Ο ΣΥΡΙΖΑ φθίνει όπως και οι οπώρες το φθινόπωρο. Είναι αυτή η διαπίστωση ορατή πια διά γυμνού οφθαλμού. Η υποχώρησή του είναι διαρκής από το 2019 και εντεύθεν και εσχάτως επιταχυνόμενη. Φανερώθηκε στις διπλές εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου του τρέχοντος έτους και επιβεβαιώθηκε πλήρως στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Οι υποψήφιοί του, όπου διεκδίκησαν τη λαϊκή ψήφο, πάτωσαν στην κυριολεξία, αποδίδοντας ένα κόμμα σε αποδρομή, χωρίς επαφή με την κοινωνία, που δεν ενθουσιάζει, δεν συγκινεί και κυρίως δεν πείθει. Οι πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές μπορεί να κινητοποίησαν τον στενό κομματικό κύκλο, αλλά η μάχη που δόθηκε μεταξύ των επίδοξων διαδόχων του κ. Τσίπρα, εκ του αποτελέσματος και μόνο, δείχνει ότι αποκαρδίωσε το ευρύτερο σώμα των αριστερών και κεντροαριστερών ψηφοφόρων που παλαιότερα είχαν συνταχθεί μαζί του και το κατέστησαν κόμμα εξουσίας.
Η εκλογή Κασσελάκη παρότι έτυχε ευρείας δημοσιότητας όχι μόνο δεν απέδωσε, αλλά κλόνισε έτι περαιτέρω τις προοπτικές του άλλοτε κραταιού κόμματος της νέας Αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε καθαρά, χωρίς αμφισβητήσεις, την εξουσία το 2019 και έκτοτε όχι μόνο δεν μπόρεσε να ανακάμψει, παρά χάνει συνεχώς δυνάμεις. Στο τέλος της περασμένης άνοιξης και στην αρχή του καλοκαιριού έχασε σχεδόν το 50% των ψηφοφόρων του και στις αυτοδιοικητικές εκλογές οι απώλειες διευρύνθηκαν, καθώς οι ψηφοφόροι του μετακινήθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε προς το ΠαΣοΚ, το οποίο παρότι δεν ανέπτυξε εντυπωσιακή δυναμική ούτε εντυπωσίασε με τις επιδόσεις του, κέρδισε κάμποσες μάχες στη ζώνη της Κεντροαριστεράς.
Ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ κινήθηκαν επίσης κατά τρόπο εντυπωσιακό προς το ΚΚΕ, το οποίο κέρδισε εντυπωσιακά ποσοστά στην Αττική, κοντά στο 14%, κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από εκείνα των εθνικών εκλογών και πλέον πέραν της Πάτρας διεκδικεί με αξιώσεις στον δεύτερο γύρο τους δήμους Χαϊδαρίου, Νίκαιας, Καισαριανής, Πετρούπολης και Τυρνάβου. Σε πολλές δε περιπτώσεις οι υποψήφιοί του ΚΚΕ ξεπέρασαν εκείνους του ΣΥΡΙΖΑ, φανερώνοντας ότι οι απογοητευμένοι και πληγωμένοι από τις εσωκομματικές διαδικασίες άλλοτε ψηφοφόροι του κ. Τσίπρα, αναζήτησαν πιο αξιόπιστες και πιο σταθερές επιλογές στον κύκλο της ευρύτερης Αριστεράς.
Ενδεικτικές της αναζήτησης και μετακίνησης ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ είναι και οι επιδόσεις υποψηφίων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, δηλαδή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του ΝΑΡ και άλλων υποψηφίων όπως του γνωστού από τη δίκη της Χρυσής Αυγής δικηγόρου Κωνσταντίνου Παπαδάκη, η παράταξη του οποίου κέρδισε ποσοστό 6,09% στον δήμο της Αθήνας, αφήνοντας στην τρίτη θέση τον κ. Ζαχαριάδη του ΣΥΡΙΖΑ και αποκλείοντάς τον από τον σημερινό δεύτερο γύρο.
Υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν τη φθορά και τη διαρκή υποχώρηση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ολα δε τα σημάδια παραπέμπουν σε φθίνον κόμμα, με ψηφοφόρους που το εγκαταλείπουν και ηγεσία που πελαγοδρομεί ανάμεσα σε διπλές ασύμβατες μεταξύ τους στρατηγικές. Από τη μία η θεωρούμενη επικοινωνιακή καταιγίδα Κασσελάκη, η οποία δεν υποστηρίζεται ιδεολογικά ούτε προγραμματικά, και από την άλλη η καταγγελτική, ακραία και εχθροπαθής αντιπολιτευτική γραμμή που εκφράζει ο μέντοράς του Παύλος Πολάκης. Η πρώτη φαντάζει υπερφίαλη και η δεύτερη απωθητική. Και οι δύο μαζί φανερώνουν, αν μη τι άλλο, σύγχυση και αδυναμία πολιτική, που αποδιώχνει παρά ελκύει τους ψηφοφόρους.
Στους κύκλους της ευρύτερης Αριστεράς, δογματικής, ανανεωτικής και εξωκοινοβουλευτικής, εκτιμάται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει χάσει δυνάμεις και αξιοπιστία, δεν αποτελεί πλέον εναλλακτική απέναντι στον πανίσχυρο ακόμη Κυριάκο Μητσοτάκη και κατά βάση ρευστοποιείται, δεν έχει τύχη σταθεροποίησης και ανάκαμψης. Πιστεύουν ακράδαντα ότι οδεύει προς εξάντληση και απομείωση των όποιων δυνάμεών του, κάτι που κατά την άποψή τους θα αποδειχθεί περίτρανα στις ευρωεκλογές του προσεχούς Ιουνίου. Κοινώς, ο ΣΥΡΙΖΑ περιγράφεται ως κόμμα χωρίς ταυτότητα, χωρίς συνοχή, με ηγεσία αμφισβητούμενη και ανίκανη να αντιδράσει αποτελεσματικά, μη δυνάμενη να πείσει ότι μπορεί να αποτελέσει τον άλλον πόλο διεκδίκησης της εξουσίας. Ο όποιος ιστορικός του κύκλος έκλεισε στη διάρκεια της δεύτερης θητείας του μεταξύ Σεπτεμβρίου 2015 και Ιουνίου 2019, όταν αναγκάστηκε να αποδεχθεί τα λάθη, τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις της «πρώτης φοράς Αριστεράς» και να μετεξελιχθεί από δύναμη αντισυστημική σε απολύτως συστημική και διαχειριστική των πολυσύνθετων προβλημάτων της χώρας και του λαού, αναλαμβάνοντας ευθύνες και ασκώντας πολιτικές εκ διαμέτρου αντίθετες από τις προηγούμενες διακηρύξεις του. Εκεί τοποθετείται η αρχή της μεγάλης φθοράς και της γενικευμένης υποχώρησης που αντιμετωπίζει τώρα. Και στο γεγονός ότι πιεσμένος από το σχεδόν προπατορικό αμάρτημα δεν κατάφερε να προσαρμοσθεί και να αλλάξει πραγματικά. Το επιχείρησε τώρα με τον κ. Κασσελάκη κατά τρόπο ασύντακτο, ευκαιριακό, απολύτως επικοινωνιακό και υπό το βάρος μιας ήττας απροσμέτρητης που δεν έχει τέλος.