Ως εν ενεργεία αθλητής ο Βασίλης Σπανούλης ήξερε πάντα πώς θ’ αντιδράσει. Με ή χωρίς την μπάλα στα χέρια, εντός ή εκτός παρκέ. Ένας decision maker που όριζε τη μοίρα του κατ’ αποκλειστικότητα. Αποφάσιζε κι έπραττε κατά το δοκούν.
Ήξερε τι ήθελε και πώς θα το διεκδικήσει αμέσως μετά, ανεξαρτήτως τελικού αποτελέσματος.
Ο αμήχανος Σπανούλης
Το βράδυ της Κυριακής (17/9) στο ΣΕΦ ήταν πολύ διαφορετικό. Θαρρείς πως, για πρώτη φορά, έχασε τον αυτοέλεγχό του. Βγήκε από τα νερά του και δεν μπορούσε να κοντρολάρει στον βαθμό που θα ήθελε τον εαυτό του. Σωματικά και πνευματικά.
Προσπαθούσε, μα ήταν πάνω από τις (υπερ)μπασκετικές δυνάμεις του σ’ αυτήν την πολύ ξεχωριστή περίσταση για τον ίδιο, για τον Ολυμπιακό, για το ελληνικό και ευρωπαϊκό μπάσκετ γενικότερα.
Η εκδήλωση που οργάνωσαν οι «ερυθρόλευκοι» για την απόσυρση της φανέλας του τον «ξεγύμνωσε» ολοκληρωτικά. Ο βασιλιάς ξέμεινε από ρούχα μέσα στη σάλα που ταυτίστηκε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη.
Τη στιγμή που ο Θανάσης, ο Βασίλης, ο Δημήτρης, η Αιμιλία, η Αναστασία και η Αλεξάνδρα – τα έξι παιδιά του, πάτησαν το buzzer (χωρίς beater) των αποκαλυπτηρίων, ο Σπανούλης ήταν όσο αμήχανος δεν υπήρξε ποτέ σε παραπάνω από είκοσι χρόνια επαγγελματικής διαδρομής.
Κοιτάζοντας προς την οροφή του φαληρικού Παλέ, έμοιαζε να χάνεται σ’ ένα άλλο, παράλληλο σύμπαν. Να τον ρουφά στη δίνη της η στιγμή. Δάγκωνε διαρκώς τα χείλη του, οι μύες του προσώπου του έσπαγαν ακανόνιστα, τα μάτια του δεν εστίαζαν κάπου συγκεκριμένα.
Το υγρό βλέμμα του αντανακλούσε τη συγκίνηση που, ομολογουμένως, τον πλημμύριζε την ώρα που η φανέλα με το 7 έπαιρνε τη θέση της δίπλα στα υπόλοιπα λάβαρα του Ολυμπιακού και από τις κερκίδες ξεχυνόταν -σαν τσουνάμι βοής- η αδιάκοπη επανάληψη του ονοματεπώνυμού του.
«Βασίλης Σπανούλης, Βασίλης Σπανούλης, Βασίλης Σπανούλης».
Φαινόταν από νωρίς
Από νωρίς στη διάρκεια της γιορτής συναισθανόσουν τη συστολή του για ό,τι συνέβαινε γύρω του. Ήταν ολοφάνερη, διάχυτη στον χώρο.
Το μονιμοποιημένο χαμόγελο στα χείλη του ενόσω οι «άνθρωποί» του μιλούσαν για εκείνον, οι μικρές παύσεις, κόμποι στο λαιμό, κατά τη διάρκεια της ευχαριστήριας ομιλίας του απευθυνόμενος σε παρόντες και απόντες και τα αργά βήματα όταν πήγε να φέρει την οικογένειά του για το γκραν φινάλε της τελετής ήταν κομμάτια του ίδιου σκηνικού.
