Στις 13 Οκτωβρίου 1904, σκοτώνεται, στο χωριό Στάτιτσα ή Στάτιστα Καστοριάς (σήμερα φέρει το όνομά του) ο Παύλος Μελάς, η εμβληματική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας, που τότε αποτελούσε οθωμανικό έδαφος και σήμερα περιλαμβάνει εδάφη της Βόρειας Μακεδονίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας, επικρατούσε αναβρασμός.
Η Βουλγαρία ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα έχει κάνει φανερές τις επεκτατικές της προθέσεις, ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία προσπαθούσε να διατηρήσει τα κεκτημένα της εδάφη.
Η Ελλάδα ανίσχυρη οικονομικά και στρατιωτικά, και έχοντας υποστεί συντριβή στον Ελληνοτουρκικό, τον λεγόμενο Ατυχή, Πόλεμο του 1897, αναζητούσε τρόπο να στηρίξει την προσπάθεια των υπόδουλων ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα, παρά την πίεση και τις επιθέσεις από οθωμανικές και κυρίως βουλγαρικές ένοπλες ομάδες.
Οι μάχες μεταξύ ελληνικών, βουλγαρικών και τουρκικών άτακτων ένοπλων ομάδων, από το 1904 ως το 1908 στις οποίες συμμετέχει και ο τουρκικός τακτικός στρατός, θα ονομαστούν από την ελληνική ιστοριογραφία «Μακεδονικός Αγώνας» και θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στις γεωπολιτικές ισορροπίες και εξελίξεις των Βαλκανίων.
Ο Μελάς περνά τα σύνορα
Τον Αύγουστο του 1904, ο Παύλος Μελάς περνά κρυφά, για τρίτη φορά, τα ελληνοτουρκικά σύνορα, που τότε βρίσκονταν στη Θεσσαλία. Ήταν εύπορος, αστός, αξιωματικός του ελληνικού στρατού, με καθήκοντα στη Σχολή Ευελπίδων. Είχε παντρευτεί τη Ναταλία Δραγούμη, κόρη του πρώην υπουργού Εξωτερικών Στέφανου Δραγούμη και αδερφή του Ίωνα και είχαν δύο παιδιά, τον Μιχαήλ (Μίκη) και τη Ζωή (Ζέζα).
Αποστολή του Παύλου Μελά, που από τα ονόματα των παιδιών θα δημιουργούσε το επιχειρησιακό ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, ήταν η κατασκοπική διερεύνηση των συνθηκών ζωής των αλύτρωτων Ελλήνων και η δημιουργία ένοπλων ελληνικών ομάδων ατάκτων. Μαζί του βρίσκεται 35μελής ομάδα Μακεδόνων και Κρητών.
Η προδοσία
Λίγες, όμως, μόνο ημέρες μετά την είσοδό τους σε οθωμανικό έδαφος, ένας από τους οδηγούς της ομάδας προδίδει τον Μελά και τους άνδρες του στους Οθωμανούς. Καταδιωκώμενοι, ύστερα από μέρες πεζοπορίας φτάνουν στο Λέχοβο.
Όπως γράφει ο Ηλίας Βενέζης στο «ΒΗΜΑ», ο Παύλος Μελάς «κινείται, με το αντάρτικο σώμα του περικυκλωμένος από εχθρούς, φανερούς και αγνώστους, Τούρκους και Βουλγάρους, μη ξέροντας πάντα που να στηριχθεί, με οδηγούς που πότε τον παραπλανούν, μέσα σε ενέδρες, σε μια φύση επιβλητική και άγρια, ανάμεσα σε Έλληνες φοβισμένους απ’ τον τρόμο των αντεκδικήσεων, πολλές φορές χωρίς τροφή, δαρμένος απ’ τον πυρετό και την κακοπάθεια. Και πρέπει να πάρει αποφάσεις που κάνουν αυτόν τον άντρα να λιποψυχή».
Οι τελευταίες στιγμές του Παύλου Μελά
Ο Βενέζης παραθέτει χρονικό του Ιωάννη Σ. Νοτάρη, το οποίο «συμπυκνώνει αυθεντικά τα συμβάντα»:
«Στις 13 Οκτωβρίου του 1904 με το παλαιό ημερολόγιο ο Παύλος Μελάς με το σώμα του ήταν στη Στάτιτσα. Κατά το απομεσήμερο η γυναίκα που τον φιλοξενούσε ήρθε να τον ειδοποιήση ότι Τουρκικός στρατός είχε ξεκινήσει απ’ το Κονομπλάτι για τη Στάτιτσα.
»Ο βούλγαρος αρχικομιτατζής Μήτρος Βλάχος είχε στείλει μια χωριάτισσα να πη στους Τούρκους πως τάχα στη Στάτιτσα κρυβόταν αυτός – ο Βούλγαρος – με τη συμμορία του. Οι Τούρκοι το πίστεψαν. Και νομίζοντας πως κυνηγάνε τον Βούλγαρο πέσανε πάνω στον Παύλο Μελά.
