Δεν υπάρχει ακριβής μετάφραση στα ελληνικά. Περιφραστικά είναι «το να εκπέμπεις σήματα αρετής», αλλά αυτό δεν αποτυπώνει ό,τι συμβαίνει καθημερινά στα social media και κορυφώνεται σε μέρες τραγικές, όπως αυτές που διανύουμε. Virtue signaling είναι «η δημόσια έκφραση απόψεων ή συναισθημάτων που αποσκοπούν στην απόδειξη του καλού χαρακτήρα ή της κοινωνικής συνείδησης ή της ηθικής ορθότητας της θέσης κάποιου σε ένα συγκεκριμένο θέμα, προκειμένου να εισπράξει αποδοχή και θαυμασμό». Έχουμε αρχίσει να συνεννοούμαστε; Κάθε σκιτσάκι με νεκρούς και δακρύβρεχτη λεζάντα, κάθε φωτογραφία από καμμένες δασικές εκτάσεις και ψόφια ελάφια, κάθε βιντεάκι με ανθρώπους και τα υπάρχοντα τους να επιπλέουν σε λασπόνερα αλλά και κάθε οργισμένο tweet, κάθε μακροσκελής ανάρτηση στο facebook που αναζητά υπαίτιους/απαιτεί δικαιοσύνη/ ξεχειλίζει αγανάκτηση, είναι εκεί για να απεικονίσει την απέραντη θλίψη του χρήστη – που όμως δεν είναι αρκετά απέραντη ώστε να τον κρατήσει για λίγες μέρες ή, έστω, λίγες ώρες μακριά από το γαϊτανάκι των posts και των stories.
«Φωτογραφία ή δεν συνέβη ποτέ» (photo or it never happened) λέγαμε παλιά, «story ή δεν ένιωσες τίποτε» είναι το αφήγημα του σήμερα. Όσοι πονούν ή οργίζονται μακριά από τα social media είναι σαν να μην πονούν ή οργίζονται πραγματικά.
Ο μέσος χρήστης, αυτές τις μέρες, πιθανότατα θα ανεβάσει κάτι σχετικό με την επικαιρότητα. Δεν το σκέφτεται πολύ πριν το κάνει και έχει και με το μέρος του την αθωότητα ενός ερασιτέχνη: έτσι όπως ανεβάζει αφιλτράριστα και ελαφρώς στραβά τα ηλιοβασιλέματά του, το όχι-και-τόσο-φωτογενές παστίτσιο της μαμάς του, τα κόλπα της γάτας του και την ζωγραφιά του παιδιού του, έτσι, ακατέργαστα, ίσως θα επιλέξει να μοιραστεί την λύπη και την οργή του για την περιρρέουσα κατάσταση. Είναι ένα σύνηθες κοινωνικό φαινόμενο η τάση των ανθρώπων να ενεργούν με πανομοιότυπο τρόπο και να συντάσσονται με την πλειοψηφία. Ο ψυχολογικός μηχανισμός πίσω από αυτό είναι η υπόθεση πως αφού το κάνουν όλοι, αφενός θα είναι σωστό, αφετέρου κάποιο όφελος μπορεί να υπάρχει στο να κάνουμε όλοι το ίδιο. Ακόμα και αν προσπαθήσεις να «χρεώσεις» στον μέσο χρήστη πιο ταπεινά κίνητρα για αυτό το ασυναίσθητο virtue signaling, δεν μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από την απόπειρα να αποσπάσει μερικά likes και reactions από τους φίλους και τους γνωστούς του.
Τι γίνεται όμως με τους άλλους, που δεν συνιστούν τον μέσο χρήστη; Για τους υπερπροβεβλημένους των media και τους υπερ-ακολουθημένους των social media, για τους φύσει, θέσει, κατ’ επιθυμία ή κατά φαντασία ινφλουένσερς, δεν υπάρχει το «τεκμήριο αθωότητας» του μέσου χρήστη. Όλοι ξέρουμε πια πως το περιεχόμενο είναι προμελετημένο – τα πολύχρωμα φουστάνια είναι πάντα ασορτί με παράθυρα στις Κυκλάδες, οι ανέμελες βόλτες στην παραλία είναι απαθανατισμένες πάντα στο «καλό φως», τα πρόσωπα δεν έχουν ποτέ ρυτίδες, παρά μόνον αν συνοδεύονται από κοινωνικό μήνυμα περί «αποδοχής αληθινού εαυτού». Το instagram βρίθει από επαγγελματικά posts που πασχίζουν να πείσουν «είμαι ένας κανονικός χρήστης, σαν εσάς» αλλά το επόμενο sponsored post πείθει με άνεση για το ακριβώς αντίθετο. Όχι πως υπάρχει κανένα πρόβλημα με τον βιοπορισμό μέσω διαφήμισης, κάθε άλλο. Είναι απλά μια δουλειά (ή ένα πάρεργο) και μπορεί να γίνει με αξιοπρέπεια ή και όχι, όπως όλες οι άλλες. Δεν υπάρχει αμφιβολία όμως πως η σκέψη «θα αρέσει αυτό στο κοινό μου;» κρύβεται πίσω από κάθε story και είναι όχι μόνο λογικό, αλλά από κάποιο σημείο (και κάποιον αριθμό followers) και έπειτα είναι σχεδόν επιβεβλημένο: δεν μπορείς να μοιράζεσαι ό,τι σου κατέβει στο μυαλό, που ενδεχομένως να προσβάλει ή να πληγώνει μερίδιο του κοινού σου και να έχεις την απαίτηση να συνεχίσει να σε στηρίζει και αυτό και η διαφημιστική αγορά.
Όταν όμως γνωρίζουμε πως αυτοί οι χρήστες ζυγίζουν καλά κάθε κίνησή τους στα social media – και εν τέλει την εξαργυρώνουν κιόλας – τότε το virtue signaling είναι κάτι παραπάνω από προσπάθεια ενσωμάτωσης στην πλειοψηφία. Το να πατάς ένα κουμπί και να νιώθεις/δείχνεις αυτομάτως καλύτερος άνθρωπος είναι ένα θαυμάσιο προνόμιο που οι «συνήθεις ύποπτοι» για υποκρισία δεν είναι εύκολο να κατακτήσουν, παρά μόνο στα μάτια αφελών. Κάθε φορά που ένας πομπός αμφιβόλου αυθεντικότητας εκπέμπει αγνές προθέσεις, ενεργοποιείται αυτομάτως το ένστικτο του δέκτη να ξεχωρίσει το αληθινό από το ψεύτικο και τον ενάρετο από τον φαύλο. Γιατί πρέπει να είσαι πραγματικά φαύλος για να πιστεύεις πως ο ανθρώπινος πόνος, η καταστροφή, η δυστυχία, ο θάνατος είναι μια γυαλιστερή ευκαιρία που περιμένει να την αρπάξεις για να υποκριθείς ενσυναίσθηση και έπειτα να πας ταμείο να μετρήσεις τις εισπράξεις σου.
Ποιο εργαλείο μπορεί να φανεί σωτήριο στους υπερπροβεβλημένους χρήστες αυτές τις στιγμές; Η σιωπή, ως ένδειξη σεβασμού, τουλάχιστον έως ότου η καταιγίδα (κυριολεκτική ή μεταφορική) να περάσει. Ποιο εργαλείο στα χέρια τους μπορεί να φανεί σωτήριο για όλους μας; Οι πράξεις. Εκείνοι που μέσα στις πυρκαγιές, στις πλημμύρες, στον ανθρώπινο πόνο χρησιμοποίησαν το μέσο για έκκληση βοήθειας μοιάζει όχι μόνο να είχαν καλά αντανακλαστικά, αλλά και να επανέφεραν τα social media στις «εργοστασιακές ρυθμίσεις» τους: το νέο διαδίδεται και παρακινεί σε πράξεις. Στο τάδε μέρος συλλέγουν φάρμακα, στο άλλο πηγαίνετε βρεφικές πάνες, σε αυτόν τον αριθμό θα απαντήσει το καταφύγιο ζώων, σε εκείνον τον λογαριασμό συγκεντρώνουμε χρήματα για βοήθεια. Αυτά είναι πράξεις ή έστω παρακίνηση για πράξεις και υπάρχει αξία στο να καταφέρεις να σηκώσεις κάποιον από την πολυθρόνα του: ακόμα και αν σηκωθεί μόνο ένας, από εκεί που δεν είχες καθόλου χέρια, τώρα έχεις δύο. Και τα δύο μπορεί να γίνουν είκοσι, διακόσια, δύο χιλιάδες. Και όταν τα δεις αυτά τα δυο χιλιάδες χέρια να δουλεύουν ασταμάτητα για να βοηθήσουν αυτούς που δοκιμάζονται, ξέρεις πως εκείνοι που πάτησαν το κουμπί στο κινητό τους, δεν το πάτησαν εις μάτην.