Στις 5 Οκτωβρίου 1912 ξεκινά ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος (Οκτώβριος 1912 – Μάιος 1913), ο οποίος  μέσω του Β’ Βαλκανικού Πολέμου (Ιούνιος – Ιούλιος 1913) θα μεταμορφώσει την Ελλάδα.

Μέσα σε λίγους μήνες, θα διπλασιαστεί, σχεδόν, ο πληθυσμός της (από 2.631.952 σε 4.718.221 κατοίκους) και η έκταση των εδαφών της (από 63.211 τ.χμ. σε 120.308 τ.χμ).

Συγκεκριμένα, μετά το τέλος του Β’ Βαλκανικού και τη συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 28 Ιουλίου 1913, η Ελλάδα είχε πλέον εξασφαλίσει το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας, τη νότια Ήπειρο, σημαντικά νησιά στο Βορειοανατολικό Αιγαίο (Θάσος, Σαμοθράκη, Λήμνος, Λέσβος, Χίος, Σάμος, Ικαρία) και την Κρήτη.

Ας επιστρέψουμε στην 5η Οκτωβρίου 1912, την ημέρα δηλαδή που ο ελληνικός στρατός περνά τη συνοριακή γραμμή Ελλάδος – Τουρκίας στη Θεσσαλία με πορεία προς Ηπείρο και Μακεδονία και σκοπό να απελευθερώσει τους αλύτρωτους Έλληνες που συνέχιζαν να ζουν υπό τον οθωμανικό ζυγό.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε από πολύ νωρίς αντιληφθεί ότι τα συμφέροντα της Ελλάδας για μια επιτυχημένη προσπάθεια απελευθέρωσης της Μακεδονίας και των άλλων περιοχών απαιτούσε συνεργασία με τους υπόλοιπους βαλκανικούς χριστιανικούς λαούς.

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 20.1.1931, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Όπως γράφει ο Γεώργιος Βεντήρης, στο μνημειώδες ιστορικό του έργο «Η ΕΛΛΑΣ ΤΟΥ 1910 -1920», που δημοσιεύθηκε από το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» τον Ιανουάριο του 1931:

«Εικοσιπενταετής δικηγόρος ο Βενιζέλος έγραφεν εις την εφημερίδα «Λευκά Όρη» των Χανίων υπέρ της συμπράξεως των χριστιανών της Βαλκανικής. Αργότερα συνεβούλευε το πατριαρχείον να ικανοποιήση τας σερβικάς απαιτήσεις εις το ζήτημα του διορισμού επισκόπων. Οι φίλοι του τον ήκουαν εις το Θέρισον να λέγη ότι μόνο ο συνασπισμός των βαλκανικών θα έλυε το ανατολικόν πρόβλημα»

Πριν τους Βαλκανικούς

Προτού όμως φτάσει η Ελλάδα στο απελευθερωτικό έπος των Βαλκανικών Πολέμων είχαν συμβεί κομβικότατης σημασίας γεγονότα.

Το 1897, η συντριβή των Ελλήνων από τους Τούρκους στον λεγόμενο «Ατυχή Πόλεμο» είχε πληγώσει βαριά το ηθικό των Ελλήνων.

Το 1908, η επικράτηση του Κινήματος των Νεοτούρκων, παρά τις περί του αντιθέτου αρχικές προσδοκίες, οδηγεί σε διώξεις των χριστιανικών πληθυσμών των Βαλκανίων.

Τέλος, το 1909 το «Κίνημα του Γουδί» έφερε τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο τιμόνι της χώρας καθώς και την αναγκαία αναδιάρθρωση στο ελληνικό στράτευμα. Στα επόμενα δύο χρόνια η πολεμική προπαρασκευή της Ελλάδα προχωρούσε. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία «ο μεγάλος ασθενής», όπως την αποκαλούσαν, ήταν φανερό ότι κατέρρεε στα Βαλκάνια. Αυτό όμως δεν σήμαινε πως η Ελλάδα ήταν σε θέση να ενεργήσει χωρίς συμμάχους.

