Η συνάντηση του Πρωθυπουργού με τον τούρκο πρόεδρο στη Νέα Υόρκη πραγματοποιείται στο πλαίσιο ορισμένων «σταθερών».
Μια «σταθερά» είναι η δήλωση του ίδιου του Πρωθυπουργού στη συνέντευξη Τύπου της Θεσσαλονίκης ότι η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης «είναι ακόμη πολύ μακριά».
Η δεύτερη είναι το αίτημα του τούρκου Προέδρου από τη βήμα της γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ περί αναγνώρισης του ψευδοκράτους.
Η «σταθερά» αυτή εντάσσεται στο πλήθος κινήσεων ή δηλώσεων της τουρκικής πλευράς που στη δική μας πλευρά κατηγοριοποιούνται ως «προκλήσεις» και προσφέρονται στην τάξη των εθναμύντορων για επιδείξεις εθνικής ευαισθησίας.
Στην ουσία, πρόκειται για για ένα είδος διμερούς business as usual που ελάχιστα απασχολεί τον υπόλοιπο πλανήτη. Με άλλα λόγια, είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι το αίτημα Ερντογάν συγκίνησε οποιονδήποτε από το ακροατήριο της γενικής συνέλευσης. Και εξαιρετικά απίθανο να ερμηνευθεί διαφορετικά από εκείνους που θεωρούν «πρόκληση» ακόμη και το γεγονός ότι η συνάντηση της Νέας Υόρκης πραγματοποιείται στο «τουρκικό σπίτι».
Όλα αυτά σημαίνουν πως ο πήχης των προσδοκιών τοποθετείται χαμηλά – ούτε η Χάγη θα έρθει πιο κοντά από σήμερα το απόγευμα, ούτε η τουρκική πλευρά θα σταματήσει τις «προκλήσεις».
Δεν σημαίνουν όμως πως η συνάντηση στερείται νοήματος. Κι αυτό βρίσκεται στη συντήρηση ενός κλίματος «χαμηλών τόνων» και «ήρεμων νερών» στο Αιγαίο που εκ των πραγμάτων εγγυώνται περισσότερο οι επαφές στο ανώτατο δυνατό επίπεδο.
Το κλίμα αυτό είναι απαραίτητο. Γιατί πέρα από τις business as usual, η χώρα έχει και άλλες δουλειές να κάνει.