Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1989, η τρομοκρατική οργάνωση 17 Νοέμβρη πραγματοποιεί ένα ακόμα δολοφονικό χτύπημα. Εκτελεί πισώπλατα τον δημοσιογράφο και βουλευτή και σημαίνον στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, Παύλο Μπακογιάννη, σύζυγο της Ντόρας Μπακογιάννη, κόρης του τότε αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Την επόμενη ημέρα «ΤΑ ΝΕΑ», δημοσιεύουν λεπτομερή στοιχεία για την δολοφονική ενέδρα που έστησαν οι τρομοκράτες στον Παύλο Μπακογιάννη, έξω από το γραφείο του, στην οδό Ομήρου στο κέντρο της Αθήνας.
Σύμφωνα με «ΤΑ ΝΕΑ» της 27ης Σεπτεμβρίου, «πριν από ένα μήνα είχε ειδοποιηθεί ο Παύλος Μπακογιάννης ότι ήταν στόχος της «Επαναστατικής Οργάνωσης 17 Νοέμβρη» αλλά δεν δεχόταν να έχει προσωπική ασφάλεια.
»Τον ενδιέφερε μόνο να υπάρχει φρουρά έξω από το σπίτι του, για να μη διατρέχουν κίνδυνο τα παιδιά του και η γυναίκα του. Μόνο ο οδηγός του ήταν αστυνομικός, αλλά δεν τον ακολουθούσε πάντα όταν εκείνος κατέβαινε από το αυτοκίνητο και κυκλοφορούσε στο κέντρο της πόλης.
Το μοιραίο πρωινό
»Το ίδιο έκανε και χθες το πρωί ο Παύλος Μπακογιάννης. Ο οδηγός αστυφύλακας σταμάτησε το αυτοκίνητο στη γωνία των οδών Σόλωνος και Ομήρου και πεζός ο βουλευτής της Ν.Δ. πέρασε στην είσοδο της πολυκατοικίας (Ομήρου 35), όπου ήταν το γραφείο του.
»Τη στιγμή που ο Μπακογιάννης άπλωσε το χέρι του για να πατήσει το κουμπί του ασανσέρ δέχθηκε αλλεπάλληλους πυροβολισμούς, σχεδόν εξ επαφής, πισώπλατα, από μέλη της “17 Νοέμβρη», που είχαν στήσει ενέδρα στα σκαλοπάτια που οδηγούν σε υπόγειο χώρο της πολυκατοικίας.
»Θανάσιμα τραυματισμένος ο Παύλος Μπακογιάννης μεταφέρθηκε στον “Eυαγγελισμό” και εισήχθη επειγόντως στο χειρουργείο. Ήταν ήδη νεκρός. Οι σφαίρες από το όπολο των εκτελεστών τού είχαν προκαλέσει ανεπανόρθωτες βλάβες, με αποτέλεσμα οι γιατροί να μην είναι σε θέση να του προσφέρουν καμία απολύτως βοήθεια.
Πώς ξεγλίστρησαν οι δολοφόνοι
«Τη στιγμή που οι δράστες έβγαιναν από την είσοδο της πολυκατοικίας με το πιστόλι στο χέρι, η καθαρίστρια έβαλε τις φωνές. “Τι έπαθες κυρά μου και φωνάζεις;” ήταν η αντίδραση ενός εκ των δραστών, ενώ ένας από τους συνεργούς του σήκωσε το οπλισμένο του χέρι και στράφηκε εναντίον του οδοκαθαριστή επειδή είχε επιχειρήσει να κινηθεί εναντίον του.
«Οι εκτελεστές μετά τη δολοφονία έφυγαν προς τον Άγιο Διονύσιο και από την οδό Δημοκρίτου έφτασαν στον περιφερειακό, πέρασαν στην οδό Χερσώνος απ’ όπου κατευθύνθηκαν στην οδό Δημάκη και Οίτης, πέρασαν πάνω από το αλσύλλιο του Αγίου Νικολάου και εγκατέλειψαν το κλεμμένο αυτοκίνητο στην οδό Λ. Σγουρού 11.
(…)
»Πέντε κάλυκες από πιστόλι «σαρανταπεντάρι» βρέθηκαν στην είσοδο της πολυκατοικίας, στην οδό Ομήρου 35, μπροστά στην πόρτα του ασανσέρ και δίπλα σε μικρή λίμνη από αίμα που είχε σχηματιστεί. (…) Το ένα είχε χρησιμοποιηθεί στη δολοφονία του σταθμάρχη της CIA Ρίτσαρντ Γουέλς και το άλλο στη δολοφονία του αστυνόμου Πέτρου και του αστυφύλακα Σταμούλη.
(…)
»Η δολοφονική επίθεση εναντίον του Π. Μπακογιάννη έγινε στις 07:58 λεπτά. Στις 8 οι δράστες είχαν εξαφανιστεί, ενώ δύο λεπτά αργότερα ο αστυφύλακας ο οποίος οδηγούσε το αυτοκίνητο του Μπακογιάννη, που είχε ακούσει τους πυροβολισμούς, έβγαλε το αυτοκίνητο από το γκαράζ της Ομήρου και μετέφερε τον θανάσιμα τραυματισμένο βουλευτή στον Ευαγγελισμό».
Οι πολιτικές προεκτάσεις
Τις επόμενες ημέρες, η δημόσια συζήτηση εστίασε στα δύο συνήθη θέματα που, τα χρόνια εκείνα, έβγαιναν στην επιφάνεια ύστερα από κάθε τρομοκρατικό χτύπημα της 17 Νοέμβρη. Οι χειρισμοί της Αστυνομίας και το αν και κατά πόσο η συγκεκριμένη τρομοκρατική οργάνωση είχε κάποιους δεσμούς με το ΠαΣοΚ.
Το γεγονός μάλιστα ότι το 1989, λόγω του σκανδάλου Κοσκωτά, ήταν ένα έτος ιδιαίτερης πόλωσης μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΠαΣοΚ
«Πυκνό σκοτάδι στις αστυνομικές έρευνες, έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις και περίεργες διαρροές πληροφοριών – ή ακατανόητες ενέργειες των αρχών Ασφαλείας ακολουθούν τη δολοφονία του βουλευτή της Ν.Δ. Παύλου Μπακογιάννη από την “επαναστατική οργάνωση 17 Νοέμβρη».
»Από το πρωί της περασμένης Τρίτης, που ο βουλευτής έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες της οργάνωσης – φάντασμα, μέχρι αργά χθες το απόγευμα τα γεγονότα εξελίσσονταν κατά τρόπο απρόβλεπτο.
»Κοινός παρονομαστής: η νέα αποτυχία της ΕΛΑΣ να ανακαλύψει ίχνη των δραστών και η οξύτατη πολιτική αντιδικία, που τροφοδοτήθηκε εκατέρωθεν με εμπρηστικές δηλώσεις και αψυχολόγητες ενέργειες στον τομέα της πληροφόρησης.
(…)
»Χθες το μεσημέρι ο πρόεδρος και το Εκτελεστικό Γραφείο του ΠΑΣΟΚ εξέδωσαν ανακοίνωση με την οποία καταγγέλουν την τρομοκρατία, τις εφημερίδες που την συνδέουν με το ΠΑΣΟΚ, τον κ. Μ. Θεοδωράκη για τις δηλώσεις του, την έρευνα στο σπίτι του κ. Μιχ. Ζιάγκα (σ.σ. ιδιαίτερου γραμματέα του Ανδρέα Παπανδρέου), τις ηγεσίες της Ν.Δ. και του Συνασπισμού, την κυβέρνηση Τζαννετάκη (σ.σ. κυβέρνηση Ν.Δ. – Συνασπισμού) και τον υπουργό Δημοσίας Τάξεως. Ειδικότερα υπογραμμίζεται: (…)
«Υπάρχει η τρομοκρατική δράση της 17Ν, που κάθε εγκληματική της πράξη έχει στο στόχαστρο την ομαλότητα, τους θεσμούς και τις δημοκρατικές πολιτικές εξελίξεις.
Παράλληλα όμως εξελίσσεται και κλιμακώνεται μια ενορχηστρωμένη αθλιότητα, που έχει σήμερα σαν βασικούς στόχους: Πρώτον, να σπιλώσει και να κατασυκοφαντήσει πολιτικά το ΠΑΣΟΚ, εν όψει των ερχόμενων εκλογών.
Δεύτερον, να καλλιεργηθεί κλίμα έντασης, πόλωσης και αποσταθεροποίησης. Τρίτον, να δημιουργηθούν συνθήκες που θα επιτρέψουν την επιβολή νέου αυταρχισμού, ενός νέου αστυνομικού κράτους της δεξιάς…»
Η ομολογία του Σάββα Ξηρού
Σχεδόν 13 χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 2002, ένα αποτυχημένο χτύπημα της 17 Νοέμβρη, οδήγησε στο οριστικό τέλος της οργάνωσης. Πρώτος συλληφθείς ήταν ο Σάββας Ξηρός, ο οποίος με τις καταθέσεις του οδήγησε στην εξάρθρωσή της. Μεταξύ άλλων ομολόγησε και τη συμμετοχή του στη δολοφονία Μπακογιάννη. Συγκεκριμένα ο Σάββας Ξηρός κατέθεσε στο δικαστήριο τα εξής:
«Εκείνη την εποχή στην Ελλάδα υπήρχε το σκάνδαλο Κοσκωτά. Ο Λάμπρος (Αλ. Γιωτόπουλος) αποφάσισε ότι έπρεπε να γίνουν δύο ενέργειες, με στόχους έναν του ΠΑΣΟΚ και έναν της Ν.Δ., γιατί θεωρούσε αυτά τα δύο κόμματα υπεύθυνα για το σκάνδαλο.
»Από το ΠΑΣΟΚ είχε επιλέξει ως στόχο τον Γ. Πέτσο και από τη Ν.Δ. τον βουλευτή Π. Μπακογιάννη. Στην ενέργεια αυτή πήραμε μέρος εγώ, ο Λουκάς (Δ. Κουφοντίνας), ο Χάρης (Ηρ. Κωστάρης) και το τέταρτο πρόσωπο πρέπει να ήταν ο Βασ. Τζωρτζάτος. Το σχέδιο της δολοφονίας του Μπακογιάννη προέβλεπε ότι σε περίπτωση που υπήρχε και δεύτερο άτομο μαζί του θα ματαιωνόταν η επιχείρηση.
»Στο σημείο πήγαμε εγώ, ο Λουκάς και ο Χάρης. Εγώ έμεινα απ’ έξω, στο απέναντι από την είσοδο πεζοδρόμιο επί της οδού Σόλωνος. Η αποστολή μου ήταν να δω όταν φτάσει το αυτοκίνητο του βουλευτή πόσα άτομα θα κατέβαιναν και διά σήματος να ειδοποιήσω τον Λουκά και τον Χάρη.
»Από το αυτοκίνητο κατέβηκαν δύο άτομα, ο Μπακογιάννης και μία κοπέλα που φορούσε κόκκινη ζακέτα. Ειδοποίησα και νόμιζα ότι σύμφωνα με το σχέδιο η επιχείρηση θα ματαιωθεί.
»Παρ’ όλα αυτά ο Λουκάς και ο Χάρης μπήκαν στην είσοδο. Άκουσα δύο πυροβολισμούς και ύστερα από λίγο άλλους δύο. Φύγαμε από το σημείο βαδίζοντας και αφού επιβιβασθήκαμε στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Τζωρτζάτος, κινηθήκαμε στον περιφερειακό και το εγκαταλείψαμε στη Νεάπολη.
»Θυμάμαι ακόμη ότι λίγο μετά τους πυροβολισμούς μία γυναίκα έπαθε υστερία, τσίριζε και εγώ της συνέστησα ψυχραιμία».
Ο Ηλίας Γιωτόπουλος, ο Δημήτρης Κουφοντίνας και ο Σάββας Ξηρός συνεχίζουν να εκτίουν τις ποινές που τους έχουν επιβληθεί. Ο Ηρακλής Κωστάρης, πληρώντας τις νόμιμες προϋποθέσεις αποφυλακίστηκε υπό όρους τον Ιούλιο του 2021.