Ο Βασίλης Σπανούλης δεν είχε σαστίσει ποτέ του στα παραπάνω από είκοσι χρόνια της επαγγελματικής διαδρομής του. Ίσως το έκανε ελάχιστα για να μπερδέψει τον εκάστοτε αντίπαλό του και ν’ αλλάξει τάχιστα κατεύθυνση.
Όσοι είχαν την τύχη να πηγαίνουν παράλληλα με την πορεία του στα παρκέ, παρακολουθώντας βήμα προς βήμα την εξέλιξή του, τον έχουν δει σ’ όλες, και ήταν αμέτρητες αυτές, τις συναισθηματικές εξάρσεις του. Σε χαρά, σε απογοήτευση, σε απόγνωση, σε ανακούφιση, σε έκρηξη, σε παράδοση.
Να ξεσπά, αλλά και να απομονώνεται. Ο ίδιος επέλεγε το πώς θα εκφραστεί.
Σε αμηχανία δεν ήταν ποτέ του.
Περισσότερο έμοιαζε με τον πιτσιρικά Βασίλη ο κουστουμαρισμένος άνδρας που έστεκε στο κέντρο του ΣΕΦ παρά με τον 41χρονο σήμερα Σπανούλη. Με τις αντιδράσεις του ζωντάνευε εκείνον τον μικρό Λαρισαίο που στην αυλή του σπιτιού του άρχιζε να χτυπά ακανόνιστα στο έδαφος μια μπάλα και να ρίχνει τα πρώτα σουτ, φορώντας εκ των υστέρων και μια φανέλα των Χιούστον Ρόκετς που του είχε κάνει δώρο ο μπαμπάς Θανάσης.
Ο Σπανούλης επιβεβαίωσε τον πατέρα του
Εν μέσω εφηβείας, στα 15 του, ο Σπανούλης τον έχασε κι έκτοτε σαν να στοιχημάτισε με τον εαυτό του ότι «μια μέρα αυτός θα γίνει μεγάλος μπασκετμπολίστας», όπως καμάρωνε ο πατέρας του μπροστά σε φίλους και συγγενείς, βλέποντάς τον μικρό γιο του να προοδεύει, όντας απόλυτα αφοσιωμένος σ’ αυτό που πραγματικά ήθελε να κάνει.
Η απώλεια της πατρικής φιγούρας από το σπίτι τον σκλήρυνε τον Σπανούλη, τον βοήθησε όμως ταυτόχρονα να πλάσει έναν χαρακτήρα που δεν θα σπάει, ούτε θα θρυμματίζεται από το πρώτο χτύπημα. Έγινε η φιγούρα εκείνη που θα επιβληθεί των άλλων μέσα την αδιάκοπη προσπάθεια για βελτίωση και την αφοπλιστική αφοσίωση σε αυτό που έγινε η δεύτερη φύση του. Γι’ αυτό και αφιέρωσε σ’ αυτόν ό,τι έγινε και είναι σήμερα.
Τον έσπρωξε μέχρι εκεί κι ο αδερφός του Δημήτρης «που ήταν ο πιο αυστηρός κριτής μου», τον στήριξε χωρίς ανταλλάγματα η μαμά Γεωργία, αλλά και η «δυνατή γυναίκα μου», η Ολυμπία.
Ο Σπανούλης άντεξε τα πάντα, δίχως να λυγίσει ποτέ του, κι έγινε πρότυπο για τους επόμενους και τους επόμενους απ’ αυτούς. Παίκτες όπως ο Γιάννης Αντετοκούνμπο ή ο Λούκα Ντόντσιτς, πολλοί ακόμα.
Μέχρι που ήρθε η Κυριακή της 17ης Σεπτεμβρίου. Ημέρα της σοφίας (του μυαλού του), της αγάπης (για το μπάσκετ), της πίστης (στη δουλειά) και της ελπίδας (των άλλων στο πρόσωπό του). Και ο Σπανούλης έσπασε. Για πρώτη, και πιθανόν τελευταία, φορά.