Στον κβαντικό μικρόκοσμο, η ίδια η Φύση είναι δυνατό να επιτρέπει την παραβίαση των φυσικών νόμων. Μία δημοκρατική Πολιτεία, όμως, οφείλει να κάνει το ακριβώς αντίθετο: να ελέγχει και να επιβάλλει την εφαρμογή των νόμων της. Για να μην γίνει ο ελεύθερος πολίτης, ασύδοτος πολίτης…
Ο μικρόκοσμος των κβαντικών φαινομένων είναι εκ πρώτης όψεως ασύμβατος με την καθημερινή μας εμπειρία. Για παράδειγμα, για ένα απειροελάχιστο χρονικό διάστημα, ένα μικροσκοπικό σωμάτιο είναι δυνατό να έχει φανταστική ταχύτητα (η τιμή της, δηλαδή, να μην ανήκει στους πραγματικούς αριθμούς), όπως και ένα φαινόμενο μπορεί να παραβιάζει την αρχή διατήρησης της ενέργειας. Η θεμελιώδης κβαντική αρχή που «καθαγιάζει» τέτοιους παραλογισμούς και τους καθιστά μέρος της φυσικής πραγματικότητας, ονομάζεται «αρχή της αβεβαιότητας». Σύμφωνα με αυτήν, κάποια μεγέθη στον μικρόκοσμο δεν είναι ποτέ δυνατό να προσδιοριστούν με απόλυτη ακρίβεια, όσο τέλειες πειραματικές διατάξεις και αν διαθέτουμε.
Κρυμμένη πίσω από το άλλοθι της αβεβαιότητας, η Φύση μπορεί έτσι να παραβιάζει τις ίδιες τις αρχές της, με μία βασική, όμως, προϋπόθεση: να μην υπάρχουν μάρτυρες αυτής της «παρανομίας»! Με άλλα λόγια, έστω και αν γνωρίζουμε ότι παραβιάζεται η αρχή διατήρησης της ενέργειας σε μία κβαντική διαδικασία, είναι αδύνατο να το αποδείξουμε στην πράξη, αφού κάθε απόπειρα προς τούτο απαιτεί μία ελάχιστη αλληλεπίδραση με το κβαντικό σύστημα, μέσω της οποίας το σύστημα θα αποκτήσει, τελικά, την ενέργεια που του χρειάζεται ώστε να μην παραβιάζεται η αρχή αυτή τη στιγμή της παρατήρησης. Είναι κάτι σαν τον αστυφύλακα που κάνει τόσο θόρυβο ώστε να τον πάρει είδηση ο κακοποιός και να προλάβει να πηδήσει απ’ το παράθυρο!
Το πιο πάνω ανθρωπομορφικό ανάλογο της κβαντικής αρχής της αβεβαιότητας, εν τούτοις, φαίνεται πως διέπει στ’ αλήθεια και κάποιες πτυχές της κοινωνικής μας ζωής. Μια χιλιοακουσμένη έκφραση, λέει: «Μπορείς να παρανομήσεις, αρκεί να μη σε πιάσουν!» Μία προτροπή που πέρασε για τα καλά, δυστυχώς, στο ελληνικό συνειδησιακό DNA της μεταπολιτευτικής περιόδου. Όμως, υπάρχει ένα κρίσιμο – και, φοβάμαι, ρητορικό – ερώτημα: έχει αυτή η Πολιτεία τη διάθεση να ελέγξει ουσιαστικά την τήρηση των νόμων της; (Θα αποφύγω να διευρύνω το ερώτημα στο κατά πόσον η ίδια η Πολιτεία τούς τηρεί απαρέγκλιτα…)
Όποιος κυκλοφορεί καθημερινά στους δρόμους, βλέπει την παρανομία ολοζώντανη και τρισδιάστατη. Η στάση ενός αυτοκινήτου μπροστά στο κόκκινο φως ενός σηματοδότη επαφίεται στον… πατριωτισμό του οδηγού, ακόμα και αν κάποιοι αφελείς πεζοί έχουν ήδη ξεκινήσει να περνούν τη διάβαση εμπιστευόμενοι το πράσινο ανθρωπάκι στο φανάρι… Ο νεαρός με το μηχανάκι, που εκτελεί το ιερό λειτούργημα του delivery πίτσας, σουβλακίων και άλλων γευστικών απολαύσεων, δεν έχει το παραμικρό πρόβλημα να κινείται αντίθετα σε μονόδρομους, ή να ανεβαίνει «με χίλια» στο πεζοδρόμιο για να κόψει δρόμο, απειλώντας την σωματική ακεραιότητα ανθρώπων που περπατούν αμέριμνα… Και, αρκεί ένας μερακλής να παρκάρει «για λίγο» πάνω στη στροφή του λεωφορείου προκειμένου να πιει τον καφέ του δύο στενά πιο κάτω, για να προκληθεί κυκλοφοριακό χάος σε μία ολόκληρη περιοχή. Όμως, στις περισσότερες περιπτώσεις, το «άγρυπνο μάτι» των αρμόδιων αρχών μάλλον ξαγρυπνά κάπου αλλού, με αποτέλεσμα την de facto νομιμοποίηση των οδικών παρεκκλίσεων.
