Για τρίτη φορά στην καριέρα του ο Κένεθ Μπράνα φορά την «στολή» (και το παράξενο τεράστιο μουστάκι) του Βέλγου ντετέκτιβ Ηρακλή Πουαρό και εξιχνιάζει ένα έγκλημα στην πόλη όπου ο ήρωας της Αγκάθα Κρίστι έχει αποφασίσει να αποσυρθεί – αν και οι καταστάσεις δεν του το επιτρέπουν.

Την ίδια ώρα η Νία Βαρντάλος επιστρέφει για δεύτερη φορά στην διασημότερη (αν όχι την μόνη) ηρωίδα της καριέρας της, την Τούλα, με έναν τρίτο «Γάμο αλά ελληνικά» ή αλλιώς την αποθέωση της τουριστικής γραφικότητας και του κιτς.

Δύο ακόμα «μικρές» ταινίες, η γαλλική «Ηρωας κανενός» και η νορβηγική «Σιχάθηκα τον εαυτό μου» καθώς επίσης και δύο θαυμάσιες επανεκδόσεις, το αγέραστο «Μανχάταν» του Γούντι Άλεν (η απόλυτη ταινία Νέας Υόρκης) και το «Oldboy», τομή στο σινεμά της Νότιας Κορέας, συμπληρώνουν το μενού της νέας κινηματογραφικής εβδομάδας.

Βαθμολογία

5: εξαιρετική

4: πολύ καλή

3: καλή

2: ενδιαφέρουσα

1: μέτρια

0: απαράδεκτη

«Μυστήριο στη Βενετία» (A Haunting in Venice, ΗΠΑ/ Αγγλία/ Ιταλία, 2023)

Επιστρέφοντας με μια τρίτη ταινία στον διάσημο Βέλγο ντετέκτιβ ήρωα των μυθιστορημάτων της Αγκάθα Κρίστι Ηρακλή Πουαρό (ρόλος που αποδείχθηκε ιδανικός για τον ίδιο στις ταινίες του «Εγκλημα στο Οριάν Εξπρές», 2017 και «Εγκλημα στον Νείλο», 2022), ο Κένεθ Μπράνα, με το «Μυστήριο στη Βενετία» προσπάθησε να συνδέσει την ιστορία της συγγραφέα (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός) με το μυστήριο και την «θανατίλα» που ούτως ή άλλως καλύπτει την μοναδική αυτή ιταλική πόλη. Η Βενετία, έτσι όπως κινηματογραφείται από τον Κύπριο διευθυντή φωτογραφίας Χάρη Ζαμπαρλούκο (μόνιμο συνεργάτη του Μπράνα), έχει κάτι το νοσηρά μεταφυσικό, λες και ανήκει σε έναν εντελώς δικό της σύμπαν, κάπου στο μεταίχμιο του Ανω και του Κάτω Κόσμου.

Φυσικά, σε αυτό βοηθά το ίδιο το στόρι της ταινίας, που σε ένα πρώτο επίπεδο έχει κάποια σχέση με την μεταφυσική: στο εσωτερικό ενός παλάτσο, παρόντος του Πουαρό, μέντιουμ διοργανώνουν συνεδρίες για επαφή με τον άλλο κόσμο προκειμένου να γίνει γνωστή η αιτία θανάτου μιας κοπέλας. Όμως όλα αυτά δεν ενδιαφέρουν τον Πουαρό, έναν πρακτικό άνθρωπο που πιστεύει στα γεγονότα και τις ανθρώπινες πράξεις, ο οποίος, συν τοις άλλοις έχει χάσει την πίστη του γιατί έχει δει από πρώτο χέρι όλη την ασχήμια της ανθρωπότητας.

Ο Μπράνα ενδιαφέρεται να φτιάξει μια ατμόσφαιρα κλειστοφοβίας στην ταινία, της οποία ο μεγαλύτερος δραματουργικός χρόνος είναι μια νύχτα. Εν μέρει τα καταφέρνει, χάρη κυρίως στην αξιοποίηση των εσωτερικών χώρων που κτηματογραφούνται παράξενα, από πάνω ,από κάτω από πλάγια, με φίλτρα και διάφορους φακούς. Εκεί όμως που η ταινία χάνει είναι στην ίδια την αφήγηση της ιστορίας, πολύ μπερδεμένη, πολύ σκοτεινή, με πολλές ανατροπές και με τον Πουαρό υπερβολικά σίγουρο για τον εαυτό του, έτοιμο να δώσει την απάντηση στο τέλος σαν τον ταχυδακτυλουργό που βγάζει τον λαγό από το καπέλο του. Δεν θα πω ότι δεν την παρακολούθησα με όρεξη σαν ένα καλό μυστήριο, θα πω όμως ότι είναι σαφώς κατώτερη των δύο προηγούμενων.

Βαθμολογία: 2 ½

(προβάλλεται σε περισσότερες από 110 αίθουσες σε όλη την Ελλάδα)

——————————————————————————

«Γάμος αλά ελληνικά 3» (My Big Fat Greek Wedding 3, ΗΠΑ, 2023)

Από μια ταινία που λέγεται «Γάμος αλά ελληνικά 3», περιμένεις, βέβαια, να έχει όλες τις προδιαγραφές μιας «εύκολης» τουριστικής ταινίας που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί (και καλά κάνει) την φήμη του πρώτου «Γάμου αλά ελληνικά», ένα πραγματικό φαινόμενο στην εποχή του (2002). Αυτό που δεν περιμένεις όμως, είναι να μην έχει απολύτως τίποτ’ άλλο. Κάθε τι σε αυτήν την ταινία, που έγραψε και σκηνοθέτησε η Νία Βαρντάλος κρατώντας και πάλι τον ρόλο της Τούλα που πριν από μια εικοσαετία την έκανε διάσημη, είναι τόσο θλιβερά παρωχημένο που κυριολεκτικά τα χάνεις.

Παριστάνοντας διαρκώς την μεγαλοκοπέλα, η Τούλα αναζητεί εδώ τις ρίζες του μακαρίτη του μπαμπά της σε κάποιο ελληνικό νησί, έχοντας μαζί της όλη σχεδόν την φαμίλια από το Σικάγο. Πέρα από την υποκριτική αδυναμία της Βαρντάλος – αρκεί να την δεις να «υποδύεται» την μεθυσμένη – το σενάριο είναι τόσο κακά σχηματικό που σχεδόν σου προκαλεί θλίψη. Χωριάτες πάνω σε γαϊδούρια που βγάζουν I pad από την κωλότσεπη, το «θαύμα» της ελληνικής κουζίνας μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο, το μπουζούκι στη διαπασών, οι Ελληνες εξ’ Αμερικής να κάνουν μπάχαλο την πτήση Σικάγο- Αθήνα και κάπου ανάμεσα σε αυτό το πανηγύρι κακόγουστων «επεισοδίων», ένας υπέρβαρος Αλέξης Γεωργούλης με ύφος βαρύ κι ασήκωτο λόγω του μουστακιού του να αποτελεί την έκπληξη της (ας την πούμε) ιστορίας.

Προσωπικά δεν γέλασα ούτε μια φορά και θύμωσα μπόλικες, κυρίως από αυτήν την εντελώς passe αντίληψη που σήμερα, εν έτη 2023 κάποιοι Ελληνες του εξωτερικού έχουν για την Ελλάδα. Λες και τα πάντα έχουν παραμείνει κολλημένα στην δεκαετία του 1950. Γιατί η «Επιχείρηση Απόλλων» του Γιώργου Σκαλενάκη, ταινία του 1968, έχει μεγαλύτερη φαντασία και πρωτοτυπία από αυτόν εδώ τον αχταρμά πρόχειρων γραφικοτήτων.

Βαθμολογία: 1

(προβάλλεται σε 80 αίθουσες σε όλη την Ελλάδα)

——————————————————————————

«Ηρωας κανενός» (Viens je t’emmène, 2022)

Προσπαθώντας να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου μετά την παρακολούθηση της γαλλικής ταινίας «Ηρωας κανενός», βρέθηκα σε σύγχυση. Η σύγχυση βέβαια, είναι ένα θέμα στην ίδια την ταινία καθώς η ιστορία της τοποθετείται στο Κλερμόν Φεράν, ενώ η πόλη έχει υποστεί μια τρομοκρατική επίθεση, οπότε μια σύγχυση επικρατεί στην ατμόσφαιρα κάτι που ο σκηνοθέτης Αλέν Γκιροντί επισημαίνει μέσα από αρκετές, ενδιαφέρουσες μεν αλλά «μικρές» σκηνές. Γιατί την ίδια ώρα, ο κορμός στον «Ηρωα κανενός», αφορά ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα που η ταινία προσπαθεί να διαχειριστεί με μια cool διάθεση: τον παθιασμένο έρωτα ενός παράξενου γραφίστα, του Μεντερίκ (Ζαν-Σαρλ Κλισέ) με μια μεγαλύτερη του, παντρεμένη πόρνη την Ιζαντόρα (Ναομί Λοβσκί).

