Από τις δεκάδες ερωτήσεις που τέθηκαν στη συνέντευξη Τύπου της ΔΕΘ, ο Πρωθυπουργός δήλωσε για μία και μόνο αιφνιδιασμένος. Κι αυτή δεν αφορούσε κανένα από τα ζητήματα που τρέχουν περισσότερο ή λιγότερο επίμονα στην καθημερινότητα. Ούτε τις φυσικές καταστροφές του καλοκαιριού και του φθινοπώρου. Ούτε τις ανεξήγητες πτυχές της ακρίβειας. Ούτε τις επιδόσεις της κυβέρνησής του. Αλλά ούτε και τα εθνικά παρά την επικείμενη συνάντησή του με τον τούρκο πρόεδρο.
Η ερώτηση αφορούσε την πιθανότητα να καταλάβει ο ίδιος στο μέλλον κάποιο αξίωμα στην Ευρώπη. Η απάντηση αιφνιδίασε μόνο ως προς το ότι ήταν εκτός μητσοτακικού ρεπερτορίου: ο Κ.Μητσοτάκης διέψευσε το ενδεχόμενο με στίχους από άσμα βαριάς πίστας – «Δεν πάω πουθενά, εδώ θα μείνω» είπε και αμέσως μετά βιάστηκε να «αφήσει τα αστεία» για να επιστρέψει στο ύφος που είναι πιο οικείο τόσο στον ίδιο όσο και το κοινό του.
Κατά τα λοιπά δεν υπήρξε τίποτε που δεν θα περίμενε κανείς να μην ερωτηθεί. Αλλά και τίποτε που δεν θα περίμενε κανείς να μην απαντήσει. Στην αναμενόμενη ερώτηση για τον ανασχηματισμό ακούστηκε απλώς σαν ηχώ του κυβερνητικού του εκπροσώπου που μια ημέρα νωρίτερα είχε κλείσει το θέμα. Στις αναμενόμενα περισσότερες ερωτήσεις για τις πλημμύρες κινήθηκε στα γνώριμα νερά της «προόδου που πρέπει να αναγνωριστεί», των «αστοχιών που θα διορθωθούν», των «αλλαγών που θα δρομολογηθούν», στη σημασία της τεχνογνωσίας.
Και μετά η μάχη με την ακρίβεια, το άγιο δισκοπότηρο της επενδυτικής βαθμίδας, το κυνήγι της φοροδιαφυγής – τίποτε που να μην έχει ακουστεί ήδη. Σε ερώτηση για την αλλαγή ηγεσίας στην αντιπολίτευση, εντελώς αναμενόμενα δεν απάντησε τίποτε – ακόμη και για το μέλλον του αιώνιου αντιπάλου του που παρέδωσε τη σκυτάλη είπε πως «θα δείξει η ζωή».
Αν επομένως κρατούσε κανείς κάτι από αυτή τη συνέντευξη Τύπου που κράτησε δυο και πλέον ώρες, είναι περίπου ό,τι και από τις εξίσου σχοινοτενείς του παρελθόντος: κάποιες «παραπολιτικές» λεπτομέρειες. Την πληροφορία, για παράδειγμα, ότι δεν ανανεώθηκε η θητεία του προηγούμενου υπουργού Πολιτικής Προστασίας Χρήστου Στυλιανίδη για «προσωπικούς λόγους» του ίδιου. Την «απόλυτη εμπιστοσύνη» στο πρόσωπο του υπουργού Δικαιοσύνης Γιώργου Φλωρίδη για τον οποίο υποτίθεται πως υπήρξε κάποιου τύπου δυσαρέσκεια στο Μαξίμου ως προς το θέμα του ακαταδίωκτου των τραπεζιτών. Αλλά και μια «διόρθωση» στα εθνικά. Δεν είναι οι «αμοιβαίες υποχωρήσεις» που θα οδηγήσουν στην εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων αλλά οι «αμοιβαίες κινήσεις».
Πέρα από τις λεπτομέρειες, όμως, αυτό που αξίζει να συγκρατήσει κανείς είναι η «μεγάλη εικόνα», όπως την περιέγραψε ο ίδιος. Ο Πρωθυπουργός επιχείρησε να εμφανιστεί λιγότερο στριμωγμένος απ’ όσο πιέζεται αντιπολιτευτικά, περιγράφεται στα μέσα ενημέρωσης ή καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις. Το μήνυμα ήταν περίπου ότι έχει τον χρόνο με το μέρος του – το «βάθος χρόνου», όπως είπε ο ίδιος, για να κριθεί συνολικά. Φάνηκε επίσης να τοποθετεί τη δυσαρέσκεια της περιόδου στη σφαίρα της συγκυρίας και να βασίζει την αλλαγή κλίματος στη λογική πως ούτε θα καιγόμαστε κάθε μέρα ούτε θα πλημμυρίζουμε κάθε τρεις και λίγο κατακλυσμιαία.
Το συμπέρασμα είναι πως, σε μια αντιστροφή της γνωστής ρήσης, σημασία δεν έχουν οι λεπτομέρειες αλλά η μεγάλη εικόνα. Και έχει σημασία επειδή εντός αυτού του πλαισίου οριοθέτησε ο ίδιος το σημείο επανεκκίνησης μιας κυβέρνησης που ελέγχθηκε τόσο ως προς το Leitmotiv της (το «επιτελικό κράτος») όσο και ως προς τη δομική της ύλη (το «rotation»). Σε αυτή τη μεγάλη εικόνα εντέλει ο Πρωθυπουργός φαίνεται να ισοσκελίζει μια ατυχία με μια τύχη.
Την ατυχία των απρόβλεπτων γεγονότων που, σύμφωνα με το δόγμα Μακμίλαν, έχει να φοβάται κάθε πρωθυπουργός. Με την τύχη ότι «έσκασαν» στην αρχή της δεύτερης θητείας του κι ενώ το τέλος έρχεται σε τέσσερα ολόκληρα χρόνια.