Το θέμα της μεγαλύτερης εμπλοκής των κομματικών μελών στις διαδικασίες ενός κόμματος, απασχόλησε διαχρονικά. Η μεγαλύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση που συνεπάγεται η διευρυμένη συμμετοχή, όπως και το τεκμήριο εγκυρότητας κάθε παραγόμενης πολιτικής πρότασης, καθιστά την τάση αυτή κυρίαρχη, σε κάθε κόμμα που σέβεται τα δημοκρατικά προτάγματα. Η εμπλοκή αυτή δεν θα μπορούσε να μην αφορά και τη διαδικασία εκλογής ηγεσίας.
Περάσαμε λοιπόν σταδιακά, από τις πιο κλειστές διαδικασίες, των ποικίλων ζυμώσεων και συγχωνεύσεων που κατέληγαν σε κάποιο Συνέδριο που αποφάσιζε κυριαρχικά σε πιο ανοιχτά συστήματα, ώσπου φτάσαμε στις εντελώς ανοιχτές εκλογές, με τον τρόπο που την είδαμε και πρόσφατα, όπου ακόμα και ηλικιακά φτάσαμε σε πρωτοφανή επίπεδα, δίχως ενδεχομένως επαρκή τεκμηρίωση ή προγενέστερη ωρίμανση.
Η δικαιολογία ήταν πως με τον τρόπο αυτό «σπάνε» τα σκληρά συστήματα, οι κομματικοί στρατοί και οι μεθοδεύσεις, οι άτυπες και συνήθως «ανίερες» συμμαχίες κορυφής και δίνονται αληθινές ευκαιρίες στον όποιο αέρα ανανέωσης, στην αδιαμεσολάβητη (λέξη της μόδας) επικοινωνία με την κοινωνία και την αμεσότερη αξιοποίηση πιο φρέσκων ιδεών. Στη θεωρία, μια πολύ καλή ιδέα, πολλά υποσχόμενη. Στην πράξη, όπως εφαρμόζεται, ίσως εμφανίζει κενά.
Στα εγχώρια πολιτικά πράγματα την ιδέα την πραγμάτωσε για πρώτη φορά ο Γιώργος Παπανδρέου, με την εκλογή του το 2004. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό, κι ας ήταν μοναδικός υποψήφιος, με τη συμμετοχή 1.000.000 μελών και φίλων του ΠΑΣΟΚ. Στην πορεία, λόγω ακριβώς της δημοκρατικότητας που κατά τεκμήριο έφερε η διαδικασία, υιοθετήθηκε σταδιακά και από τα υπόλοιπα μεγάλα κόμματα, κυρίως του ευρωπαϊκού λεγόμενου τόξου. Άλλα κόμματα, όπως πχ το ΚΚΕ, πιο συγκεντρωτικά στη φιλοσοφία, διατήρησαν το «παραδοσιακό» σύστημα, της κλειστής, εν πολλοίς ελεγχόμενης, εκλογής, χωρίς να προβληματιστούν ιδιαίτερα.
Επιφυλάξεις για το «νέο» σύστημα είχαν ήδη διατυπωθεί εξαρχής. Το άνοιγμα σε διευρυμένο εκλογικό σώμα προσφέρει αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματα, που συνηγορούν υπέρ της δημοκρατικότητας. Την εγγυάται όμως από μόνη της, μια διαδικασία χωρίς λοιπές εγγυήσεις; Και είναι το μόνο ζητούμενο από μια κομματική διαδικασία; Ποια η σχέση που οφείλουν να έχουν οι συμμετέχοντες σε μια τέτοια, κορυφαία διαδικασία, με το ίδιο το κόμμα; Μπορεί να είναι εντελώς χαλαρή; Αρκεί απλώς η εμφάνιση τη μέρα της ψηφοφορίας, δίχως άλλους κομματικούς δεσμούς ή «προϋπηρεσία» και δίχως καμία δέσμευση για το μέλλον; Κάθε συλλογικότητα, από εταιρεία, σωματείο, έως…πολυκατοικία, θέτει όρους σε παρόμοιες διαδικασίες και είναι εύλογο.