Το πιο κωμικό ηχογραφημένο μήνυμα που ακουγόταν (σε τέσσερις γλώσσες, μάλιστα!) στα μαζικά μέσα μεταφοράς τις μέρες των «σκληρών» μέτρων κατά της πανδημίας, ήταν εκείνο που ενημέρωνε τους επιβάτες ότι η χρήση μάσκας ήταν υποχρεωτική. Και το αποκαλώ «κωμικό» επειδή καμία αρχή δεν έμπαινε ποτέ στον κόπο να ελέγξει την εφαρμογή του στην πράξη. Έτσι, οι επιβάτες που ανήκαν σε ευπαθείς ομάδες αναγκάζονταν να φορούν διπλές μάσκες για να προστατευτούν. Ή, ακολουθώντας τις ειρωνικές προτροπές κάποιων «νταήδων» συνεπιβατών τους, κατέληγαν να αποφεύγουν τις μετακινήσεις με τα δημόσια μέσα μεταφοράς.
Παρεμπιπτόντως, η διαδρομή με το μετρό της Αθήνας εξακολουθεί να είναι δωρεάν για τους μισούς επιβάτες, περίπου. Αρκεί κάποιος να είναι αρκετά σβέλτος ώστε να περάσει την πύλη τη στιγμή που ανοίγει, δαπάναις του προπορευόμενου «κορόιδου» που επιμένει να πληρώνει για τις μετακινήσεις του με τα ΜΜΜ, αλλά και του γενναιόδωρου κράτους που αποφεύγει να κακοκαρδίσει τον πολίτη ασκώντας στοιχειώδη έλεγχο…
Η κατάσταση διαρκούς ανομίας στα πανεπιστήμια είναι μία άλλη πονεμένη ιστορία. Η κυβέρνηση, βέβαια, τύποις εισήγαγε θεσμικά μέτρα για την περιφρούρηση της τάξης (λυπάμαι αν η τελευταία λέξη ενοχλεί) και την προστασία διδασκόντων και διδασκομένων. Όμως, οι στόχοι αυτοί δείχνουν να βρίσκονται ακόμα στη σφαίρα του υποθετικού και, τελικά, του πρακτικά ανέφικτου. Ίσως το πολιτικό κόστος από μια ενδεχόμενη δυσαρέσκεια μίας δυναμικής μειοψηφίας της νέας γενιάς βαραίνει περισσότερο από την ποιότητα της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα…
Και, μια και πιάσαμε την εκπαίδευση, ας θυμηθούμε ότι το κυρίαρχο σύνθημα της ιστορικής εξέγερσης του Πολυτεχνείου ήταν το τρίπτυχο «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία». Φοβάμαι ότι, για κάποιους από εκείνους που σήμερα το αναπολούν με επετειακή συγκίνηση, η λέξη «ελευθερία» έχει καταντήσει να σημαίνει «ασυδοσία». Γιατί, η ελευθερία είναι πλέον τόσο αυτονόητο συστατικό της δημοκρατίας μας που, η όποια διεκδίκησή της μοιάζει με παραβίαση ανοιχτής θύρας. Η σκέψη που τρομάζει είναι ότι το διεκδικούμενο δεν είναι πλέον η άσκηση δικαιωμάτων στο πλαίσιο του νόμου, αλλά το «δικαίωμα» στην παραβίαση του νόμου όταν αυτός δεν υπηρετεί τις ανάγκες μας. Εξαντλώντας τα όρια του σουρεαλιστικού χιούμορ, θα λέγαμε ότι, ίσως κάποια μέρα, ο μόνος νόμος που θα εφαρμόζεται χωρίς εξαίρεση σε αυτή τη χώρα θα είναι εκείνος που ορίζει ότι όλοι οι άλλοι νόμοι εφαρμόζονται κατ’ εξαίρεση!
