Αυτοδιοικητικές εκλογές αύριο και πολύς λόγος γίνεται για τη συμμετοχή του κόμματος του Ηλία Κασιδιάρη «Ελεύθεροι Αθηναίοι». Το πράσινο φως για τη συμμετοχή έδωσε πριν μερικές εβδομάδες το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Με αυτή την αφορμή ζητήσαμε τη γνώμη ειδικών για το εάν η απαγόρευση εξτρεμιστικών κομμάτων και εν προκειμένω ακροδεξιών βοηθά πράγματι στη μη διάδωση της ακροδεξιάς ιδεολογίας. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Μιλάμε για ακροδεξιά, αλλά τι σημαίνει ακροδεξιά; Πώς ορίζεται;
Ρωτήσαμε τον ιστορικό και διευθυντή της πρωτοβουλίας «ΣΗΜΕΙΟ για τη Μελέτη και την Αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς» Κωστή Παπαϊωάννου, ο οποίος απαντά στην Deutsche Welle: “Μπορεί κανείς να μιλήσει για το φαινόμενο, στο οποίο εμπεριέχεται μια σειρά από ιδέες που διαχρονικά απαντώνται σε χώρους φίλα προσκείμενους στον εθνικισμό, στον φυλετικό ή άλλο ρατσισμό, στην ιδέα της ανωτερότητας κάποιας φυλής. Ένα σύνολο δηλαδή από αντιδραστικές ιδέες και από αμφισβήτηση του κοινοβουλευτισμού. Παρόλα αυτά, στο εσωτερικό αυτού που λέμε ακροδεξιά υπάρχουν ισχυρές διαφοροποιήσεις. Δηλαδή υπάρχει απόσταση ανάμεσα σε σκληρές, βίαιες νεοναζιστικές ομάδες και στην πιο καθωσπρέπει ακροδεξιά, η οποία έχει εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια”.
Ένας εκ των υποψηφίων για τον Δήμο της Αθήνας είναι ως γνωστόν ο Ηλίας Κασιδιάρης, ο οποίος για τη δράση του με την Χρυσή Αυγή καταδικάστηκε πρωτόδικα σε κάθειρξη 13 ετών και 6 μηνών για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης. Δεν είναι όμως περίεργο ένας έγκλειστος στις φυλακές να επιτρέπεται να συμμετέχει στην εκλογική διαδικασία;
Ο κ. Σπύρος Βλαχόπουλος, καθηγητής Συναταγματικού Δικαίου στη Νομική Αθηνών απαντά στην Deutche Welle, τι ακριβώς ισχύει: “Όσον αφορά τις δημοτικές εκλογές, δεν υπάρχει στη νομοθεσία, η οποία ισχύει, κάποιο κώλυμα συμμετοχής στις εκλογές. Αυτό όμως το οποίο προβλέπεται στην κείμενη νομοθεσία είναι ότι εάν κάποιος έχει καταδικαστεί για κάποια αδικήματα κακουργηματικού χαρακτήρα, όπως είναι μεταξύ άλλων και η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, τότε τίθεται σε αργία. Άρα λοιπόν και να εκλεγεί, καταλαβαίνετε, στην περίπτωση αυτή δεν συμμετέχει ούτε στις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου, ούτε πουθενά.”
Μια περίεργη νομική αντίφαση αφού θεωρητικά θα μπορούσε να αναδειχθεί δήμαρχος αλλά τελικά δεν θα μπορούσε να ασκήσει τα καθήκοντά του. Ο κ. Βλαχόπουλος συμφωνεί με την παρατήρηση και δηλώνει πως: “Ειδικά όσον αφορά τις δημοτικές εκλογές, επαναλαμβάνω ειδικά όσον αφορά τις δημοτικές εκλογές, δεν θα ήταν κατά την άποψή μου αντισυνταγματική μία ρύθμιση, η οποία θα απαγόρευε σε κάποιον, που έχει καταδικαστεί έστω και σε πρώτο βαθμό για κακούργημα, να συμμετάσχει στις αυτοδιοικητικές εκλογές.”
Τα υψηλά ποσοστά της ακροδεξιάς
Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις οι “Ελεύθεροι Αθηναίοι” φαίνεται να συγκεντρώνουν υψηλά ποσοστά και μάλιστα διψήφια. Ο κ. Κωστής Παπαϊωάννου μας επιβεβαιώνει ότι πράγματι ένας σκληρός πυρήνας που συμμερίζεται ακροδεξιές θέσεις κυμαίνεται γύρω στο 7%, όμως η διάχυση των ιδέων τους στην κοινωνία αγγίζει ακόμα και το 20%.
