες πριν ανοίξει το «Τρίποντο» ήμασταν τσακωμένοι. Δεν ήξερα καν ότι θα άνοιγε περιοδικό μπάσκετ, αλλά και να το ήξερα δεν θα ήταν στις φιλοδοξίες μου να δουλέψω γιατί δεν μιλούσαμε.
Στο προολυμπικό του Ρότερνταμ το είχε εκμυστηρευτεί στον Γιάννη Θεοδωρακόπουλο. Αυτός τον ρώτησε ποιους θα πάρει και του αράδιασε ονόματα – ό,τι καλύτερο είχε τότε η δημοσιογραφία. «Τον Καρύδα», του είχε πει, «δεν τον θέλω γιατί δεν μιλάμε». Ο νυν πρόεδρος του ΠΣΑΤ του πρότεινε να τα βρούμε.
Μια μέρα άρχισε να έρχεται καρφί προς το μέρος. Πίστευα ότι ερχόταν για καβγά γιατί στο προολυμπιακό, επειδή δεν είχε πάει καλά η Εθνική, οι δημοσιογράφοι ήμασταν χωρισμένοι σε αυτούς που ήταν με τον Γκάλη κι έκαναν κριτική στον Πολίτη και σε αυτούς που υποστήριζαν τον Πολίτη. Εγώ ήμουν με τον Γκάλη, ο Συρίγος υποστήριζε τον Πολίτη. Φτάνοντας κοντά μού εξήγησε την ιδέα του. Εγώ του ευχήθηκα καλή επιτυχία κι αυτός ανταπάντησε πως «θέλω να δουλέψεις μαζί μου». «Δεν γίνεται» του είπα «γιατί θα τσακωθούμε χειρότερα».
Αλλά τότε μου πέταξε μια σημαδιακή φράση: «Αν δουλέψεις μαζί, θ’ αλλάζεις γνώμη. Δεν έχουμε δουλέψει ποτέ μαζί, έχουμε τσακωθεί για ανοησίες και εν πάση περιπτώσει δεν σου ζητάω να γίνουμε φίλοι, ούτε να κάνουμε παρέα. Να δουλέψουμε ως επαγγελματίες». Τελικά ήταν ένα πράγμα για το οποίο διαψεύστηκε γιατί και μακροημέρευσε η συνεργασία και φίλοι γίναμε και παρέα κάναμε και στη διαδρομή έγινα ένας από τους πιο έμπιστους ανθρώπους του. Κάτι που τιμούσε, με τιμά και θα με τιμά για πάντα. Ήταν από τα λίγα λάθη που έχει κάνει η εκτίμηση εκείνη. Όταν επαγγελματικά έβαζε κάτι στο μυαλό του θα το πετύχαινε ο κόσμος να χαλάσει.
«Δεν ξέρω πώς θα ήταν σήμερα ο Συρίγος»
Ο Συρίγος λείπει από την πρώτη μέρα που πέθανε και θα λείπει δια παντός. Διότι όταν έφυγαν διάφοροι σαν τον Φίλιππο, όχι ότι ήταν πολλοί, και χρονικά παραλάβαμε εμείς τη σκυτάλη, οι εποχές και η δημοσιογραφία άλλαξε. Δεν ξέρω πώς θα ήταν σήμερα με τον Φίλιππο. Είναι πολλές φορές που έχω αυτήν την απορία και σκέφτομαι πώς θα τα έβγαζε πέρα ο Φίλιππος με αυτούς που υπάρχουν στον ελληνικό αθλητισμό. Δεν ξέρω αν θα ήταν κι αυτός ίδιος – δεν μπορώ να το πω.