Στην πρώτη σκηνή της ταινίας, ο Μεντερίκ την πλησιάζει κάνοντας τζοκινγκ μέσα σε μια γελοία φόρμα και ενώ εκείνη έχει «σχολάσει» από την δουλειά της. Της την «πέφτει» στην ψύχρα υποσχόμενος ότι θα της κάνει στο κρεβάτι πράγματα που κανείς δεν της έχει κάνει ποτέ. Οπότε η ιστορία τους αρχίζει και «διαλείμματά» της είναι τα επεισόδια της σύγχυσης στην πόλη λόγω του τρομοκρατικού χτυπήματος. Ένα από αυτά τα επεισόδια αφορά έναν άστεγο μετανάστη τον οποίο ο Μεντερίκ καταδίδει στην αστυνομία και εν συνεχεία βάζει στο σπίτι του.

Το σεξ είναι ένα θέμα που απασχολεί τον «αναρχικό» σκηνοθέτη Γκιροντί που έγινε γνωστός το 2013 με το ομοφυλοφιλικό θρίλερ «Ο άγνωστος της λίμνης» (το φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είχε κάνει ένα μεγάλο αφιέρωμα στο άγνωστο εν Ελλάδι έργο του). Το ίδιο συμβαίνει και εδώ, εν μέρει τουλάχιστον γιατί τελικά τίποτα από όσα συμβαίνουν στην ταινία δεν καταφέρνουν να «δέσουν» αρμονικά μεταξύ τους. Κάτι που προφανώς βρισκόταν στις προθέσεις του σκηνοθέτη αλλά μπορεί να γίνει κουραστικό για τον θεατή.

Βαθμολογία: 2 ½

ΑΘΗΝΑ: ΔΑΦΝΗ -ΣΤΕΛΛΑ – ΚΑΡΜΕΝ κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: ΑΛΕΞ

——————————————————————————

«Σιχάθηκα τον εαυτό μου» (Syk pike, Νορβηγία, 2022)

Το φαινόμενο των τηλεοπτικών reality, όπως και η μανία για προβολή από τα κοινωνικά δίκτυα, έχει αποδείξει, βασικά, ένα πράγμα: την αστείρευτη ανάγκη αν όχι όλων, πάντως πάρα πολλών ανθρώπων για αναγνώριση. Είτε το παραδέχονται είτε όχι αμέτρητοι άνθρωποι είναι έτοιμοι να κάνουν το οτιδήποτε για να κερδίσουν αυτά τα 15 δευτερόλεπτα φήμης στα οποία μια φορά κι έναν καιρό είχε αναφερθεί ο Αντι Γουόρχολ.

Και αυτό είναι το θέμα της «μαύρης» νορβηγικής κωμωδίας «Σιχάθηκα τον εαυτό μου» του Κρίστοφερ Μπόργκλι στην οποία μια γυναίκα, η Σίγκνε (Κριστίνε Κούγιατ Θόρπ) θα ξεπεράσει κάθε όριο προκειμένου να τραβήξει την προσοχή των άλλων, κάτι που ξέρει να κάνει καλά και με επιτυχία, ο νάρκισσος «καλλιτέχνης» φίλος της Τόμας (Εϊρικ Σέθερ). Η ταινία αρχίζει σε ένα εστιατόριο πολυτελείας όπου ο Τόμας κλέβει ένα μπουκάλι πανάκριβου κρασιού και ο σερβιτόρος τον κυνηγά στους δρόμους αδιαφορώντας για την συνοδό του που ζηλεύει την επιτυχία του φίλου της.

Η Σίγκνε δεν αντέχει την ιδέα ότι σε αντίθεση με τον εντελώς δήθεν φίλο της περνά απαρατήρητη. Οπότε θα κάνει ότι μπορεί για να ελκύσει πάνω της την προσοχή. Και η κατάσταση θα βρεθεί εκτός ελέγχου όταν αρχίζει να τραυματίζει τον εαυτό της. Το παραμορφωμένο πρόσωπό της, εντελώς αγνώριστο τυλιγμένο στις γάζες, γίνεται όντως πόλος έλξης, όμως υπάρχει αλήθεια κάπου χαρά μέσα σε όλα αυτά; Μάλλον όχι, ή τουλάχιστον κάτι τέτοιο βγαίνει από την ωμή αυτή ταινία που παρατραβηγμένα ίσως αλλά ως επί το πλείστο εύστοχα, σχολιάζει την αρρώστια της ματαιοδοξίας, ένα από τα πιο δυσάρεστα αλλά και ανόητα φαινόμενα των καιρών μας.

