Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1967, η Τρούμπα, η κακόφημη συνοικία του Πειραιά με τα δεκάδες καμπαρέ, τους οίκους ανοχής, τους τεκέδες και τις χαρτοπαικτικές λέσχες έπαψε να υπάρχει.
Η Χούντα των Συνταγματαρχών αποφασίζει το κλείσιμο των οίκων ανοχής, χαρακτηριστικό στοιχείο της περιοχής κι έτσι η γειτονιά που δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα και αποτέλεσε, για δεκαετίες, πόλο έλξης για ρεμπέτες, ναυτικούς, προαγωγούς, εκδιδόμενες γυναίκες και την πελατεία τους, ανθρώπους του περιθωρίου, «έκλεισε».
Όπως γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 13ης Σεπτεμβρίου 1967, αρχικά υπήρξε η σκέψη για προσωρινή παύση των οίκων ανοχής:
«Η Τρούμπα από χθες ζει χωρίς τις ιέρειες του έρωτα. Οι περισσότερες απ’ αυτές αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα κακόφημα σπίτια, στις πόρτες των οποίων δεσπόζουν ήδη τα λουκέττα, μετά την εντολή της Γενικής Ασφαλείας Πειραιώς.
»Η τελευταία έδωσε μία προθεσμία, η οποία και έληξε χθες, για το κλείσιμο των κακοφήμων οίκων, οι οποίοι συστεγάζουν παράνομα πάνω από μία ιερόδουλες. Τούτο χαρακτηρίσθηκε ανθυγιεινό και παράνομο συγχρόνως και διατάχθησαν οι ιδιοκτήτες να προβούν στις κατάλληλες διαρρυθμίσεις και επισκευές, προκειμένου να εξασφαλισθή η καταλληλότης των διαμερισμάτων.
»Μόλις επιτευχθή τούτο, οι γυναίκες ελευθερίων ηθών θα επανεγκατασταθούν στα σπίτια της Τρούμπας, τα οποία όμως δεν θα διακρίνωνται πια από τον ομαδικό εταιρισμό».
Τελικά όμως, όπως αναφέρει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 14ης Σεπτεμβρίου αποφασίστηκε «η οριστική κατάργηση των κακοφήμων σπιτιών στην Τρούμπα.
»Την οριστική κατάργηση, εξάλλου, της Τρούμπας εγνωστοποίησαν χθες στον Τύπο από κοινού ο διευθυντής Αστυνομίας Πειραιώς κ. Γιαννόπουλος και ο κ. Δήμαρος. Οι περισσότερες πάντως ιερόδουλες άρχισαν να εγκαταλείπουν από χθες την Τρούμπα.
»Χθες, πρώτη ημέρα μετά το σφράγισμα των κακόφημων σπιτιών, 100 περίπου από τις 123 γυναίκες της Τρούμπας, υπέβαλαν αιτήσεις στην Γενική Ασφάλεια Πειραιώς, για να μεταβούν στην επαρχία».
Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, τον Ιούνιο του 1967, ο δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας Νίκος Καμπάνης περιγράφει την Τρούμπα κατά τις τελευταίες, όπως αποδείχθηκε, ημέρες της. Ο Καμπάνης με το χαρακτηριστικό του ύφος δίνει μια λεπτομερή περιγραφή των όσων συνέβαιναν στην Τρούμπα της δεκαετίας του ’60.
Το συνάλλαγμα
«Η Τρούμπα, λοιπόν, αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, είναι η πιο ήσυχη αλλά – ταυτόχρονα – και η πιο εύρωστη οικονομικά περιοχή της χώρας. Μύτη δεν ανοίγει. Με πιο ασφάλεια περπατά μια γυναίκα μόνη της στις δύο το πρωί, παρά σε άλλες, θεωρούμενες ήσυχες γειτονιές.
»Όσο για το…συνάλλαγμα που εισρέει εκεί από τους ξένους και γηγενείς επισκέπτες, στα κέντρα ή στα φιλόξενα δωμάτια της περιοχής, κρατήστε την αναπνοή σας. Το συνάλλαγμα αυτό είναι περίπου το ίδιο μ’ εκείνο που εισπράττει ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς από την κίνηση όλων των πλοίων του λιμένος. Δηλαδή, κάπου 225.000 δραχμές την ημέρα.
»Βασικό χαρακτηριστικό στοιχείο της Τρούμπας – όπως και κάθε λιμανιού – είναι οι ναυτικοί και οι γυναίκες. Και οι μεν ναυτικοί, ναυτικοί είναι, πάνε – έρχονται, δεν αποτελούν τον μόνιμο πληθυσμό της περιοχής. Με τις γυναίκες, όμως αλλάζει. Υπάρχουν τριών κατηγοριών:
Οι γυναίκες της Τρούμπας
»Οι της πρώτης κατηγορίας είναι εκείνες που εμφανίζονται στα κέντρα με πρόγραμμα και κάνουν παρέα, επίσης, με τους πελάτες. Πάντως, λέγονται καλλιτέχνιδες. Στην δεύτερη κατηγορία είναι εκείνες που μένουν στα μπαρ, που δεν εμφανίζονται σε καλλιτεχνικό πρόγραμμα, αλλά απλώς κάνουν παρέα με τους πελάτες.
»Και στην τρίτη κατηγορία ανήκουν εκείνες που στα φιλόξενα μοναχικά δωμάτιά τους, ασκούν το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου, χωρίς καλλιτεχνικές “προφάσεις” κι “επιφάσεις”. Τώρα: μεταξύ τους οι τρεις αυτές κατηγορίες αλληλοπεριφρονούνται και αλληλομισούνται.
»Το γιατί, ανάγεται πάλι σε οικονομικούς λόγους. Είναι δε απλό: Όταν ένας ναυτικός που έρχεται από χιλιάδες μίλια μακριά κι επιθυμεί μια γυναικεία συντροφιά μπει σε κάποιο κέντρο, θα ξοδέψει – συνολικά – κάπου χίλιες δραχμές σε κεράσματα κ.λ.π.
»Άν, όμως, περιορισθεί στη συντροφιά μιας μη καλλιτέχνιδος, θα δώσει δυό-τρία κατοστάρικα και αυτό είν’ όλο. Συνεπώς, ζημιά οικονομική και… μείωση του συναλλαγμάτος. Έτσι, οι μη καλλιτέχνιδες ζηλεύουν τις καλλιτέχνιδες και οι τελευταίες νοιώθουν για τις αντιπάλους τους ένα μικτό συναίσθημα μίσους και περιφρονήσεως.
Οι αστές κυρίες
»Το ίδιο, όμως, συναίσθημα νοιώθουν και για τις αστές, τις κυρίες ή δεσποινίδες εκείνες που κατεβαίνουν το Σαββατόβραδο στην Τρούμπα για τουρισμό, όχι βέβαια για να δουν το πρόγραμμα ενός κέντρου, αλλά για να “ζήσουν” ανώδυνα την ηδυπαθή ατμόσφαιρα της περιοχής.
(…)
Το κοινό
«Η σύνθεση του κοινού είναι τελείως διαφορετική από οποιαδήποτε άλλα νυκτερινά κέντρα έχετε δει στην Αθήνα. Η συντριπτική πλειοψηφία είναι άντρες. Που αγωνίζονται να πιάσουν μιά θέση όσο το δυνατόν πιο κοντά στην πίστα για ν’ απολαύσουν το πρόγραμμα – το θέαμα.
»Όσοι κρατιούνται οικονομικά περισσότερο, έχουν στο τραπεζάκι τους μιά από τις “καλλιτέχνιδες” ή τις κοπέλες του κέντρου, την κερνούν κάθε τόσο μιά “σαμπάνια”, της κρατούν το χέρι και πού και πού χορεύουν κανένα χορό μαζί της.
»Μέσα στο κέντρο είναι ζήτημα αν υπάρχουν δύο ή τρία νόμιμα ή μη ζευγάρια, που έχουν έλθει “απ’ έξω”. Γιατί πρέπει να σημειωθεί και αυτό: πολλοί παντρεμένοι που θέλουν να βγουν με την φιλενάδα τους για να πάνε σε κάποιο κέντρο να χορέψουν, δεν τολμούν να εμφανισθούν στην Αθήνα, όπου όλο και κάποιο μάτι μπορεί να τους δει.
»Ενώ στον Πειραιά, σε κάποιο κέντρο της Τρούμπας με τις διερχόμενες “καλλιτέχνιδες” και τους διερχομένους ναυτικούς, υπάρχει πολύ μεγαλύτερη ασφάλεια.
Το πρόγραμμα αρχίζει
«Η ατμόσφαιρα έχει θερμανθεί, είναι έτοιμη για το πρόγραμμα. Τα γκαρσόνια προσπαθούν να ανακαλύψουν τους τσαμπατζήδες και να τους υποχρεώσουν να πάρουν ποτά, οι πιο θερμόαιμοι έχουν αρχίσει τα σφυρίγματα και τα χειροκροτήματα, ο καπνός από τα πολλά τσιγάρα κάνει τα μάτια να τσούζουν, οι καλλιτέχνιδες μία-μία φεύγουν από τα τραπεζάκια και πηγαίνουν στα παρασκήνια να ετοιμασθούν για την εμφάνιση, όλα θυμίζουν μπαρ ουέστερν, μόνο που όλοι ξέρουν πώς δεν πρόκειται να πέσει κανένας πυροβολισμός. Και κάτι άλλο: όσο κι αν φανεί παράξενο, δεν υπάρχει τίποτε το υπερβολικά αισθησιακό, το πρόστυχο (…). Όσο από Τέχνη, άστετα να μην τα συζητάμε καλύτερα.
»Κάπου μιάμιση ώρα κρατάει το πρόγραμμα. Ο κονφερανσιέ αγωνίζεται κάθε τόσο να επιβάλλει ησυχία, χορεύει η Λεϊλα, κάνει και το στριπ – τηζ της η Ντολόρες, κάνουνε και το χορευτικό τους κάτι γκερλς σαν να πατάνε σταφύλια κι ένας Ιταλός – τούτος φαίνεται μάλλον για γνήσιος – κι έπειτα όλα τελειώνουν και το 80% της αρσενικής πελατείας φεύγει.
»Φεύγουν όλοι μαζί, σαν να σχολάνε από κάπου και ρίχνουν ματιές ζήλειας, στους άλλους που μένουν, που έχουν πιο γερό πορτοφόλι και που θα συνεχίσουν να κάνουν παρέα με τις “καλλιτέχνιδες”, πιο στενή παρέα.
»Οι δυό τρεις αστές που “γεύθηκαν” την ηδυπάθεια της ατμόσφαιρας, φεύγουν γοητευμένες. Στο κομμωτήριο θα έχουν να λένε στις φιλενάδες τους.
– Περάσαμε μια νύχτα στην Τρούμπα, θαύμα…
– Είδατε όργια;
– Πολλά.
Και λένε ψέμματα – ως συνήθως».