Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, μια εποχή σφοδρή και έντονη που ταλάνισε την χώρα μας και δοκίμασε την ελληνική κοινωνία όσο τίποτα στο πρόσφατο παρελθόν, χιλιάδες νέοι και νέες αναγκάστηκαν να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον σε δεκάδες χώρες του εξωτερικού. Η απόφαση μόνο εύκολη δεν ήταν –όμως την πήραν, ελπίζοντας πως εκτός συνόρων τους περιμένουν οι ευκαιρίες που η Ελλάδα αδυνατούσε να τους προσφέρει. Τα πρωτοσέλιδα του εγχώριου Τύπου έκαναν λόγο, εκείνο τον καιρό, για τη «χαμένη γενιά», το σημαντικό ανθρώπινο κεφάλαιο που χανόταν και μαζί του χάνονταν και οι ευκαιρίες για ανάπτυξη και καινοτομία στην Ελλάδα.
Η Τζένη Συκιώτη γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1987 στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλωσε στην περιοχή της Ηλιούπολης και σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών. Το 2012 πήρε την απόφαση να αφήσει πίσω της την Ελλάδα της κρίσης και να αναζητήσει νέα εφόδια για την επαγγελματική της σταδιοδρομία στην πρωτεύουσα της Ρουμανίας, το Βουκουρέστι. «Με δέχθηκε κοντά της μια σημαντική γυναίκα, μοριακή βιολόγος, που ασχολείται με την υπογονιμότητα. Μια εξαιρετική επιστήμονας, Ελληνίδα της Ρουμανίας, χάρη στην οποία κατάφερα να γνωρίσω καινούρια γνωστικά πεδία και να πραγματοποιήσω με μεθοδικότητα τα επόμενα βήματα της καριέρας μου, αφού πρώτα μου εξήγησε πως “το μέλλον είναι στην εξειδίκευση και μιας και δεν είσαι βιολόγος πρέπει να συγκεντρώσεις εφόδια για να παραμείνεις στο χώρο”. Ακολούθησα τη συμβουλή της και πραγματοποίησα ένα μεταπτυχιακό στη Διοίκηση Μονάδων παροχής Υπηρεσιών Υγείας».
Σήμερα, η Τζένη Συκιώτη είναι διοικητική σύμβουλος σε μονάδες παροχής υπηρεσιών υγείας και βιοτεχνολογίας, οι οποίες δραστηριοποιούνται στο χώρο της ιδιωτικής φύλαξης βλαστικών κυττάρων. Μιλάει πέντε γλώσσες, ελληνικά, αγγλικά, ρουμανικά, γερμανικά και ιταλικά, ενώ συνεργάζεται με μεγάλες τράπεζες βλαστικών κυττάρων σε ανεπτυγμένες χώρες όπως η Γερμανία και η Ελβετία. Παράλληλα έχει αναπτύξει και τις δικές της μικρές εταιρίες σε διαφορετικά πεδία. «Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει αναπτυχθεί σημαντικά, σε ερευνητικό επίπεδο, στον τομέα των βλαστοκυττάρων», λέει αρχικά, υποστηρίζοντας πως «… ανάλογη πρόοδος έχει σημειωθεί και όσον αφορά το νομοθετικό πλαίσιο γύρω από τη φύλαξη βλαστοκυττάρων, από τη στιγμή που ορίστηκαν επίσημα οι προδιαγραφές για την ασφάλεια και την ποιότητα των αποθηκευμένων βλαστοκυττάρων. Oι τράπεζες αυτές υπόκεινται σε αυστηρούς ελέγχους με στόχο το κοινό όφελος».
Έχοντας ζήσει και εργαστεί σε διαφορετικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κ. Συκιώτη αντιλαμβάνεται την ανοιχτή πληγή που αποτελεί για την Ελλάδα το brain drain, καθώς και πόσο σοβαρά προβλήματα μπορεί να προκαλέσει αυτή η «διαρροή» σε μια χώρα που χάνει τους εξειδικευμένους ανθρώπους της, μειώνοντας αισθητά το ανθρώπινο κεφάλαιο και τις δυνατότητές της. Η ίδια, μετά τη Ρουμανία, εργάστηκε για κάποια χρόνια στο Ντόρτμουντ της Γερμανίας και διαπίστωσε ιδίοις όμμασι πώς οι χώρες που δέχονται μετανάστες επωφελούνται από την πρόσθετη γνώση και το εργατικό δυναμικό που αυτοί προσφέρουν.
