Η Sinéad O’Connor γινόταν συχνά πρωτοσέλιδο, αλλά μια από τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές της ήταν το 1992, όταν έσκισε μια φωτογραφία του Πάπα Ιωάννη Παύλου ΙΙ στο Saturday Night Live, ξεσηκώνοντας την κοινή γνώμη. Για δεκαετίες, η Ιρλανδή τραγουδίστρια που έφυγε από τη ζωή πριν από λίγους μήνες σε ηλικία 57 ετών, ήταν η μόνη που τραγουδούσε ενάντια στην καταχρηστική συμπεριφορά της Καθολικής Εκκλησίας στην Ιρλανδία. Η Sinéad O’Connor επέλεξε να κρατήσει μια γενναία στάση που όμως της στοίχισε τα πάντα, κλεινοντάς της κάθε πόρτα, κάθε παράθυρο στη βιομηχανία του θεάματος. Μέχρι που πολλοί από τους ισχυρισμούς της αποδείχθηκαν αληθινοί.
Τώρα, λίγο καιρό μετά το θάνατό της και σε μια ισχυρή απόδειξη της κληρονομιάς της, η φωνή της Sinéad O’Connor θα ακουστεί να τραγουδά το The Magdalene Song – ένα κομμάτι που έδωσε στους δημιουργούς του τηλεοπτικού δράματος του BBC The Woman in the Wall.
Η βρετανική σειρά βγήκε στον αέρα του BBC στα τέλη του Αυγούστου και έκτοτε έχει λάβει διθυραμβικές κριτικές για τον τρόπο που διαχειρίζεται και αφηγείται ένα από τα σκοτεινότερα κεφάλαια της ιρλανδικής ιστορίας. Ο λόγος για τα «πλυντήρια της Μαγδαληνής», γνωστά και ως «άσυλα της Μαγδαληνής», τα οποία λειτούργησαν για τρεις αιώνες – από τον 18ο μέχρι και τον 20ο. Επρόκειτο για ιδρύματα που διοικούνταν συνήθως από ρωμαιοκαθολικά τάγματα, τα οποία φαινομενικά είχαν αποστολή να στεγάζουν «έκπτωτες γυναίκες». Στην πραγματικότητα όμως τα ιδρύματα αυτά λειτουργούσαν σαν θρησκευτικά στρατόπεδα εργασίας. Επιπλέον, ο πήχης σχετικά με το τι συνιστούσε έκπτωτη συμπεριφορά, η οποία μπορούσε να στείλει μια γυναίκα σε αυτού του είδους την εξορία ήταν αρκετά χαμηλός. Το τελευταίο πλυντήριο έκλεισε το 1996.
Ο δημιουργός της σειράς Joe Murtagh εμπνεύστηκε από αληθινές μαρτυρίες γυναικών που στάλθηκαν στα πλυντήρια, συνήθως από τις οικογένειές τους έπειτα από ενθάρρυνση κάποιου ιερέα, στα πλυντήρια της Μαγδαληνής, καθώς και από την ταινία του Peter Mullins, The Magdalene Sisters. Η σειρά ξεκινά με μία πρώην ένοικο, η οποία μιλά με έναν ντετέκτιβ που ερευνά την υπόθεση μιας γυναίκας που στάλθηκε εκεί επειδή «ήταν πολύ όμορφη». Οπως εξηγεί η μάρτυρας, όλοι φοβόντουσαν ότι θα παρέσυρε νεαρά αγόρια και παντρεμένους άντρες στην ακολασία, ενώ η ίδια «δεν είχε ποτέ καν φίλο».
Το τραγούδι της Sinéad O’Connor ακούγεται στο φινάλε της μόλις έξι επεισοδίων σειράς, αποτυπώνοντας τον πόνο όλων αυτών των γυναικών που βίωσαν τη φρίκη και εξυμνώντας ταυτόχρονα την αποφασιστικότητα τους για επιβίωση. Στη σειρά πρωταγωνιστεί η βραβευμένη με BAFTA Ruth Wilson, υποδυόμενη μία γυναίκα η οποία στάλθηκε στα πλυντήρια σε ηλικία 15 ετών γιατί έμεινε έγκυος. Όταν γεννά, το μωρό της το παίρνουν οι καλόγριες και, όπως και οι υπόλοιπες νεαρές μητέρες, δεν μαθαίνει ποτέ τι απέγινε το παιδί της. Η Wilson δίνει μια καθηλωτική ερμηνεία ως μια απερίγραπτα κακοποιημένη γυναίκα που πάλλεται από οργή και αυτοαποστροφή, οδηγούμενη στα όρια της παραφροσύνης από όσα βίωσε στην απάνθρωπη αυτή εξορία.
Η ίδια η Sinéad O’Connor είχε σταλεί σε παρόμοιο ίδρυμα όταν πιάστηκε επ’ αυτοφώρω να κλέβει από καταστήματα σε ηλικία 15 ετών. Αργότερα είχε μιλήσει για τη συμπόνια που ένιωθε για άλλες γυναίκες που είχαν πληγεί από τις μυστικές καταπιέσεις της εκκλησίας. Ενδεχομένως αυτός να είναι και ο λόγος για τον οποίο είχε εγκρίνει τη χρήση του κομματιού της στη σειρά ήδη πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα.