Η ελληνική Ιστορία είναι ένα χρονικό μεγάλων και αγεφύρωτων αντιθέσεων. Εμφύλιες συγκρούσεις ξέσπασαν ακόμα και κατά τη διάρκεια εθνικών αγώνων για ανεξαρτησία ή απελευθέρωση από ξένους κατακτητές. Αλλά, και σε καιρούς ειρήνης, το πολιτικό σκηνικό στη χώρα θα μπορούσε να περιγραφεί σαν μανιχαϊκό δίπολο όπου το «απόλυτο καλό» μαχόταν για την εξουσία ενάντια στο «απόλυτο κακό». Η ψύχραιμη και υπερβατική σύνθεση (φαινομενικά) αντίθετων πολιτικών θέσεων δεν ταίριασε ποτέ με τον εκρηκτικό μεσογειακό χαρακτήρα μας…
Η δεκαετία του ’60 χαρακτηρίστηκε από τέτοιες ακραίες αντιθέσεις. Κι αυτές γέννησαν πολιτικά τέρατα, με κορυφαίο τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Σκοτεινός υπήρξε, αναμφίβολα, ο ρόλος των Ανακτόρων, με αποκορύφωμα την θεσμική κρίση του 1965 που οδήγησε στην πτώση μίας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης και προετοίμασε την έλευση της δικτατορίας.
Σκοτεινότερη όλων, την εποχή εκείνη, φαντάζει μία γυναικεία μορφή που, για ένα μεγάλο μέρος των δημοκρατικών συνειδήσεων, συμβόλισε και συνεχίζει να συμβολίζει το απόλυτο κακό στη νεότερη ελληνική Ιστορία. Η ιστορική απόσταση, εν τούτοις, μας επιτρέπει τώρα να υπερβούμε για μια στιγμή την δαιμονική εικόνα της και να αναδείξουμε, δίχως ταμπού, μία άλλη, λιγότερο γνωστή πλευρά της αμφιλεγόμενης αυτής προσωπικότητας. Έτσι τουλάχιστον όπως την πληροφορήθηκα μέσα από μία απρόσμενη συζήτηση κάτω από τον λόφο του Φιλοπάππου…
Περπατώντας στη «Συνοικία το Όνειρο»…
H ταινία, γκρίζα και καταθλιπτική όσο λίγες στο είδος της, μου ασκεί πάντα μία παράξενη γοητεία. Και το μέρος που γυρίστηκε αποτελεί σταθερή πρόκληση για τους απογευματινούς περιπάτους μου. Μιλώ για το νεορεαλιστικό αριστούργημα του Αλέκου Αλεξανδράκη με τον μελαγχολικά ειρωνικό τίτλο «Συνοικία το Όνειρο» (1961).
Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στην περιοχή του «Ασύρματου», ανάμεσα στα Άνω Πετράλωνα και τον λόφο του Φιλοπάππου. Την εποχή των γυρισμάτων υπήρχαν ακόμα μερικές παράγκες από τον συνοικισμό των προσφύγων που είχαν έρθει το 1922 από την Αττάλεια, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Σιγά – σιγά οι παράγκες αντικαταστάθηκαν από τα «πέτρινα σπίτια», που χτίστηκαν με πρωτοβουλία της τότε βασίλισσας Φρειδερίκης.
Οι παρεμβάσεις της Φρειδερίκης στην πολιτική ζωή του τόπου είναι ένα ζήτημα που έχει συζητηθεί εξαντλητικά, και δεν πρόκειται να μας απασχολήσει εδώ. Ας την κρίνει η Ιστορία… Θα μεταφέρω, απλά, αυτά που άκουσα το καλοκαίρι από κάτοικο της περιοχής, εγγονό προσφύγων από την Αττάλεια (τέτοια συναπαντήματα μου προκαλούν ιδιαίτερη συγκίνηση, αφού κι εγώ εγγονός προσφύγων είμαι).