Ζώντας σε μία κοινωνία όπου η έκφραση «νόμος και τάξη» λογίζεται ως περίπου φασιστικό σύνθημα, θυμάμαι μια εμπειρία μου σε κάποια άλλη κοινωνία, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980…
Ο ταχυδρόμος στην κωμόπολη της Γιούτα ήταν πάντα φιλικός και ευπροσήγορος, παρά την φιλοπαίγμονα διάθεση του σκύλου μου απέναντί του (την οποία δεν έδειχνε να συμμερίζεται). Όταν ερχόταν αλληλογραφία από Ελλάδα, άκουγα από μακριά τη φωνή του καλόκαρδου Αμερικανού να αναγγέλλει χαρούμενα: “Hey, Papachristou, letter from Greece!” Στα πακέτα που μου έστελναν οι δικοί μου, συχνά τρύπωναν και λίγους ξηρούς καρπούς, αγαπημένο σνακ ανθρώπων και σκύλου σε εκείνο το σπίτι. Κάποια φορά έκανα το αυτονόητο: από ευγένεια, ετοίμασα ένα μικρό σακουλάκι φουντούκια και πήγα να το προσφέρω στον φιλότιμο ταχυδρόμο.
Ξάφνου, η γνώριμη φιλική του έκφραση εξαφανίστηκε, και το ύφος του πήρε μια απρόσμενη τροπή προς το αυστηρό: «Αν δεν σε εκτιμούσα τόσο, Papachristou, θα μπορούσα να σε αναφέρω στις αρχές!» Καθώς έμεινα εμβρόντητος, μου εξήγησε: «Η χειρονομία σου θα μπορούσε να εκληφθεί ως απόπειρα δωροδοκίας κρατικού λειτουργού!»
Φαντάζομαι πως, ίσως ακόμα και αρκετοί Αμερικανοί θα εύρισκαν μία τέτοια στάση ιδιαίτερα τυπολατρική. Το περιστατικό, όμως, είναι ενδεικτικό της προσήλωσης μιας κοινωνίας στους νόμους που οι ίδιοι οι εκπρόσωποί της ψηφίζουν. Μίας κοινωνίας στην οποία η φοροδιαφυγή αποτελεί μέγιστο αδίκημα και επισύρει βαρύτατες ποινές, όπως και η οδήγηση μετά από κατανάλωση αλκοόλ (στη χώρα μας, μόνο οι «ξενέρωτοι» αρνούνται να οδηγήσουν αν έχουν πιει έστω και ένα ποτήρι).
Σε αυτή τη χώρα έχουμε εθιστεί επικίνδυνα στην ιδέα ότι η παραβίαση των νόμων δεν είναι σπουδαία υπόθεση, «αρκεί να μη μας πιάσουν». Γιατί, λίγο – πολύ, όλοι κάποτε χρειάστηκε να δώσουμε «φουντούκια» για να κάνουμε πιο εύκολα τη δουλειά μας, συναλλασσόμενοι με ένα σύστημα όπου οι συνειδήσεις είναι διάτρητες και οι νόμοι αφορούν κατά κύριο λόγο την συμπαθή αλλά απαξιωμένη τάξη των «κορόιδων»…
Στον κβαντικό μικρόκοσμο, με τον οποίο ξεκίνησε τούτη η συζήτηση, η φαινομενική παραβίαση των μακροσκοπικών φυσικών νόμων είναι μία εγγενής ιδιότητα που σχετίζεται με την κβαντική αβεβαιότητα. Έτσι, σύμφωνα με την σχετική θεωρία, η «παρανομία» αποτελεί μέρος των ίδιων των νόμων της Φύσης (μία υπόθεση που μπορούσε να κάνει έξαλλο τον Αϊνστάιν!).
Αυτός ο κβαντικός παραλογισμός παύει να υφίσταται καθώς μεταβαίνουμε από την κλίμακα του μικροσκοπικού σε εκείνη του μακρόκοσμου στον οποίο ζούμε. Εκεί, οι δημοκρατικές ανθρώπινες κοινωνίες (εξαιρώ τα αυταρχικά συστήματα) διέπονται από θεσμικούς κανόνες που καθορίζουν τα σύνορα ανάμεσα στο νόμιμο και το παράνομο. Και, τα σύνορα αυτά, με τη σειρά τους, ορίζουν ως πού μπορεί να εκτείνεται η ανθρώπινη ελευθερία ώστε να μην διολισθαίνει στην ασυδοσία.
Όλα αυτά προϋποθέτουν, εν τούτοις, ότι η Πολιτεία είναι διατεθειμένη να ασκήσει την αναγκαία εποπτεία για την τήρηση των νόμων της από τους πολίτες (και από το ίδιο το σύστημα εξουσίας, συμπληρώνω). Γιατί, τα «στραβά μάτια» εκ μέρους της Πολιτείας είναι κάτι αντίστοιχο με την κβαντική αβεβαιότητα στον μικρόκοσμο, αφού δίνει το δικαίωμα στην παρανομία να αναβαθμιστεί σε de facto «νομιμότητα». Στην κβαντομηχανική αυτό είναι καλοδεχούμενο (κι ας λέει ο Αϊνστάιν!). Στις ανθρώπινες κοινωνίες, όμως, οδηγεί στο χάος…