«Όταν πρωτοήρθα στο Βουκουρέστι υπήρχαν πολλοί, ακόμα και κεντρικοί, δρόμοι με χώμα, είχε κάρα που τα έσερναν άλογα, ήταν κάτι που δεν είχα ξαναδεί. Ακολούθησε, όμως, μια αναπτυξιακή εποχή, άρχισαν να ξεφυτρώνουν καινούρια κτίρια, έβλεπες μια πόλη να ανθίζει βήμα, βήμα, μια πόλη ζωντανή που άμβλυνε τα αντιθέσεις της. Στη Ρουμανία έχει μεγάλη ελληνική κοινότητα, η οποία αποτελείται όχι μόνο από φοιτητές αλλά και από γιατρούς, μηχανικούς, αρχιτέκτονες καθώς και επιχειρηματίες. Οι Ρουμάνοι αγαπούν την χώρα μας –από την πρώτη στιγμή ένιωσα σαν το σπίτι μου. Αργότερα προέκυψε μια πολύ καλή θέση στη Γερμανία, συμβουλευτική, στον χώρο των βλαστικών κυττάρων. Ήταν ένας τομέας που με ενδιέφερε πολύ και έτσι αποφάσισα να φύγω για το Ντόρτμουντ. Η Γερμανία είναι ιδιαιτέρως ανεπτυγμένη στο πεδίο των βλαστοκυττάρων, ειδικά στην έρευνα. Βέβαια όταν πήγα βίωσα μια πολύ διαφορετική κατάσταση απ’ ότι στη Ρουμανία, λιγότερο φιλόξενη. Ήταν μια εποχή που οι Γερμανοί μας έβλεπαν κάπως περίεργα λόγω της κρίσης -ακόμα και σπίτι δυσκολεύτηκα να νοικιάσω. Έβλεπαν πως είμαι ελληνίδα και αρνούνταν να μου το δώσουν. Ήταν μια πρωτόγνωρη συνθήκη για μένα».
Παρότι οι περισσότεροι νέοι που αναζήτησαν μια καλύτερη τύχη στο εξωτερικό, στα χρόνια της οικονομικής ύφεσης, σήμερα έχουν προσαρμοστεί και φτιάξει μια νέα ζωή εκτός συνόρων, παρακολουθώντας από απόσταση ασφαλείας τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα, η Τζένη Συκιώτη επέλεξε μια διαφορετική διαδρομή. Αποφάσισε να επιστρέψει πίσω. «Ο τόπος, η γειτονιά, οι άνθρωποί μας είναι ριζωμένοι μέσα μας –πρόκειται για ένα βαθύ δεσμό που έφερνα συχνά στη σκέψη μου σε όποια χώρα και αν βρέθηκα. Ήθελα με κάποιο τρόπο, όλες αυτές οι γνώσεις και οι δεξιότητες που απέκτησα να μετουσιωθούν σε κάτι καλό, κάτι θετικό και για τον τόπο μου. Πρόσφατα δέχθηκα μια πρόταση να εκτεθώ στις αυτοδιοικητικές εκλογές με το συνδυασμό “Ευ Πόλις” του δημάρχου, Δημήτρη Δεμουρτζίδη, στο Δήμο Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη. Βλέπω πολλά παιδιά της γενιάς μου να εισέρχονται στα κοινά με φρέσκιες ιδέες και πείσμα πως θα τα καταφέρουμε, πως θα αλλάξουμε τα κακώς κείμενα στην τοπική αυτοδιοίκηση. Ξέρω πως δεν είναι καθόλου εύκολο αυτό που λέω και αναμφίβολα είναι ένα νέο κεφάλαιο, ένας νέος χώρος και για μένα την ίδια. Όμως, έχω μια βαθιά πεποίθηση: μόνο αν ενώσουμε τις δυνάμεις μας και υπερβούμε τα όρια μας θα καταφέρουμε να δημιουργήσουμε το μέλλον που ονειρευόμαστε. Ας είναι η γειτονιά μας αυτή η αρχή».