Μία απρόσμενη «συνέντευξη»
Εκείνο το απόγευμα είχα πάει στα «πέτρινα», κάτω από τον περιφερειακό του Φιλοπάππου, για να βγάλω μερικές φωτογραφίες. Έξω από ένα σπίτι καθόταν ένας άντρας γύρω στα 75. Τον ρώτησα αν θα πείραζε να φωτογραφίσω το σπίτι του. «Βγάλε όσες φωτογραφίες θες», μου απάντησε πρόθυμα. Μετά πιάσαμε κουβέντα για την ιστορία του συνοικισμού. «Πρώτα ζούσαμε σε παράγκες και μετά μπήκαμε να ζήσουμε σαν άνθρωποι σ’ αυτά τα σπίτια», ξεκίνησε να λέει. «Κι ας μείναμε φτωχοί… Ας είναι καλά η βασίλισσα που ενδιαφέρθηκε για μας!»
Αυτό δεν με εντυπωσίασε ιδιαίτερα. Η συνέχεια, όμως, πραγματικά με ξάφνιασε:
«Το ξέρεις ότι ερχόταν εδώ κι επισκεπτόταν τους πρόσφυγες; Ούτε φωτογραφίες, ούτε δημοσιογράφοι, τίποτα! Μόνο δυο – τρεις σωματώδεις τύποι ήταν μαζί, που τη φυλάγανε. Πήγαινε στα σπίτια, έπινε καφέ και έπιανε κουβέντα, σαν να ‘τανε γειτόνισσα. Να, εδώ πιο κάτω που είναι εκείνο το σπίτι πήγαινε πιο πολύ.»
Η ιστορία έχει και… αθλητικό ενδιαφέρον:
«Μια φορά είχε πάει στην αλάνα, να δει τα αγόρια που έπαιζαν μπάλα. Τι μπάλα, δηλαδή; Από κουρέλια την είχαν φτιάξει! Κάποια στιγμή η μπάλα ήρθε στα πόδια της. Ένας ψηλός πήγε να την πάρει, και τότε εκείνη του λέει: ‘Με τέτοια μπάλα παίζετε εδώ;’ Κάτι ψιθύρισε σε έναν από τη συνοδεία της, κι εκείνος έφυγε αμέσως. Όταν ξαναγύρισε κρατούσε τρεις μπάλες δερμάτινες. Ξέρεις τι σήμαινε δερμάτινη μπάλα εκείνη την εποχή; Τα παιδιά ένιωσαν σαν να έπαιζαν τώρα σε παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου!»
Ευχαρίστησα τον ευγενικό κύριο για την κουβέντα και συνέχισα την φωτογραφική περιδιάβαση στα «πέτρινα»…
Γνωρίζω τις ενστάσεις, είναι σαν να τις ακούω ήδη: «Η αποκατάσταση των προσφύγων στου Φιλοπάππου δεν ήταν πράξη φιλανθρωπίας. Εντάσσεται στην πολιτική ‘βιτρίνας’ του τότε καθεστώτος. Και, στο κάτω – κάτω, η βασίλισσα δεν τα έβαλε από την τσέπη της, λεφτά του ελληνικού λαού ήταν!»
Δεν προτίθεμαι να αποδυθώ σε αναδρομικές δίκες προθέσεων. Άλλωστε, δεν είμαι ιστορικός. Παρέθεσα κάποια πράγματα που άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά και τα μεταφέρω εδώ όσο πιστά μπορώ να τα θυμηθώ. Ίσως κι από μία ενδόμυχη ανάγκη να θέσω σε αμφισβήτηση τη μανιχαϊκή βεβαιότητά μας πως στην Ιστορία υπάρχει μόνο το απόλυτο καλό και το απόλυτο κακό.
Οφείλω πάντως να ομολογήσω ότι αυτή ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που ένιωσα ένα κάποιο αίσθημα συμπάθειας για τη Φρειδερίκη. Τη μόνη γυναίκα που δεν κατόρθωσε να δαμάσει με την προσωπική του γοητεία ο Καραμανλής. Αν και κάποιες γλώσσες λένε πως, πίσω από την παράλογη οργή ίσως να κρύβονταν – ένθεν και ένθεν – ανεκπλήρωτοι πόθοι…