Όσον αφορά την ιστορία της ακροδεξιάς στην Ελλάδα, οι ρίζες της είναι παλιές και μάλλον βαθιές: “Μπορεί κανείς έτσι συμβολικά να μιλήσει για την πρώτη εμφάνιση, την ισχυρή, με αντισημιτικά χαρακτηριστικά, στην 3Ε στη Θεσσαλονίκη, την οργάνωση του Μεσοπολέμου, η οποία έκανε και βίαιες επιθέσεις εναντίον εβραϊκών συνοικιών. Ακροδεξιά, με την έννοια που τη συζητάμε, δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει και σε ώσμωση με το βαθύ κράτος, με παρουσία σε κρατικούς μηχανισμούς κατά περιόδους πολύ πιο ισχυρή. Αναφέρομαι φυσικά στην εμφυλιακή και μετεμφυλιακή περίοδο αλλά και στη δικτατορία και στη μεταδικτατορική εποχή”
Πολύς λόγος όμως γίνεται και για την απαγόρευση των ακροδεξιών κομμάτων ως μοχλό πίεσης με απώτερο στόχο την εξάλειψη ενδεχομένως της ακραίας αυτής ιδεολογίας. Στην Ελλάδα βεβαίως είναι ακόμα βαθιές οι πληγές από την απαγόρευση στο παρελθόν των κομμουνιστικών κομμάτων με τις γνωστές συνέπειες. Σήμερα όμως μια τέτοια απαγόρευση θα μπορούσε να είναι αποτελεσματική; Ο κ. Παπαϊωάνου, ειδικός μελετητής του ακροδεξιού φαινομένου, απαντά:
“Αυτό που έχει αποδειχθεί είναι ότι οι απαγορεύσεις πρέπει να γίνονται, να υπάρχει ένα πλαίσιο το οποίο να τηρείται με συνέπεια και κυρίως έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία ο χρόνος. Εάν δεν γίνει έγκαιρα, τότε η απαγόρευση λειτουργεί αντίστροφα. Αυτό στην Ελλάδα το είδαμε με τον πιο πανηγυρικό τρόπο, δηλαδή υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση μετά την καταδικαστική απόφαση στη δίκη της Χρυσής Αυγής να υπάρξει το επόμενο βήμα. Και έγινε με τρομερές παλινωδίες και μάλλον με μία ιδιαίτερη προχειρότητα… Εγώ είμαι πάρα πολύ επιφυλακτικός με τις απαγορεύσεις και νομίζω ότι η πρόσφατη ιστορική εμπειρία το επιβεβαιώνει”.
Το πολύ σημαντικό παράδειγμα της Γερμανίας
Παρόμοια και η άποψη του συνταγματολόγου κ. Σπύρου Βλαχόπουλου, ο οποίος θεωρεί ότι η απαγόρευση γενικότερα προσδίδει “ένα πέπλο γοητείας”: “Αυτό συνέβη και στις εκλογές του Ιουνίου του 2023, όπου ναι μεν απαγορεύτηκε η κάθοδος στις βουλευτικές εκλογές του κόμματος του Κασιδιάρη, παρόλα ταύτα όμως εκείνος δήλωσε ότι στηρίζει τους Σπαρτιάτες και με τις τρεις αυτές λέξεις ουσιαστικά συνέβαλε στην είσοδο των Σπαρτιατών με ένα μεγάλο ποσοστό 4,68% στο κοινοβούλιο. Είναι προτιμότερο, κατά την άποψή μου, να πολεμάς πολιτικά τους εχθρούς της δημοκρατίας”.
Ο κ. Βλαχόπουλος μάλιστα επιμένει στο παράδειγμα της Γερμανίας, το οποίο πιστεύει ότι θα πρέπει να μελετηθεί περισσότερο στην Ελλάδα Το Συνταγματικό Δικαστήριο στη Γερμανία μπορεί να απαγορεύσει ακραία πολιτικά κόμματα: “Χρήση αυτών των ρυθμίσεων έχει κάνει το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας τη δεκαετία του 1950, απαγορεύοντας και το Κομμουνιστικό και το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα. Οι αποφάσεις όμως αυτές του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές γιατί τις επόμενες μέρες επανιδρύθηκαν τα ίδια κόμματα με παραπλήσια ονομασία. Άρα λοιπόν, νομίζω ότι το παράδειγμα της Γερμανίας είναι πάρα πολύ σημαντικό, γιατί κατά την άποψή μου τουλάχιστον, επιβεβαιώνει αυτό που ανέφερα πριν περί της αναποτελεσματικότητας της όποιας απαγόρευσης των πολιτικών κομμάτων”.
Τέλος, θα κλείσουμε με την παρατήρηση του κ. Παπαϊωάνου ότι το μέγα πρόβλημα σήμερα είναι ότι υπάρχει μια κανονικοποίηση του ακροδεξιού λόγου, μια αποδοχή, σε ευρύτερα ακροατήρια. Και αυτό το βλέπουμε και με το κόμμα της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, της Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία και φυσικά του κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία.