Εντάξει, ο Κασσελάκης δεν πήγε στο «Fay’s time» της Φαίης Σκορδά, πήγε όμως στον «νέο Παρθενώνα» με τον Επικρατείας ναύαρχο και το φουσκωτό. Θα πάει ασφαλώς και στον παλαιό Παρθενώνα στο event της Louis Vuitton στο Ηρώδειο. Ο καιρός όμως του fake έχει φτάσει για όλους. Το fake πλέον λειτουργεί αποτρεπτικά, κάνοντας να φανεί από μέσα του η αλήθεια. Θέλω να πω, η νέα αλήθεια στην οποία καλούμαστε να ζήσουμε όπως εκείνοι, τότε, στον «νέο Παρθενώνα». Και δεν με ξενίζει το ότι συμπεριφερόμαστε σαν σωσίες αντικαθιστώντας τον εαυτό μας στη δημόσια σφαίρα με έναν επιτήδειο κασκαντέρ για τις επικίνδυνες σκηνές, αφήνοντας να νομίζουν ότι οι πρωταγωνιστές είμαστε εμείς. Την εκπροσώπηση του «αληθινού» από το fake, το αντιπροσωπευτικό μας σύστημα την ευνοεί. Τι να κάνει τότε η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου με τα εύλογα ερωτήματά της για τις αιτίες της καταστροφής; Οι απαντήσεις που θα λάβει θα είναι εν πολλοίς σαν τις απαντήσεις του Μητσοτάκη στον λόγο του στη ΔΕΘ: Αόριστες. Και είναι εύλογο να διερωτηθεί κανείς αν θα έπρεπε να καταστραφεί η χώρα για να αρχίσει να κυβερνάει ο Μητσοτάκης σαν πρωταγωνιστής του θρίλερ που ζούμε. Διότι και η αντίληψη του πρωθυπουργού για το πολιτικό έχει να κάνει εν τέλει με την δύναμη της εικόνας.
Η λέξη «νόημα» δεν σημαίνει πλέον «σημασία» αλλά «εικονοποιημένη γνώμη» στο διαδίκτυο: ένα «καταγράψτε, ανεβάστε, μοιραστείτε, πολιτευθείτε!». Η άποψή μου περί όλων αυτών εντούτοις δεν είναι τεχνοφοβική. Δεν ζω αλλού. Απορροφώ κι εγώ δεδομένα. Τα επεξεργάζομαι. Τα κοινοποιώ. Ζω με τις εικόνες. Αλλά όπως δεν πιστεύω στο «αόρατο χέρι της αγοράς», έτσι αδιαφορώ και για το αόρατο χέρι της ροής των δεδομένων και τις αρχειοθετήσεις των εικόνων στο Google. Δεν είμαι η ΕΥΠ ούτε το Predator και δεν αμφισβητώ ότι μια βιομετρική συσκευή θα κατέγραφε το DNA μου καλύτερα απ’ όσο προσπαθώ να το καταγράψω με τα κείμενά μου. Θα γνώριζα όμως έτσι καλύτερα τον εαυτό μου; Γιατί η ψυχή, «εί μέλλει γνώσεσθαι αυτήν, εις ψυχήν αυτή βλεπτέον». Ο Σεφέρης το λέει καθαρά στους «Αργοναύτες»: «τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη». Ίσως παραγνωρίζοντας στο κείμενο-καθρέφτη τον εαυτό μας, με μια απερισκεψία που θα την πληρώσουμε ακριβά. Θα μαθαίναμε τότε περισσότερα από τον χάκερ που ξέρει να «γράφει» τους λογάριθμους καλύτερα από εμάς.
Άλλο με τρομάζει εμένα. Η Σωσσάνα Ζούμποφ, καθηγήτρια στο Χάρβαρντ, όπου στο βιβλίο της «Η εποχή του κατασκοπευτικού καπιταλισμού», επισημαίνει: «Το επίκεντρο έχει πια απομακρυνθεί από τις μηχανές οι οποίες ξεπερνούν τα όρια του ανθρώπινου σώματος και έχει μετατοπιστεί σε μηχανές οι οποίες τροποποιούν τη συμπεριφορά ατόμων, ομάδων και πληθυσμών». Ο Κασσελάκης είναι μια τέτοια μηχανή μεταφορικής υποκατάστασης του σώματός του (και του μισού Σύριζα) στο Τικ Τοκ. Και δεν θα χρειαστεί να αναφερθώ στον Μπερνάρ Στιγκλέρ, για να περιγράψω τα όργανα διπλής όψεως που μας στοιχειώνουν. Τα βλέπω στην τηλεόραση.