Ξέρω ότι μέχρι την τελευταία στιγμή ήταν παλικάρι. Ένα μάθημα που πήρα ήταν όταν ήρθε δύο φορές άρρωστος σε Final-4, στην Κωνσταντινούπολη και στο Λονδίνο. Ειδικά στο Λονδίνο ήταν λίγους μήνες πριν πεθάνει. Δεν ξεχάσω ότι όταν κέρδισε ο Ολυμπιακός και τελειώσαμε τη μετάδοση τον είδα ξαφνικά να σηκώνεται, χωρίς τις δυνάμεις του γιατί είχε εξαντληθεί από τη δίωρη μετάδοση, να σηκώνεται και πέρα από τα όρια των ανθρωπίνων ορίων να φεύγει για τη μικτή ζώνη. Τον ρώτησα «ρε Φίλιππα πλάκα μου κάνεις;».
Ήταν ανένδοτος και δεν θα ξεχάσω τη σκηνή που ο Νικήτας Αυγουλής, ο συνάδελφος στη Nova, του έδωσε καρέκλα για να κάνει καθιστός τις δηλώσεις διότι δεν θα άντεχε όρθιος. Ήταν όμως εκεί μέχρι την τελευταία στιγμή. Κι όταν του είπα «απορώ» μου απάντησε ότι «πρέπει να γίνει η δουλειά να γίνει. Αυτό ήθελα κι έπρεπε να το κάνω». Ήταν στην πραγματικότητα η τελευταία φορά που βγήκε στην τηλεόραση, η τελευταία εικόνα του στην ελληνική τηλεόραση.
Το θλιβερό εκείνο καλοκαίρι και 2-2,5 μήνες πριν πεθάνει, Αύγουστος ήταν, χτύπησε το κινητό μου. Ήμουν διακοπές. Χαιρόμουν όταν με έπαιρνε γιατί σήμαινε πως ήταν καλά, ότι μιλούσε, ήταν ευδιάθετος. Ένιωθα ότε ότι θα τη σκαπουλάρει, αφού είχαν περάσει και δυο χρόνια από τη διάγνωση. Τον άκουσα σε καλή διάθεση. Αφού με έσουρε διάφορα που ήμουν στη θάλασσα, μ’ ενημέρωσε ότι «σου έχω εξασφαλίσει δουλειά για τα επόμενα τρία χρόνια. Έκλεισα την Ευρωλίγκα, συμφωνήσαμε και θα ανακοινωθεί σε 15 μέρες».
Ακόμη και λίγο πριν από τον θάνατό του είχε καταφέρει να κλείσει ένα προϊόν που μέχρι σήμερα έχει και συνεχίζει να έχει η Nova. Ένα προϊόν που για να γίνει αντιληπτή η διαύγεια της κρίσης του Φίλιππου, ο οποίος δεν ήταν ευνοϊκά διακείμενος στην Ευρωλίγκα έχοντας πάρει εξ αρχής τη θέση της FIBA, το 2005 μου είπε είχε πει πως «είναι το μέλλον του μπάσκετ» «Άσε τι λέω εγώ, θα τα σαρώσει όλα. Θα πω στους υπεύθυνους να την πάρουμε». Ήταν ακόμη το μέσον της σεζόν και πραγματικά πολύ εύκολα, γιατί η διοργάνωση δεν είχε τηλεοπτικό σπίτι τότε έγινε μια συμφωνία που κατέληξε να είναι από τις πιο μακροβιότερες στην ελληνική τηλεόραση.
Ο Φίλιππος άνοιξε τον δρόμο και γι’ αυτό, αυτός είδε τι θα συμβεί την εποχή που λέγαμε ότι είναι απλώς ένα πρωτάθλημα. Είχε καταλάβει ότι θα ξεφύγει. Μου το ανέλυσε μετά. Ήταν, άλλωστε, πολύ καλός χειριστής τηλεοπτικών συμφωνιών. Δεν το ξέρει ο κόσμος, αλλά ενορχήστρωνε τις συμφωνίες για τα τηλεοπτικά δικαιώματα με φοβερό τρόπο, απόδειξη ότι επί ημερών του ουδέποτε χάθηκε τηλεοπτικός διαγωνισμός που τον ενδιάφερε να τον πάρει κανάλι που δούλευε.