Μπορούν τα κόμματα, οι εν δυνάμει Κυβερνήσεις, να είναι τόσο αδιάφορα σε αυτό το σημείο; Ναι, οι σκληροί μηχανισμοί ενός Συνεδρίου, σπάνε σημαντικά σε μια ανοιχτή διαδικασία. Πλην όμως η «πολιτικότητα» της διαδικασίας, οι ιδεολογικές μάχες και πλατφόρμες, χαλαρώνουν, υπέρ μιας πιο επικοινωνιακής προσέγγισης που προσεγγίζει και εδώ τους όρους ενός star system, με την αναγνωρισιμότητα ή την απλή φωτογένεια να ανάγονται σε βασικά προσόντα. Από το χώρο των ιδεών και της πολιτικής μάχης, περνάμε ενδεχομένως σε πεδία όπου η οικονομική-μιντιακή ισχύς μεγιστοποιεί τη σημασία της. Το βασικότερο όμως είναι πως σε αυτήν την κορυφαία διαδικασία δίνεται η δυνατότητα παρείσφρησης «εξωτικών» παικτών, άσχετων επί της ουσίας με τον όποιο χώρο, τις παραδόσεις και τις αξίες του, με συνέπεια τον κίνδυνο βασικής αλλοίωσης της ίδιας της φυσιογνωμίας του.
Και αυτό δεν είναι «έγκλημα» καθαυτό, κάποτε αποτελεί και ζητούμενο. Αλλά όχι με αυτόν τον βίαιο, στιγμιαίο τρόπο. Αλλαγές τόσο ριζικές θα απαιτούσαν βαθύτερες ζυμώσεις και διαδικασίες και συνειδητές, συλλογικές αποφάσεις. Παραχωρώντας το δικαίωμα σε πρόσωπα δίχως σχέση με το όποιο κόμμα, να καθορίζουν την ηγεσία του, ανοίγει η πόρτα, με δημοκρατική επίφαση, σε μια ιδιότυπη, χαώδη ρευστότητα, δυνητικά απειλητική. Κι αυτό γιατί δυνητικά φαλκιδεύει το μήνυμα προς το εν γένει εκλογικό σώμα, από το οποίο αφαιρείται ένα θεσμικό φίλτρο, μια «διύλιση» που απλοποιεί τη δική του απόφαση. Θα μπορούσε να σταθεί πχ η περίπτωση οι οπαδοί του Παναθηναϊκού, να μπορούσαν, αν το ήθελαν, να επηρεάσουν τις εξελίξεις στον Ολυμπιακό ή αντίστροφα;
Τα είδαμε όλα τα ανωτέρω στην περίπτωση εκλογής του κ. Κασσελάκη, που χαρακτηρίστηκε ακόμα και πολιτικό «ρεσάλτο», τα απόνερα του οποίου έπονται. Η αδιαμεσολάβητη δημοκρατία είναι πρόοδος, αλλά δεν είναι πανάκεια για κάθε νόσο. Δεν είναι τυχαίο πως η Δημοκρατία μας εν γένει είναι αντιπροσωπευτική και εναποθέτει θέματα ευρύτερης σημασίας στη λειτουργία θεσμών, σφυρηλατημένων μέσα από αργόσυρτες διαδικασίες δεκαετιών. Γιατί μην έχουμε αμφιβολία, αν σε όλα αποφάσιζαν «αμεσοδημοκρατικά» ευρύτερες μάζες, σε εποχές έντονου συναισθματικού φορτίου πολλές εγγυήσεις θα κάμπτονταν.
Γι’ αυτό πχ και τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν τίθενται υπό παρόμοια κρίση, παρά τα διαφυλάσσουν άλλοι θεσμοί, που λογοδοτούν με πιο πολύπλοκους δημοκρατικούς μηχανισμούς. Ένα πιο δομημένο πλαίσιο λοιπόν (σαν την αυστηρά οριοθετημένη κοίτη ενός ποταμού), που εξασφαλίζει στενότερη σύνδεση του εκλογικού σώματος με τον ίδιο το χώρο για τον οποίο καλείται να αποφασίσει, ίσως τελικά σχετίζεται εντονότερα με την όποια δημοκρατική ουσία. Τα κόμματα είναι πυλώνας της Δημοκρατίας και οφείλουν να διαφυλάσσουν ακόμα και τη σοβαρότητά τους, γιατί αυτή τελικά εγγυάται ακόμα και την ποιότητα της παραγόμενης από αυτά πολιτικής, που καλείται να εγκρίνει η λαϊκή κυριαρχία.
Τα κομματικά μέλη μπορούν να εμπλακούν σε πλείστες όσες διαδικασίες, να λάβουν πλήθος αποφάσεων. Ίσως η εκλογή Αρχηγού, να θέλει μια πιο σφιχτή διαδικασία. Ενόψει του διακυβεύματος, ενδιαφέρουσα παραμένει η άσκηση, χωρίς δημοκρατικές εκπτώσεις, να βρεθεί εκείνη η ισορροπία που θα διασφαλίζει τα οφέλη της ανοικτότητας, σε δομημένο όμως περιβάλλον, μεγαλύτερης λογικής συνέπειας και πολιτικής ευθύνης.
Νίκος Κασκαβέλης, Δικηγόρος (ΜΔΕ, ΜSc)