Θα υπάρξει αντίσταση; Θα υπάρξει μέλλον; Κι από πού θα προκύψουν; Όχι πάντως από το ΠΑΜΕ. Θέλω να πιστεύω ότι ο τόπος σύγκρουσης πλέον είναι οι νοοτροπίες και τα μυαλά. Εκείνη η εξωτερική συνθήκη της πολιτικής πρακτικής που δεν αναπτύσσεται με τις ρήξεις αλλά με τη σκέψη. Όταν λέω σκέψη εννοώ τη δημιουργία νέων εννοιών ή την προβληματοποίηση κοινών τόπων όπως ο διαφωτισμός ή την επαναδιατύπωση του υλισμού με όρους του Σπινόζα και όχι του Τσακαλώτου ή την εκ νέου ανάγνωση του Φρόιντ. Με δύο λόγια, Φουκώ και Λακάν. Το μέλλον θα διαρκέσει πολύ αν επιστρέψει στη δεκαετία του ’60. Ο Πικετί το ξέρει. Ο Χαράρι το υπαινίσσεται. Ο Μητσοτάκης δηλώνει ότι στη χώρα μας «δεν συγκεντρώνεται τόσο πολύ ο πλούτος σε λίγους, ευτυχώς». Και ο ποιητής δεν αργοπορεί. Η ποιήτρια όμως επιμένει «Όταν ο νόμος σου το επιτρέπει μπορείς. Δεν υπάρχουν άλλα όρια. Υπάρχει ένα συνεχές πισωγύρισμα σ’ αυτό από το οποίο φτύνουμε αίμα για να διαχωριστούμε.» Έτσι η περίφημη εργασία επί του εαυτού είναι ο μόνος τρόπος να γίνει το εγώ «άλλος». Αυτό έψαχνε ο Ρεμπώ, αυτό αναζητώ και εγώ, ακόμη και στη δημοσιότητα που ρίχνω τον εαυτό μου ως κασκαντέρ. Το γκράφιτι στον τοίχο απέναντι από το σπίτι «Έχω ό,τι είμαι», δεν κατόρθωσα να το ακολουθήσω. Ξέρω ωστόσο ότι η αντίληψή μου για το πολιτικό έχει συνδεθεί με την αναπαράσταση του ιστορικού χρόνου ως εικονοποίηση. Κι έχω επίγνωση προτείνοντας τεχνοφοβικά επιχειρήματα ότι δεν εισακούομαι. Δεν μπορώ όμως παρά να μην αποδεχτώ την καταστροφή. Αυτό είναι το φιλοσοφικό μας καθήκον: «Όχι να απεικονίσουμε την καταστροφή ως κακή αλλά να αναγνωρίσουμε τις μορφές που παίρνει». Ο Μαλαρμέ το ήξερε καλύτερα: «Η Βεατρίκη υπήρξε η καταστροφή μου». Για μένα, υπήρξαν τα μίντια. Χρειαζόμαστε ένα νέο πρόγραμμα σπουδών. Τις λεπτομέρειες δεν τις εμπιστεύομαι στον Πιερρακάκη.
ΥΓ.
Διάβαζα στο άρθρο του Περικλή Δημητρολόπουλου προχθές στο Βήμα- και μάλιστα στο ιταλικό της πρωτότυπο- την φράση του Αντόνιο Γκράμσι:«Ο
παλιός κόσμος πεθαίνει. Ο νέος δέν έχει γεννηθεί ακόμη. Αυτή είναι η εποχή των τεράτων».
Αλλά δεν είναι πιά.
Ο νέος κόσμος- που ο Γκράμσι δέν τον γνώρισε- είναι το τέρας.
Και δεν θα ήταν σχήμα λόγου να προσθέσω πως αυτός ο νέος κόσμος ξεπήδησε από τον παλιό, όπως ο Κασσελάκης από το «σύστημα»Τσίπρα.