Λαϊκή λιθογραφία για το Κίνημα στο Γουδί

«Όσο εν τούτοις και αν εγίνετο ισχυρά η Ελλάς δεν ηδύνατο να μονομαχήση με την Τουρκίαν. Ώφειλε να θυσιάση μέρος των εθνικών της βλέψεων υπέρ των άλλων χριστιανικών κρατών της χερσονήσου. Μόνον έτσι δεν θα τας έβλεπε ματαιουμένας εξ’ ολοκλήρου»

Το Πάσχα του 1911 ο πρωθυπουργός Βενιζέλος βρισκόταν σε εκδρομή στο Πήλιο, έχοντας ως φιλοξενούμενο τον Τζέιμς Ντέιβιντ Μπάουρτσερ, ανταποκριτή των «Times» του Λονδίνου και διπλωματικά πολύ δραστήριο στα βαλκανικά θέματα. Μέσω του Μπάουρτσερ, λοιπόν, ο Βενιζέλος έστειλε τότε στην βουλγαρική κυβέρνηση το εξής μήνυμα:

«Όσον και αν είνε σπουδαίαι αι διαφοραί Ελλάδος και Βουλγαρίας δεν πρέπει να νομίζωνται ανυπέρβλητοι. Οι εις Μακεδονίαν ομοεθνείς των διατρέχουν κίνδυνον εξοντώσεως από τους Νεότουρκους. Προς το κοινόν αυτών συμφέρον τα δύο κράτη οφείλουν να συννενοηθούν το ταχύτερον».

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στις αρχές του 20ου αιώνα

Έναν χρόνο περίπου αργότερα, στις 3 Μαρτίου του 1912, Σερβία και Βουλγαρία αφήνουν πίσω, έστω και προσωρινά, τις μεταξύ τους διαφορές και υπογράφουν μυστικό σύμφωνο που προέβλεπε κοινή επίθεση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε περίπτωση που κινδύνευαν τα συμφέροντα κάποιας από τις δύο χώρες.

Στις 29 Μαΐου 1912 είναι σειρά της Ελλάδας να υπογράψει μυστική συμφωνία με τη Βουλγαρία. Οι δύο πλευρές συμφωνούν ότι σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης, η μία στήριζε την άλλη.

Οι επιλογές των Ελλήνων

Τον Αύγουστο του 1912, Βουλγαρία και Σερβία δηλώνουν προς την Ελλάδα ότι είναι αποφασισμένες να προχωρήσουν σε πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η Αθήνα καλείται να αποφασίσει αν θα συμμετάσχει στον πόλεμο ή όχι.

Στα τέλη του Αυγούστου ο οξυδερκής και διορατικός Ελευθέριος Βενιζέλος αναλύει στο υπουργικό συμβούλιο τις επιλογές που έχει μπροστά της η Ελλάδα:

« Η συνθήκη μας με την Βουλγαρίαν είνε αμύντική. Δεν είμεθα επομένως υπόχρεοι να πολεμήσωμεν. Αλλ’ η Βουλγαρία με την Σερβία απεφάσισαν να λάβωμεν μέρος. Αν μείνωμεν ουδέτεροι, θα συμβή εν εκ των δύο:

»Ή θα νικήσουν τα σλαυικά κράτη και η Ελλάς μένει εσαεί εις την Μελούναν (σ.σ. Θεσσαλία, σύνορα μεταξύ Ελλάδος και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους).

»Ή νικά η Τουρκία και χάνεται διά παντός ο ελληνισμός. Ας αφήσωμεν ότι, εις την δευτέραν περίπτωσιν, η Ρωσσία θα μας θεωρήση προδότας της χριστιανικής ιδέας. Φρονώ ότι πρέπει να δράσωμεν και χωρίς συμφωνίαν διανομής».

Την ίδια στιγμή  πάντως, ο Βενιζέλος ζητά από τους έλληνες διπλωμάτες να υπάρξει διαπραγμάτευση με τη βουλγαρική πλευρά για «εδαφικά ζητήματα και ωφελήματα, τα οποία έκαστον κράτος θα ζητήση μετά την σύναψιν της ειρήνης».

