Αφήνοντας τον νεανικό βόμβο της Πάτρας πίσω μας, πήραμε το δρόμο που ανηφορίζει προς τον λόφο που το μακρινό 1854 γοήτευσε σε τέτοιο βαθμό έναν νεαρό μποέμ Βαυαρό που αποφάσισε να ιδρύσει εδώ ένα οινοποιείο. Το όνομά του Γουσταύος Κλάους.
Η επιβλητική πύλη της Achaia Clauss, ακόμα κι έτσι όπως έχασκε ορθάνοικτη – έτοιμη να υποδεχτεί όλους εμάς τους Kinosüchtige και Bonvivants – και με εμφανή την πατίνα του χρόνου, έθεσε σε κίνηση μια σύνθετη αλυσίδα βιολογικών γεγονότων, η οποία συνοψίστηκε στα ολοστρόγγυλα «ο» θαυμασμού που ξεπήδησαν από τα στόματά μας. Διαβαίνοντας την, ξέχασα για λίγο το σκοπό για τον οποίο βρισκόμουν εδώ. Ταξίδεψα νοητά στο παρελθόν. Φαντάστηκα την πριγκίπισσα Σίσσυ να περνά κι εκείνη αυτήν την ίδια πύλη ενάμιση αιώνα πριν – τότε που ο οραματιστής Βαυαρός πρωτοεισήγαγε τον θεσμό του οινοτουρισμού στην Ελλάδα.
Στην πραγματικότητα με επανέφερε η εικόνα του θερινού σινεμά που είχε στηθεί καταμεσής του «οινόκαστρου». Θερμό καλωσόρισμα, προτού αφεθούμε στη μαγεία του σύγχρονου γερμανόφωνου κινηματογράφου, ένα παγωμένο ποτήρι ροζέ. Μετά από την μοναδική εμπειρία του KinoFest, ο άνθρωπος που σκαρφίστηκε να παντρέψει τον κινηματογράφο με την τέχνη του κρασιού, έχει για πάντα τον σεβασμό μου.
Τέσσερις μέρες γεμάτες με μερικές από τις καλύτερες ταινίες – μικρού και μεγάλου μήκους – του σύγχρονου γερμανόφωνου κινηματογράφου σε έναν χώρο βγαλμένο λες από ταινία του Paolo Sorrentino. Ταινίες που μιλούν για τον έρωτα και τις αμέτρητες εκφάνσεις του, την οικογένεια, την τρίτη ηλικία, την συνταξιοδότηση και τις απρόσμενες εκπλήξεις που μπορεί να κρύβει φιλμ που θέτουν επίκαιρα και αναγκαία ερωτήματα για το φύλο και τη σεξουαλικότητα, για το τι μπορεί να σημαίνει να ζεις και να εργάζεσαι σε έναν ανένδοτα ανδροκρατούμενο κόσμο ή σε μια βαθιά ομοφοβική κοινωνία.
Όσοι και όσες βρεθήκαμε από τις 21 μέχρι τις 24 Σεπτέμβρη σε αυτή τη μαγική, φουκωική χρονική ετεροτοπία, την οποία εμπνεύστηκε και διοργανώνει εδώ και τέσσερα χρόνια κάθε Σεπτέμβρη ο Αντώνης Κορκόντζηλας, ανακαλύψαμε έναν διαφορετικό, εφήμερο μεν, γιορτινό δε χρόνο. Ακριβώς όπως και οι πρωταγωνιστές μερικών από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες που παρακολουθήσαμε στα πλαίσια του 4ου KinoFest, απαλλαγμένες κι απαλλαγμένοι από την τρέλα της αστικής καθημερινότητας, σταθήκαμε για λίγο σε μία ρωγμή στο χωροχρονικό συνεχές – κάτι που μας επέτρεψε να απολαύσουμε το μοναδικό αυτό οινο-κινηματογραφικό γεγονός.