»Το τουρκικό απόσπασμα έφτασε έξω από την πόρτα του σπιτιού που κρύβονταν επτά άνδρες του Μελά και έπειτα στην πόρτα του σπιτιού που κρυβόταν ο ίδιος.
»Τότε ο Μελάς σημάδεψε κι έριξε απ’ το παράθυρο, ενώ οι Τούρκοι σκορπίστηκαν, έπιασαν θέσεις κι άρχισαν να πυροβολούν. Όταν οι πυροβολισμοί σταμάτησαν, κατέβηκαν όλοι κάτω, στο στάβλο, για να μην καούν αν οι Τούρκοι έβαζαν φωτιά στο σπίτι.
»Ξαφνικά ο Μελάς αντίκρυσε ένα Τούρκο στρατιώτη που πλησίαζε. Τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Ήταν κι όλας σούρουπο. Βγήκαν στην αυλή (…) Ακούστηκε τότε ένας πυροβολισμός κι η φωνή του Μελά που έλεγε: ‘Στη μέση με πήρε παιδιά’.
»Μπήκε πάλι μέσα στο στάβλο, ο Μελάς φώναξε τον Πύρζα κοντά του, έβγαλε το σταυρό απ’ το λαιμό του: ‘Το σταυρό να τον δώσης στη γυναίκα μου, και στο Μίκη το ντουφέκι μου και να τους πης πώς έκαμα το καθήκον μου. (…)
»Σε λίγο άρχισε να πονά: ‘Σκοτώστε με παιδιά. Πώς θα μ’ αφήσετε στους Τούρκους…’ Ο Πύρζας γονάτισε και τον φίλησε στο στόμα που τόνιωσε ψυχρο. ‘Εδώ είμαι καπετάνιο. Δεν σ’ αφήνουμε’, ‘Πονώ’, είπε πάλι και ξεψύχησε».
Η οικογένεια
Η Ναταλία Ιωαννίδη το γένος Μελά, εγγονή του Παύλου Μελά, κόρη της κόρης του, Ζωής, είχε μιλήσει στη Μαρία Θερμού και το «ΒΗΜΑ» στις 29 Ιανουαρίου 2012 για τους προγόνους της.
«»Ηταν πολύ ερωτευμένοι όταν παντρεύτηκαν. Μας είχε διηγηθεί η γιαγιά μου ότι, ενώ ήταν στο τρένο της Κηφισιάς πηγαίνοντας προς Αθήνα, συνοδευόμενη πάντα, είδε ξαφνικά έναν ιππέα μέσα στην ερημιά ο οποίος κάλπαζε παράλληλα με το τρένο, δίπλα στο βαγόνι της. Και αμέσως κατάλαβε ποιος ήταν, παρ’ όλο που εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ευκαιρίες για να μιλήσουν. Μετά πήγε ο πατέρας του, ο Μιχαήλ Μελάς, στον Στέφανο Δραγούμη και ζήτησε την κόρη του«, λέει η κυρία Ιωαννίδη.
»Η Ναταλία Μελά ελάχιστα μιλούσε στα εγγόνια της για τη δράση του άνδρα της.
«Η γιαγιά μου είχε ζήσει όλη την κακή πλευρά των πολιτικών και δεν ήθελε καθόλου να γίνεται καπηλεία του ονόματος του Μελά.
Είχε πολύ οξύ πνεύμα, έβλεπε τι κρύβεται πίσω από τα μεγάλα και παχιά λόγια και δεν ήθελε οι επόμενες γενιές που τα απλοποιούν όλα να ερμηνεύουν την ιστορία με όρους τωρινούς.
Γι’ αυτό υπάρχει η παρεξήγηση ότι ήταν εθνικιστική κίνηση ο Μακεδονικός Αγώνας».
»Πώς θα τον χαρακτήριζε η ίδια;
«Εγώ δεν είμαι ιστορικός, αλλά αν μη τι άλλο είμαι υποψιασμένη. Εκείνη την εποχή ήταν ο μόνος τρόπος για να δράσουν. Εχουν κατηγορηθεί ότι ήταν τέκτονες και ήταν πράγματι.
«Το Βήμα» προ ετών είχε δημοσιεύσει ένα ανάγνωσμα για τους έλληνες τέκτονες και ο Παύλος Μελάς ήταν ανάμεσά τους. Εκείνος όμως έπαιρνε από εκεί συστήματα μυστικότητας που τον βοήθησαν να οργανώσει το δίκτυό του και να δράσει. Βέβαια πρέπει να πω ότι ήταν αρκετά απλοϊκά τα πράγματα.
Πού οι σημερινές… κατασκοπείες. Εχω γράμματα για τον Μακεδονικό Αγώνα γραμμένα σε κώδικα, που ακόμη και εγώ κατάφερα να τα διαβάσω».