Η Τουρκία αιφνιδιάζει

Τον Σεπτέμβριο του 1912, η Τουρκία προχωρά σε μια αιφνιδιαστική κίνηση:

«Στις 14 Σεπτεμβρίου 1912, η Τουρκία εκήρυξεν αιφνιδίως την επιστράτευσιν των στρατιωτικών σωμάτων Θράκης. (…) Αι κυβερνήσεις Σόφιας, Βελιγραδίου και Μαυροβουνίου εκήρυξαν από συμφώνου γενικήν επιστράτευσιν»

Τις ημέρες εκείνες, λίγο πριν ξεσπάσει ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι σίγουρος για το ποιον δρόμο πρέπει να ακολουθήσουν οι Έλληνες. Απευθυνόμενος στον Βασιλιά Γεώργιο Α’ λέει: «Μεγαλειότατε! Το έθνος είνε έτοιμον και βοηθείται υπό συμμάχων. Θα νικήσωμεν. Μετά δέκα πέντε ημέρας θα είμεθα εις Θεσσαλονίκην. Μετ’ ολίγον έχομεν την πεντηκονταετηρίδα της βασιλείας σας, θα την εορτάσωμεν με μία Ελλάδα, διπλασίαν της σημερινής».

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 20.1.1931, Ιστορικό Αρχείο  «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

«Ο πόλεμος ήρχετο», γράφει ο Βεντήρης αφηγούμενος τα όσα συμβαίνουν στα τέλη Σεπτεμβρίου 1912. «Από τον Αίμον υψώνετο απειλή σιδήρου. Η Ελλάς είχε μεταμορφωθή εις απέραντον στρατιωτικόν συνεργείον».

Στις 26 Σεπτεμβρίου 1912, το Μαυροβούνιο ξεκινά τις εχθροπραξίες εναντίον της Τουρκίας. Μία ημέρα αργότερα ο διάδοχος Κωνσταντίνος διορίζεται αρχηγός του στρατού Θεσσαλίας.

Ο διάδοχος Κωνσταντίνος, μετέπειτα βασιλιάς των Ελλήνων

Στις 30 Σεπτεμβρίου, η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Σερβία «επέδωκαν κοινήν διακοίνωσιν εις την Πύλην αξιούσαι άμεσον εφαρμογήν ευρυτάτων μεταρρυθμίσεων εις τας ευρωπαϊκάς επαρχίας». Η Τουρκία δεν απάντησε κι έτσι «την εσπέραν της 4ης Οκτωβρίου 1912, επεδόθη το τελεσίγραφον των συμμάχων προς την Πύλην και την άλλην ημέραν εκηρύχθη ο πόλεμος. Το σύνθημα του Βενιζέλου προς τους άνδρες των ελληνικού στρατού ήταν:

«Η πατρίς δεν σας ζητεί να αποθάνετε μόνον υπέρ αυτής. Οφείλετε να νικήσετε!»

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 22.1.1931, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Γεώργιος Βεντήρης, φτάνοντας την εξιστόρησή στην 5η Οκτωβρίου του 1912, όταν δηλαδή που ο ελληνικός στρατός πέρνά από τη συνοριογραμμή της Μελούνας και εισβάλει στο οθωμανικό έδαφος της αλύτρωτης ακόμα Ελλάδας, γράφει:

«Μελούνα! Τείχος πελώριον, προ του οποίου εθραύοντο ελπίδες, πόθοι και η ορμή δύο γενεών Ελλήνων. (…) Η Μελούνα δεν παρίστανε την τουρκικήν δύναμιν. Δεν απετέλει σύμπλεγμα σοφών οχυρώσεων εναντίον επιθέσεως. Ήτο θρύλος. Σύμβολον της ελληνικής αδυναμίας. (σ.σ. Λόγω της ελληνικής συντριβής στον Ελλήνοτουρκικό πόλεμο του 1897). Μύθος εις βάρος ενός λαού, που δεν ετόλμα να ψηλώση το μέτωπον. Οι Τούρκοι δεν μας επετήρουν από εκεί επάνω. Μας επροκαλούσαν. Μας εμυκτήριζαν»

Στις 11 το πρωί της 5ης Οκτωβρίου ο Κωνσταντίνος τηλεγραφεί από τον Τύρναβο, όπου βρίσκεται, και ενημερώνει την Αθήνα για την έναρξη της ελληνικής επίθεσης:

«Βασιλέα, υπουργόν Στρατιωτικών, Αθήνας.
Από πρωϊάς σήμερον ήρξατο προέλασις  στρατού Θεσσαλίας.
Πρώτον σύνταγμα δευτέρας μεραρχίας κατέλαβεν ήδη Προφήτην Ηλία καν και Λουφάκι.
Τρίτον σύνταγμα εισήλθε Δημόσιον διά Μπογαζίου Τυρνάβου.
Λοιπαί μεραρχίαι προελαύνουν.
Κωνσταντίνος διάδοχος
»

Η Ελασσόνα και το Σαραντάπορο

Ο ελληνικός στρατός προελαύνει. «Είκοσι τέσσαρες ώρες ο ελληνικός στρατός επροχώρει, χωρίς αντίστασιν. Οι Τούρκοι δεν επρόλαβαν να κρατήσουν την Μελούν, που, δεκαπέντε χρόνια, φοβέριζεν αδιάκοπα την Λάρισα και τα Τρίκκαλα». Στην Ελασσόνα όμως θα δινόταν σφοδρή μάχη.

«Προ της Ελλασώνος οι Τούρκοι αντεστάθησαν με πείσμα. Οι Έλληνες στρατιώται και πολλοί αξιωματικοί, έβλεπαν πρώτην φοράν μάχην. Εις την αρχήν εκλονίσθησαν, αλλ΄οι νεώτεροι αξιωματικοί παρέσυραν τους εμπρός. Ο διάδοχος διηύθυνε την μάχην από της γραμμής του πυρός. Οι Τούρκοι απεσύρθησαν ατάκτως προς το Σαραντάπορον. Το απόγευμα ο Κωνσταντίνος ετηλεγραφεί την κατάληψιν της Ελασσώνος. Τα ελληνικά στρατεύματα εβάδιζαν εκ διαφόρων σημείων διά την κρίσιμον μάχην»

Πηγή: kozanilife.gr

Η κατάληψη της Ελασσόνας ήταν ένα ιδιαίτερα ευχάριστο νέο για την Αθήνα. Η πρώτη όμως κρίσιμη μάχη δεν είχε δοθεί ακόμα, ήταν η μάχη στο Σαραντόπορο.

«Ενωρίς το πρωί της 9/22 Οκτωβρίου, τα ελληνικά συντάγματα επετέθησαν μεθ’ ορμής. Η πρώτη αληθινή μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων διήρκεσεν όλην την ημέραν. Αι μεραρχίαι του διαδόχου επροχωρούσαν  ενώπιον της λυσσώδους αντιστάσεως του εχθρού (…)Κατά τας επτά, το Σαραντάπορον εφαίνετο ως φλεγόμενον φρούριον. Ψηλά άστραφταν τα κανόνια.

Πηγή: balkanwars.gr

»Άγρια θύελλα εξέσπασε τότε. Η κοιλάς του αιματηρού αγώνος εβυθίσθη εις φρίκην , χειρότεραν από εκείνην της μάχης. Η νύκτα ήλθεν ως όνειρον τρόμου. Πληγωμένοι εσύροντον εις το λασπωμένο χώμα. Κανείς δεν επαράστεκε την αγωνίαν των νεκρών. Οι νοσοκομοί έτρεχαν ως φαντάσματα. Όταν δε έπεφτεν αστροπελέκι, ακούονταν στεναγμοί. Και η βροχή εμαστίγωνεν επίμονα, αλύπητα τα πτώματα, τους ανθρώπους, τα άλογα, τα δένδρα…»

Τέλικα με μεγάλο μόχθο και σοβαρές απώλειες οι Έλληνες περνούν το Σαραντόπορο. Ήταν μια νίκη εξαιρετικής σημασίας.

«Η νίκη του Σαραντοπόρου εστοίχισεν εις τον ελληνικόν στρατόν 1.500 νεκρούς και τραυματίας. Την εσπέραν της 10ης Οκτωβρίου, ο διάδοχος επευφημηθείς από τους τραυματίας του Χάνι- Χατζηγώγου, κατελάμβανε τα πυρπολούμενα Σέρβια.

Οι έλληνες στρατιώτες ήρχισαν να ψιθυρίζουν την λέξιν:

Θεσσαλονίκη!»