Από άποψη προβολών, το πρόγραμμα ήταν πλούσιο. «Προσπαθούμε κάθε χρόνο να διαμορφώνουμε ένα πρόγραμμα το οποίο να περιέχει πολλά είδη, καθώς και πολλές και διαφορετικές θεματικές», λέει πάνω σε αυτό ο Αντώνης. «Στο KinoFest έχουμε ως γνώμονα την επαφή του θεατή με την σύγχρονη γερμανόφωνη οπτικοακουστική δημιουργία. Γι’ αυτό και παρακολουθούμε ότι νέο βγαίνει στην αγορά από Γερμανία, Αυστρία και Ελβετία όπως και τι επιλέγουν άλλα Φεστιβάλ στον προγραμματισμό τους».
Η ταινία όμως που στ’ αλήθεια ξεχώρισε φέτος και έγινε φιτίλι για να φουντώσει η συζήτηση ήταν το «Skin Deep» του Alex Schaad. Υποψήφια για το Μεγάλο Βραβείο στη Διεθνή Εβδομάδα Κριτικών Κινηματογράφου της Βενετίας και βραβευμένη με τον Queer Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας το 2022, η ταινία αποτελεί το γοητευτικά αιχμηρό ντεμπούτο ενός νέου Γερμανού σκηνοθέτη που πήρε μια πανέξυπνη ιδέα και την εξέλιξε σε μια βαθιά ειλικρινή, εύστοχη, επίκαιρη και γλαφυρή εξερεύνηση της ταυτότητας, της ρευστότητας του φύλου, της σεξουαλικότητας και τελικά της αναζήτησης της ευτυχίας.
Τι είναι άραγε ένα σώμα; Ένα δοχείο ή αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητάς μας; Ποια η σχέση ανάμεσα στη σάρκα και την ψυχή κάθε ανθρώπου; Πώς είναι να ζεις σε ένα σώμα που σε θλίβει; Θα άλλαζες σώμα εάν μπορούσες; Ή μάλλον, θα πρόσφερες το δικό σου; Ως πού θα έφτανες για κάποιον που αγαπάς; Με αυτά τα ερωτήματα σηκώθηκα από την καρέκλα την ώρα που στην οθόνη προβάλλονταν οι τίτλοι τέλους και, από τα όσα κρυφάκουσα γύρω τριγύρω, δεν ήμουν η μόνη.
Ακολούθησαν συζητήσεις, ανταλλαγές απόψεων και επιχειρημάτων υπέρ και κατά της ταινίας. Κάποιες εξελίχθηκαν σε φιλικές αντιπαραθέσεις. Κι αυτό ήταν το ωραίο. Το γόνιμο. Και, όπως παραδέχτηκε την επόμενη μέρα ο Αντώνης κατά τη διάρκεια μιας μοναδικής εμπειρίας οινογευσίας, και για εκείνον η ταινία που ξεχώρισε ήταν το «Skin Deep» γιατί «έκανε αυτό για το οποίο επιλέχθηκε: να προκαλέσει συζητήσεις μεταξύ των θεατών». Αυτός είναι και ο στόχος του πάντοτε όσον αφορά την επιλογή των ταινιών. Κι ας ξέρει ότι μια αιχμηρή ταινία μπορεί να αποτρέψει κάποιους θεατές από το να επιστρέψουν και τη επόμενη μέρα προβολών.
«Η ταινία που ξεχώρισε ήταν το Skin Deep το οποίο έκανε αυτό για το οποίο επιλέχθηκε: να προκαλέσει συζητήσεις μεταξύ των θεατών»
Εμείς επιστρέψαμε για να απολαύσουμε ένα ελληνικής καταγωγής – και το μοναδικό του προγράμματος – ντοκιμαντέρ. Σε σενάριο και αρχισυνταξία της Άννας Ρούτση, και σκηνοθεσία Κώστα Αυγέρη, η ταινία «Με δυο βαλίτσες» αφήνει στην άκρη προκαταλήψεις και αφουγκράζεται τρυφερά τις αφηγήσεις ανθρώπων καθώς μοιράζονται προσωπικά βιώματα από την αλληλεπίδρασή τους με την ελληνογερμανική κουλτούρα. Κάποιοι είναι Έλληνες που ζουν στη Γερμανία, άλλοι Γερμανοί που ζουν στην Ελλάδα. Την ίδια στιγμή, μέσα από αυτές τις ιστορίες, το ντοκιμαντέρ καταφέρνει να φωτίσει ποικίλες πτυχές της ιστορίας των δύο λαών και του πολιτισμικού τους πάρε-δώσε, αλλά και τις μεγάλες τους αποκλίσεις.