«Τι θα έλεγε εδώ ο Φίλιππος;»
Δεν είναι όπως σήμερα που εμείς περιμένουμε να κλείσουν οι συμφωνίες και να κάνουμε τη δουλειά μας. Ο Φίλιππος μετείχε πολύ ενεργά μάλιστα. Είχε την κρίση να διαβάζει καταστάσεις και ανθρώπους. Αυτό που ήταν το πιο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς και της καριέρα του.
Προσωπικά δεν μπορώ να το εξηγήσω. Τον είχα ρωτήσει, τον έπιασαν τα γέλια. Πιθανόν ούτε ο ίδιος ήξερε. Ούτε θα απαντούσε αν τον ρωτούσες. Το πιο πιθανό είναι να έριχνε κανένα μπινελίκι. Είχε μεγαλώσει σε μια δύσκολη περιοχή της Αθήνας, στο Μεταξουργείο, δεν ήταν από τζάκι και ίσως ως κομμάτι του εαυτού του το ανέπτυξε από τα βιώματα και τις εμπειρίες του.
Μας λείπει κάθε μέρα πιο πολύ. Δεν το κρύβω ότι εγώ γυρνώντας από τη δουλειά και βάζω να τη ξαναδώ μια μετάδοση αναρωτιέμαι εδώ ο Συρίγος τι θα έλεγε.
Εγώ δεν θα πω ότι τα νεκροταφεία είναι γεμάτα από αναντικατάστατους. Ξέρω μόνο ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, τους οποίους ναι μεν η ροή των πραγμάτων θα τους κάνει ν’ αντικατασταθούν γιατί η ζωή συνεχίζεται αλλά, είναι bigger than life.
Για πολλές προσωπικότητες ο θάνατος διογκώνει αυτά που έκαναν στη ζωή τους σε υπερβολικό βαθμό. Ένα παράδειγμα ήταν ο Παύλος Σιδηρόπουλος που όταν πηγαίναμε να τον ακούσουμε ήμασταν 100-200 άτομα και ξαφνικά όταν πέθανε έγινε μύθος. Ο Συρίγος ήταν μύθος ενόσω ζούσε. Ήταν μύθος με τον κόσμο να ξέρει λιγότερα απ’ όσα πραγματικά αντιπροσώπευε. Γιατί έβλεπε μόνο αυτό που του έδινε να δει σε δημόσια εικόνα.
«Παθιασμένος, ισχυρογνώμων, δίκαιος και… καλοφαγάς»
Γιάννης Φιλέρης – αρθρογράφος του SPORT24
Αν υπάρχει ένας ορισμός για το πώς πρέπει να είναι ένας δημοσιογράφος, θα είχε δίπλα τη φωτογραφία του Φίλιππα. Ήταν ένας παθιασμένος άνθρωπος που κάποιες φορές κατέληγε σε υπερβολικά συμπεράσματα, αλλά ταυτόχρονα η επιτομή αυτού που μπορούσε να διακρίνει το σωστό από το λάθος και κυρίως να αποδώσει δημοσιογραφικά ό,τι είχε στο μυαλό του καλύτερα από τον καθένα.
Πρωτοπόρος του μπάσκετ, του χρωστά πολλά το σπορ. Κυρίως την είσοδο στην τηλεόραση, την οποία επέβαλε σχεδόν ετσιθελικά, καθώς ξαφνικά κάθε Σάββατο μεταδιδόταν ένας αγώνας. Ως τότε μπάσκετ βλέπαμε στη σύνοψη της αγωνιστικής κι ένα δίλεπτο από στιγμιότυπα στην Αθλητική Κυριακή, ως επί το πλείστον στο φινάλε της εκπομπής.