Βαθμολογία: 2 ½

ΑΘΗΝΑ: ΙΝΤΕΑΛ – ΦΛΕΡΥ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ – ΒΟΞ κ.α.

——————————————————————————

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

«Μανχάταν» (Manhattan, ΗΠΑ, 1979) του Γούντι Αλεν.

Μέσα από τον φακό του σπουδαίου διευθυντή φωτογραφίας Γκόρντον Γουίλις, σε ρομαντικό ασπρόμαυρο φιλμ και υπό τους γλυκούς τζαζ ήχους του Τζορτζ Γκέρσουιν, ο Γούντι Αλεν κινηματογραφεί με αστείρευτη αγάπη την λατρεμένη πόλη του, τη Νέα Υόρκη, κρατώντας για τον εαυτό του τον ρόλο του μοναχικού τύπου (σεναριογράφου της τηλεόρασης) ο οποίος αναζητεί την κατάλληλη γυναίκα, χωρίς να είναι και τόσο βέβαιος για το αν θέλει πραγματικά αυτό που τελικά βρίσκει. Η απόλυτη «νεοϋρκέζικη ταινία», σίγουρα η πιο τρυφερή του Αλεν και για πολλούς ένα από τα πραγματικά αριστουργήματα του (κάποιοι μάλιστα την εισέπραξαν ως «συνέχεια» της αμέσως προηγούμενής του, «Ο νευρικός εραστής» /Annie Hall). Τον βασικό γυναικείο ρόλο κρατά η τότε μούσα του Αλεν, η Νταϊάν Κίτον, ενώ όπως πάντα ,αρκετοί γνωστοί ηθοποιοί εμφανίζονται σε μικρούς ρόλους. Ανάμεσά τους η Μάριελ Χέμινγουεϊ (που μάλιστα προτάθηκε για το Οσκαρ β’ γυναικείου ρόλου) αλλά και η Μέριλ Στρίπ που παίζει την ομοφυλόφιλη πρώην σύζυγο του κεντρικού ήρωα. Η ταινία διεκδίκησε επίσης το Οσκαρ σεναρίου γραμμένου κατευθείαν για την οθόνη (γραμμένο από τον ίδιο τον Αλεν βέβαια σε συνεργασία με τον συνεργάτη του εκείνη την εποχή, Μάρσαλ Μπρίκμαν).

Βαθμολογία:4 1/2

ΑΘΗΝΑ: ΣΤΟΥΝΤΙΟ

——————————————————————————

«Old Boy» (Nότια Κορέα, 2004) του Παρκ Τσαν Γουκ.

Αποφασισμένος να μάθει τους λόγους για τους οποίους κάποιος τον φυλάκισε σε ένα δωμάτιο επί 15 ολόκληρα χρόνια, ένας άντρας (Τσόι Μιν Σικ), θα περάσει έναν εφιαλτικό Γολγοθά, καθώς το πείσμα του είναι τόσο δυνατό που δεν θα το βάλει σε καμία περίπτωση κάτω. Βασισμένη αμυδρά σε ένα γιαπωνέζικο κόμιξ, η κορεάτικη απάντηση στο «Kill Bill» του Κουέντιν Ταραντίνο είναι ένας θρίαμβος του στυλιζαρίσματος αλλά και μια οπερατική μελέτη της βίας που απαιτεί γερά νεύρα και στομάχια με αντοχές από μάτια μη συνηθισμένα. Αποτελεί το δεύτερο μέρος της διάσημης πλέον τριλογίας της Εκδίκησης του Παρκ Τσαν Γουκ (προηγείται το «Sympathy for Mr. Vengeance», 2002 και ακολούθησε το «Lady Vengeance», 2005) και μετά την βράβευσή του στο φεστιβάλ των Καννών (με πρόεδρο της επιτροπής τον Κ. Ταραντίνο), έγινε από μόνο του ένα κεφάλαιο της Ιστορίας του νοτιοκορεάτικου κινηματογράφου* κυριολεκτικά σημείο αναφοράς όπως τα «Παράσιτα» του Μπονγκ Τζουνγκ Χο. Σήμερα συστήνεται εκ νέου στο ελληνικό κοινό σε νέα 4K αποκατεστημένη κόπια και αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η νέα διανομή του σε αυτή την μορφή υπήρξε άκρως επιτυχημένη στις αίθουσες των ΗΠΑ με έσοδα που ξεπέρασαν τα 1.2 εκ. δολάρια.

Βαθμολογία: 4

ΑΘΗΝΑ: ΖΕΦΥΡΟΣ – ΔΑΝΑΟΣ – ΑΒΑΝΑ – ΣΠΟΡΤΙΝΓΚ κ.α.