Καθώς ο πλανήτης θερμαίνεται ολοένα και περισσότερο, η καλλιέργεια καφέ, τσαγιού και οινοποιήσιμων αμπελιών γίνεται όλο και πιο δύσκολη υπόθεση. Στη λίστα των θυμάτων της κλιματικής αλλαγής έρχεται τώρα να προστεθεί και η μπύρα.

Μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε μόλις αυτή την εβδομάδα διαπίστωσε ότι η ξηρασία και οι υψηλότερες θερμοκρασίες ενδέχεται να οδηγήσουν σε μείωση της ποιότητας και της ποσότητας του λυκίσκου, του αρωματικού φυτού που δίνει στη μπύρα τη γεύση της. Μέχρι το 2050 στην Ευρώπη, σύμφωνα με τη μελέτη, οι αποδόσεις του παραδοσιακού αρωματικού λυκίσκου αναμένεται να μειωθούν κατά 4 έως 18 %. Η παραγωγή του όξινου λυκίσκου, ο οποίος προσδίδει στη μπύρα το χαρακτηριστικό της άρωμα, θα μειωθεί κατά 20 έως 31 %.

Φωτ.: Gerrie Van Der Walt/ Unsplash

Οι παραγωγοί λυκίσκου βλέπουν ήδη τις επιπτώσεις. Όπως δήλωσε στη Washington Post ένας από τους ερευνητές της νέας μελέτης,«τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε δει μια πτώση της ποιότητας του λυκίσκου». 

«Είμαι βέβαιος ότι μπορούμε να βρούμε έναν τρόπο να καλλιεργήσουμε λυκίσκο που, στο μέλλον, θα μπορεί να αντέχει σε αυτές τις συνθήκες», είπε αλλά την ίδια στιγμή πρόσθεσε:«Δεν μπορούμε να περιμένουμε μέχρι να καταρρεύσει η βιομηχανία».

Η καλλιέργεια του λυκίσκου απειλείται από την κλιματική αλλαγή/ Φωτ.: Bohdan Stocek/ Unsplash

Ο λυκίσκος είναι πιο δυσπροσάρμοστος από το σιτάρι ή το κριθάρι. Η καλλιέργειά του είναι πιο δύσκολη. Χρειάζεται πολλές ημέρες ηλιοφάνειας κατά τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου. Στη συνέχεια, χρειάζονται μερικοί μήνες με χαμηλότερες θερμοκρασίες και μικρότερες ημέρες για να ανθίσει και να παράγει το μέρος του φυτού που χρησιμοποιείται στην παρασκευή μπύρας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο λυκίσκος καλλιεργείται συνήθως σε ένα στενό φάσμα υψηλότερων γεωγραφικών πλατών, όπως στην κεντρική Ευρώπη και στον βορειοδυτικό Ειρηνικό.

Τη στιγμή που η κλιματική αλλαγή καθιστά πιο δύσκολη την καλλιέργεια λυκίσκου στην Ευρώπη, η ζητήση από μικρές αρτιζανάλ ζυθοποιίες που φτιάχνουν πιο περίπλοκες γευστικά μπύρες έχει εκτοξευθεί. Τα τελευταία χρόνια, η άνθηση της βιομηχανίας craft μπύρας σήμανε αυξημένη ζήτηση για λυκίσκο υψηλής ποιότητας για την παρασκευή IPAs και αρωματικών lagers.

Φωτ.: Fabio Alves/ Unsplash

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο λυκίσκος καλλιεργείται κυρίως στην κοιλάδα Yakima, όπου η υγρασία είναι χαμηλή και οι συνθήκες ιδανικές για το ιδιόρρυθμο φυτό. Πρόκειται για διαφορετικές συνθήκες από εκείνες της Ευρώπης – και υπάρχουν περισσότερες υποδομές για άρδευση, επειδή πρόκειται για μια περιοχή που έχει μάθει να αντιμετωπίζει συνθήκες χαμηλών βροχοπτώσεων. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως οι παραγωγοί λυκίσκου στις ΗΠΑ δεν έχουν επίσης περάσει μερικά δύσκολα καλοκαίρια.

Για τον όμιλο Carlsberg στην Κοπεγχάγη, ο πειραματισμός και η προσαρμογή δεν είναι κάτι καινούργιο – αλλά υπάρχει μια νέα αίσθηση επείγοντος. Αν και η εταιρεία ζυθοποιίας εγκατέλειψε την καλλιέργεια λυκίσκου λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα τελευταία χρόνια έχει επενδύσει εκ νέου στην έρευνα στον τομέα αυτό. Μέρος του έργου περιελάμβανε την ανάλυση της αλληλουχίας του πλήρους γονιδιώματος του λυκίσκου για την καλύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η καλλιέργεια θα μπορούσε να προσαρμοστεί ώστε να είναι πιο ανθεκτική στις νέες κλιματικές συνθήκες.

Η μεταβολή στην ποιότητα και την ποσότητα του λυκίσκου θα μπορούσε να επηρεάσει τη γεύση της αγαπημένης μας μπύρας/ Φωτ.: Missy Fant/ Unsplash

Είναι δύσκολο να πούμε ακριβώς πώς αυτές οι προκλήσεις για τους παραγωγούς λυκίσκου θα επηρεάσουν τους καταναλωτές. Η μεταβολή στην ποιότητα και την ποσότητα του λυκίσκου θα μπορούσε να επηρεάσει τη γεύση της αγαπημένης μας μπύρας ή θα μπορούσε απλώς να την κάνει πιο ακριβή, αν οι ζυθοποιοί αναγκαστούν να χρησιμοποιούν περισσότερο λυκίσκο για να έχουν το κατάλληλο γευστικό αποτέλεσμα.

«Θα ήταν έκπληξη αν βρίσκαμε τη χρυσή τομή, διότι οι αλλαγές είναι πραγματικά πολύπλοκες», δήλωσε ο Trnka στη Washington Post. Παρόλα αυτά, αισθάνεται αισιόδοξος για τις προοπτικές προσαρμογής της ευρωπαϊκής καλλιέργειας λυκίσκου.

Ίσως το πιο δύσκολο μέρος της εξίσωσης είναι ο περιορισμός της υπερθέρμανσης του πλανήτη. «Η προσαρμογή είναι δυνατή, αλλά μόνο αν η αύξηση της θερμοκρασίας διατηρηθεί σε λογικά επίπεδα», τόνισε ο Trnka.