Μισθοί περίπου στο μισό, αλλά τιμές πολύ πιο τσουχτερές. Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από τη σύγκριση των τιμών σε προϊόντα της ίδιας πολυεθνικής που κυκλοφορούν σε Ελλάδα και χώρες του εξωτερικού όπου οι απολαβές των εργαζομένων είναι διπλάσιες.
Ο «ΟΤ.gr» αναζήτησε και συνέκρινε προϊόντα που αφορούν στη φροντίδα των βρεφών σε Ελλάδα, Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία. Να σημειωθεί ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα μαζί με τα δώρα διαμορφώνεται στα 910 €, στην Γερμανια στα 2.000 ευρώ , στη Γαλλία στα 1.747 ευρώ και στην Ισπανία στα 1.260 ευρώ.
Το βρεφικό γάλα
Το βρεφικό γάλα ίδιας εταιρείας και ίδιας συσκευασίας, πωλείται στην Ελλάδα 37% ακριβότερο σε σχέση με τη Γερμανία καθώς ο Έλληνας καταναλωτής θα πρέπει να πληρώσει 25,99€ τη συσκευασία, όταν ο Γερμανός πληρώνει 18,95 ευρώ. Η συγκεκριμένη συσκευασία στη Γαλλία στοιχίζει 23,49 ευρώ ενώ στην ίδια τιμή πωλείται και στην Ισπανία.
Χαοτικές είναι οι διαφορές και στις πάνες. Η τιμή ανά τεμάχιο στην Ελλάδα είναι σχεδόν διπλάσια από αυτές στη Γερμανία. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα πωλούνται προς 0,50 ευρώ το τεμάχιο έναντι 0,23 ευρώ στη Γερμανία. Η τιμή στην χώρα μας είναι υψηλότερη και από τη Γαλλία, όπου μια πάνα πωλείται στα 0,38ευρώ το τεμάχιο και στην Ισπανία 0,33 ευρώ.
Παρόμοια εικόνα και στα παιδικά σαμπουάν. Συγκρίνοντας πάντοτε προϊόν της ίδιας εταιρείας, στην ίδια συσκευασία προκύπτει πως στη Γερμανία το συγκεκριμένο σαμπουάν πωλείται προς 2,95 ευρώ όταν στην Ελλάδα πωλείται από 4 ευρώ έως 6,50 ευρώ, δηλαδή από 35% έως 120% ακριβότερα!
Τα παραπάνω προϊόντα δεν είναι τα μοναδικά που ο Έλληνας καταναλωτής πληρώνει ακριβότερα, έχοντας μάλιστα τη μισή ή και το 1/3 της αγοραστικής δύναμης των Ευρωπαίων.
Στις αρχές του τρέχοντος έτους, η Επιτροπή Ανταγωνισμού μετά από εκτεταμένη έρευνα τιμών στις προϊόντων των εταιρειών Unilever και P&G κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα προϊόντα των δυο πολυεθνικών πωλούνται στην Ελλάδα κατά 113,92% έως 361% ακριβότερα σε σύγκριση με τη φθηνότερη χώρα στην Ε.Ε. που είναι η Ιρλανδία.
Οι λόγοι των αυξημένων τιμών
Η μεγάλη απόκλιση των τιμών θα μπορούσε εν μέρει να δικαιολογηθεί από τους εξής λόγους:
Πρώτον, σε πολλές ευρωπαικές χώρες οι πολυεθνικές διατηρούν εργοστάσια με αποτέλεσμα το μεταφορικό κόστος από την παραγωγή στην κατανάλωση να περιορίζεται σημαντικά.
Δεύτερον, η Ελλάδα είναι μια μικρή σχετικά αγορά για τις πολυεθνικές, περιορίζοντας τις δυνατότητές τους να συμπιέσουν τα περιθώρια κέρδους. Σε άλλες χώρες όπου ο όγκος πωλήσεων είναι πολύ μεγαλύτερος, υπάρχει η δυνατότητα για περισσότερη μείωση του ποσοστού κέρδους.
Τρίτον, οι διαφορετικοί συντελεστές ΦΠΑ που υπάρχουν στην Ευρώπη. Η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη 5άδα των ευρωπαϊκών χωρών με τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ. Με βάση τα στοιχεία, μόνο η Ουγγαρία, η Κροατία, η Δανία και η Σουηδία έχουν υψηλότερο ΦΠΑ από την Ελλάδα και όλες είναι χώρες εκτός Ευρωζώνης. Στην στη ζώνη του ευρώ η Ελλάδα με τη Φινλανδία κρατάνε την πρώτη θέση με συντελεστή 24%. Οι χαμηλότεροι συντελεστές ΦΠΑ είναι στο Λουξεμβούργο, 17%, στη Μάλτα ,18% και την Κύπρο, τη Γερμανία και τη Ρουμανία που βρίσκονται στο 19%.