«Όπου γης και πατρίς» λέει ο λαός – φράση που προέρχεται από στίχο του αρχαίου Ρωμαίου τραγικού ποιητή Μάρκου Πακούβιου και ταξιδεύει από στόμα σε στόμα μέχρι τις μέρες μας. Για τους ανθρώπους που απλόχερα μοιράστηκαν τις ιστορίες τους με την Άννα Ρούτση, η Γερμανία έγινε η δεύτερη πατρίδα τους, γόνιμο έδαφος να ανθίσουν. Κι επειδή είναι ωραίο να ανθίζουν οι άνθρωποι, πατρίδα του καθενός μπορεί να γίνει και ο τόπος, οι συνθήκες του οποίου είναι ευνοϊκές για να αναπτυχθεί και να ευδοκιμήσει.
Το KinoFest, κρατώντας ως το τέλος την υπόσχεσή του να προσφέρει στο κοινό ταινίες που ανοίγουν το διάλογο για μερικά από τα πιο φλέγοντα ζητήματα του εδώ και του τώρα, έκλεισε με ένα ΛΟΑΤΚΙ+ αφιέρωμα που έφερε στο τραπέζι της συζήτησης κάτι που δυστυχώς συχνά παραβλέπουμε, χωρίς αυτό όμως ουσιαστικά ποτέ να λείπει: την έννοια της διαθεματικότητας. Η ταινία «No Hard Feelings» μας πρόσφερε μια ευαίσθητη εικόνα του τι σημαίνει να είσαι queer παιδί Ιρανών μεταναστών στη Γερμανία και να βιώνεις ένα σύνολο συστημικών διακρίσεων. Η ταινία «Zuhur’s Daughters» έθιξε ζητήματα που αφορούν κυρίως νεαρά τρανς άτομα μέσα από μια οικεία ιστορία ενηλικίωσης για την αναζήτηση ταυτότητας.
Αποχαιρετήσαμε το KinoFest και την Achaia Clauss με το μυαλό γεμάτο εικόνες και τα οσφρητικά μας νεύρα πλήρη από μεθυστικές αρώματα. Τσουγκρίσαμε μια τελευταία φορά τα γεμάτα παγωμένο ροζέ ποτήρια μας στην υγειά της μαγικής αυτής ετεροτοπίας που διόλου δεν μας έβαλε σε μια προσωρινή κατάσταση λήθης ή αποσύνδεσης, αλλά αντιθέτως άνοιξε έναν φιλόξενο χώρο για προβληματισμό και συζήτηση που συχνά στερούμαστε. Κι αφού αδειάσαν τα ποτήρια, δώσαμε ραντεβού εδώ και για την επόμενη χρονιά.
Στην επικοινωνία που είχα με τον Αντώνη μετά το πέρας του φεστιβάλ δεν δίστασα να εκφράσω πως ήδη νοσταλγώ το οινο-κινηματογραφικό τετραήμερο του KinoFest κι εκείνος έσπευσε να παραδεχτεί πως αισθάνεται ακριβώς το ίδιο, αλλά έχει αρχίσει να κάνει κιόλας σχέδια για το επόμενο. «Ελπίζω το 5ο να είναι ακόμη καλύτερο, με δυνατότερο πρόγραμμα και με μεγαλύτερες συνεργασίες. Όνειρό μου είναι το KinoFest να γίνει γνωστό σε όλη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, να παγιωθεί ως το Γερμανόφωνο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ελλάδας».
To KinoFest – Φεστιβάλ Γερμανόφωνου Κινηματογράφου ιδρύθηκε από την ABCinema το 2019 και διοργανώνεται κάθε Σεπτέμβρη σε συνεργασία με το Goethe-Zentrum Patras στον υπέροχο χώρο της Achaia Clauss.