Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών η γνωστή ηθοποιός Μαίρη Χρονοπούλου.
Η ηθοποιός νοσηλευόταν για αρκετές μέρες στη ΜΕΘ του Ευαγγελισμού μετά από πτώση στο σπίτι της που της προκάλεσε σοβαρά τραύματα στο κεφάλι.
Η γνωστή ηθοποιός είχε πέσει από σκαλιά, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρά τραύματα στο κεφάλι και να διασωληνωθεί.
Η Μαίρη Χρονοπούλου άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
Γεννήθηκε το 1933 στην Αθήνα, όπου και μεγάλωσε. Αποφοίτησε από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, στο οποίο εμφανίστηκε στις ομάδες του χορού, σε αρχαία δράματα.
Το 1957 άρχισε να συνεργάζεται με το ελεύθερο θέατρο, κάνοντας εμφανίσεις στο Ακροπόλ στα έργα των Αλέκου Σακελλάριου-Χρήστου Γιαννακόπουλου «Η Κυρία» και «Ρομάντζο μιας Καμαριέρας».
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε σαν κομπάρσα στο Χαρούμενο ξεκίνημα του Ντίνου Δημόπουλου, το 1954, σε παραγωγή της Φίνος Φιλμ
Τις δεκαετίες του 1960 και 1970 διακρίθηκε ως μία από τις πιο δημοφιλείς και σημαντικές Ελληνίδες ηθοποιούς. Η ψιλόλιγνη αριστοκρατική της φιγούρα δεν περνούσε απαρατήρητη, ενώ οι ρόλοι που υποδύθηκε τόσο σε μιούζικαλ όσο και σε κοινωνικές ταινίες είχαν μεγάλη απήχηση. Ξεχωρίζουν οι ερμηνείες της στις ταινίες «Τα κόκκινα φανάρια» (1963) του Β. Γεωργιάδη (υποψήφια για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας στην 36η απονομή των βραβείων το 1964 σε παραγωγή Δαμασκηνού-Μιχαηλίδη), «Χωρίς ταυτότητα», (1963, Φίνος Φιλμ), «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» σε σκηνοθεσία του Βασίλη Γεωργιάδη και σενάριο Νίκου Φώσκολου, (υποψήφια για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας στην 38η απονομή των βραβείων το 1966), «Πολύ αργά για δάκρυα» του Γιάννη Δαλιανίδη (1968, Φίνος Φιλμ), «Όταν η πόλις πεθαίνει» σε σενάριο Νίκου Φώσκολου και σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη (1969, Φίνος Φιλμ), «Οι αδίστακτοι» του Ντίνου Κατσουρίδη (1965, Σάβας Φιλμ), «Κοινωνία ώρα μηδέν» του Ντίνου Δημόπουλου (1966, Φίνος Φιλμ), «Η λεωφόρος του μίσους» (1968, Φίνος Φιλμ) και «Ορατότης μηδέν» του Νίκου Φώσκολου (1970, Φίνος Φιλμ).
Ανάμεσα σε αυτές τις κοινωνικές και δραματικές ταινίες εμφανίστηκε σε τρία μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, παραγωγής Φίνος Φιλμ: «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Μια κυρία στα μπουζούκια» και «Γοργόνες και μάγκες». Ιδιαίτερα στο «Μια κυρία στα μπουζούκια» σαγήνευσε το κοινό με το ακαταμάχητο στυλ και ταμπεραμέντο της τόσο υποκριτικά όσο και ερμηνεύοντας δύο από τις μεγάλες επιτυχίες των τραγουδιών του ελληνικού κινηματογράφου, το «Είμαι γυναίκα του γλεντιού» και το «Του αγοριού απέναντι».
Στη θεατρική της καριέρα, συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους θιάσους της Αθήνας και έπαιξε με την ίδια ερμηνευτική ικανότητα σε όλα τα είδη θεάτρου. Το 1972 συγκρότησε το δικό της θίασο με τον οποίο ανέβασε τα έργα: «Τι ώρα θα γυρίσεις, Πηνελόπη» του Σόμερσετ Μομ και «Ένα καυτό κορίτσι» του Ιάκωβου Καμπανέλη.
Είχε στο ενεργητικό της σημαντικές ερμηνείες και στο νέο ελληνικό κινηματογράφο, όπως στις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Οι κυνηγοί» και «Ταξίδι στα Κύθηρα», ενώ κέρδισε το βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με την ταινία «Τα παιδιά της χελιδόνας» του Κώστα Βρεττάκου, το 1987.
Στις 16 Ιουνίου 2021 η Μαίρη Χρονοπούλου τιμήθηκε με το Βραβείο Συνολικής Προσφοράς στην Τελετή Απονομής των Βραβείων ΙΡΙΣ από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου. Το βραβείο παρέδωσε ο πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, Σπύρος Μπιμπίλας, μαζί με τον πρόεδρο της Ακαδημίας, Γιώργο Τσεμπερόπουλο, στην ηθοποιό που με την «ρώμη της παρουσίας της σφράγισε μια σειρά κινηματογραφικών ειδών», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Πού είναι το βραβείο μου; Βαρύ πολύ! Τον κινηματογράφο τον λάτρεψα από την πρώτη στιγμή κι αυτός με αγάπησε με τη σειρά του δεν μπορώ να πω. Κι ο κινηματογράφος μου έδωσε μεγάλες χαρές. Μου αρέσει να παίρνω βραβεία και ευχαριστώ την Ακαδημία που μου το χάρισε. Δείξτε μου έναν άνθρωπο που να μην του αρέσει να παίρνει βραβεία και θα σας δείξω έναν μεγάλο ψεύτη. Σας ευχαριστώ πολύ που ήρθατε εδώ απόψε. Αλήθεια σας ευχαριστώ, θα κλάψω» είχε δηλώσει η ίδια παραλαμβάνοντας το βραβείο της, ενώ στο τέλος πρόσθεσε: «Αυτό το χειροκρότημα το δέχομαι για το ότι μετά από τόσα χρόνια ανέβηκα και πάλι στη σκηνή και μάλιστα με μπαστούνι».