Ο Συρίγος έβαλε το πρωτάθλημα στην τηλεόραση, πριν καν την έκρηξη του ’87 και τον Άρη. Υπήρχαν ομάδες που δυσανασχετούσαν επειδή το παιχνίδι τους άρχιζε στις 15:45, αλλά δεν διαισθάνονταν ότι γινόταν κάτι πρωτοποριακό. Σε αυτόν οφείλει το μπάσκετ ότι έφτασε εν τέλει να είναι το ακριβότερο προϊόν στον ελληνικό αθλητισμό, παράλληλα με τις επενδύσεις που έγιναν. Ο Συρίγος ήταν αυτός που, μεταξύ άλλων, υλοποίησε την παραγωγή του Ευρωμπάσκετ, η οποία επίσης ήταν πολύ ξεχωριστή για την εποχή.
«Μου έδωσε δουλειά χωρίς αναστολή»
Το ότι δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην έχει τσακωθεί μαζί του καταδείκνυε τη λάβα που πήγαζε από μέσα του. Ηφαίστειο σκέτο. Δεν ήταν όμως εκδικητικός. Δεν κρύβω ότι για διάφορους λόγους είχαμε ψυχρανθεί για 2-3 χρόνια και ξαναμιλήσαμε εν μέσω πανηγυρισμών για το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου το 2005.
Προσωπικά τον ευγνωμονώ. Διότι όταν χρειάστηκα δουλειά μού την προσέφερε απλόχερα. Όταν κουβεντιάσαμε, με πήρε στη Nova δίχως αναστολή, χωρίς καν να με ρωτήσει. Κι εκεί διαπίστωσα πόσο σημαντικός ήταν γενικά για την τηλεόραση. Έλεγε λίγα λόγια, αλλά ήταν αυτά που έπρεπε να γίνουν. Μπορεί να μην σε συμβούλευε φανερά, αλλά είχε τον τρόπο να σε κατευθύνει προς τα εκεί που έπρεπε.
Ήταν πολύ δίκαιος, έδινε πάντα ευκαιρίες στους νεότερους και βέβαια είχε τη μεγάλη ιδέα να δημιουργήσει το «Τρίποντο» σε μια εποχή που η πλέον κατάλληλη για να έχει αυτήν την απίστευτη επιτυχία.
Όντως ήταν δύσκολος άνθρωπος. Πείσμων και ισχυρογνώμων. Αλλά ισχύει αυτό με τους μαχητικούς χαρακτήρες, αυτούς που υποστηρίζουν την αλήθεια τους μέχρι τέλους. Ακόμη κι αν ξέφευγε από τα όρια πότε – πότε. Τον παρεξηγούσαν, μα σχεδόν πάντα δικαιωνόταν, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τα όσα καταλόγιζε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
«Περιέγραφε χωρίς σημειώσεις»
Μαζί έχουμε περάσει πολλές βραδιές σε εστιατόρια της Ευρώπης. Καλοφαγάς και ο ίδιος, πρώτα απ’ όλα όμως πολύ καλή παρέα. Για κουβέντες επί παντός επιστητού. Μια μεγάλη μορφή για την ελληνική δημοσιογραφία, από τη γενιά εκείνων που πέρασαν από όλα τα στάδια προτού εξελιχθούν.
Ο Συρίγος μπορούσε να περιγράψει τον οποιονδήποτε αγώνα έχοντας μόνο ένα χαρτί μπροστά του. Πολλές φορές σού ζητούσε στιλό. Έγραφε μόνο τις συνθέσεις κι όλα τα υπόλοιπα τα έλεγε την ίδια στιγμή. Δεν χρειαζόταν κάποια προετοιμασία κι αυτό ήταν ένα τεράστιο χάρισμα. Να μπορεί να μιλά χωρίς την ανάγκη χειρόγραφων. Κι αν συνέβαινε οτιδήποτε το κάλυπτε με την ευστροφία και την ετοιμότητά του. Χωρίς να διστάσει να εκφέρει άποψη, έστω κι αν ήταν λανθασμένη.
Δεν φοβόταν να εκτεθεί. Ό,τι πίστευε το έλεγε κι αναλάμβανε πλήρως την ευθύνη. Αν χρειαζόταν μετά να αυτοσαρκαστεί όταν ένα λάθος ήταν εξόφθαλμο, θα το έκανε. Δογματικός, ενίοτε εριστικός, αλλά πάνω απ’ όλα ένα υπόδειγμα για το πώς πρέπει να λειτουργεί η δημοσιογραφία, πώς πρέπει να κάνει τη δουλειά του ένας αθλητικός συντάκτης.
«Φοιτώντας στο Πανεπιστήμιο του Συρίγου»
Γιάννης Ψαράκης – δημοσιογράφος του APEX Sports
Ο Φίλιππος Συρίγος για τον περισσότερο κόσμο ήταν «αυτός που έβαλε το μπάσκετ στην τηλεόραση». Για εμάς τα δημοσιογραφικά «τέκνα» του από το αλήστου μνήμης «Τρίποντο» αλλά και όσων συνυπήρξαμε μαζί στη Nova ήταν πολλά περισσότερα.
Η αλήθεια είναι πως η πρώτη φράση που μου έρχεται στο μυαλό στο άκουσμα του ονόματός του ήταν «πολίτης του κόσμου». Μπορεί να φαινόταν (και να φερόταν ορισμένες φορές) απόμακρος, αψύς, απλησίαστος, αθυρόστομος, απόλυτος (βάλτε όσα επίθετα με το στερητικό α- μπροστά θέλετε) όμως στην πραγματικότητα ήταν εκεί για τα πάντα.
«Στο Πάνθεον της μπασκετικής δημοσιογραφίας»
Κόουτς με τα όλα του. Οργανωτικός, τελειομανής αλλά και άνθρωπος που απολάμβανες τις κουβέντες μαζί του για πολλά πράγματα εκτός του μπάσκετ. Για κινηματογράφο, για ταξίδια, για μουσική, για πολιτική.
Πάντα χαϊδεύοντας το περιποιημένο μούσι του, χαμηλώνοντας τον τόνο της ούτως ή άλλως μπάσας φωνής του όταν είχε τα επιχειρήματα για να εκφέρει αντίθετη άποψη και γνώριζε ότι είχε στριμώξει στα σχοινιά τον συνομιλητή του.
Επαγγελματικά και μόνο η σκέψη και η δημιουργία του θρύλου του «Τ» αρκεί για να του εξασφαλίσει την κορυφαία θέση στο Πάνθεον της μπασκετικής δημοσιογραφίας.
Όχι μόνο για όσα έγραφε «δίχως μαλλιά στη γλώσσα» αλλά για όσα τα, τότε, παιδιά, νυν μεσήλικες γαλούχησε με το ύφος, τον επαγγελματισμό, τις ιδέες και τις κατευθύνσεις που μας έδωσε.
«Όταν ασχολείτο μαζί σου…»
Ο Βασίλης, ο Ηλίας, ο Δημήτρης, ο Νίκος, οι συνονόματοι Γιάννηδες δεν θα ήμασταν οι ίδιοι αν δεν είχαμε «φοιτήσει» στο «Πανεπιστήμιό» του. Με τα καλά και τα ανάποδά του. Ακόμη και στα δεύτερα, όταν στράβωνε με κάποιον από μας κατάφερνε να το μετατρέπει σε κίνητρο για να αποδείξουμε ότι έκανε λάθος.
Δεν θα μας έλεγε ποτέ μπράβο, δεν ήταν του στυλ του άλλωστε, αλλά με τον Συρίγο ήξερες ένα πράγμα. Όταν ασχολείτο μαζί σου ακόμη και για άσχημο λόγο πήγαινε να πει ότι ενδιαφερόταν για σένα.
Και είμαι σίγουρος ότι ακόμη και τώρα μας… βρίζει όταν γράφουμε ή λέμε κάτι με το οποίο δεν συμφωνεί και την ίδια στιγμή καμαρώνει που τον επικαλούμαστε και τον συζητάμε σχεδόν καθημερινά και ας πέρασαν 10 χρόνια από τότε που βιάστηκε να φύγει…