Ως παιδί που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια παραλιακή πόλη (Οέιρας), 22 χιλιόμετρα από τη Λισαβόνα, ο Ντάνιελ Ποντένσε αγαπά πολύ το νερό. Του αρέσει να κολυμπά, αλλά τού αρκεί εξίσου ν’ αγναντεύει τη θάλασσα απομονώνοντας τους ήχους από τους παφλασμούς των κυμάτων. Ηρεμεί μπροστά στη θέα του απέραντου γαλάζιου, νιώθει ελεύθερος και ζωντανός. Νιώθει ξεκάθαρα ο εαυτός του.
Τα 3,5 χρόνια στο περίκλειστο Γουλβερχάμπτον, βορειοδυτικά του Μπέρμιγχαμ, ήταν πάρα πολλά για ν’ αντέξει άλλο μακριά της. Η επιστροφή του στον Ολυμπιακό μετά από μια αξιοζήλευτη πορεία 106 αγώνων και 16 γκολ με τους «λύκους» ήταν το αποτέλεσμα μιας μίξης από νοσταλγία, οικονομική υπέρβαση της διοίκησης των «ερυθρόλευκων» και λεπτών χειρισμών που πάντα απαιτούνται σε τέτοιες συμφωνίες.
Θα είναι μάλιστα διαθέσιμος για τους αγώνες στον όμιλο του Europa League, καθώς δηλώθηκε εγκαίρως στην ευρωπαϊκή λίστα του Ντιέγκο Μαρτίνεθ.
Το τέλος του ήταν προδιαγεγραμμένο
Ο 27χρονος Πορτογάλος εξτρέμ είχε από καιρό αποφασίσει για το μέλλον του μακριά από το «Μολινό» και την Αγγλία. Παίζοντας για τελευταία φορά στις 20 Μαΐου, ήξερε βαθιά μέσα του πως τίποτα πια δεν θα τον κρατούσε στο αγγλικό κλαμπ μετά το πέρας του καλοκαιριού. Έλειψε από την προετοιμασία της ομάδας κι αργότερα εντάχθηκε στην U21 απλώς και μόνο για να συντηρείται σωματικά.
Ούτε η αλλαγή προπονητή στη Γουλβς, όταν ξαφνικά αποχώρησε ο Χουλιέν Λοπετέγι, ανέτρεψε τα όσα είχε ήδη στο μυαλό του. Επανήλθε στην πρώτη ομάδα, μα χωρίς αυτό το γεγονός να διαφοροποιεί τα δεδομένα.
Άνθρωπος που περιγράφεται ως κλειστός και χαμηλών τόνων, αλλά την ίδια ώρα εξόχως αποφασιστικός και κατασταλαγμένος, ο Ποντένσε ήταν εξ αρχής ανένδοτος. Μέχρι που ο νέος τεχνικός Γκάρι Ο’Νιλ συμπέρανε πως οι δυο πλευρές κινούνται σε διαφορετικά μήκη κύματος. Άρα όφειλε να συμβιβαστεί με την απόφασή του.
Η επανένταξή του στην ελληνική ομάδα ήταν άλλη μια προσωπική απόφαση. Διαφορετικά θα είχε τη δυνατότητα να παίξει στη Σέλτικ ή σε κάποια άλλη ομάδα της Premier League. Γιατί ενδιαφέρον υπήρχε.
Ο Ολυμπιακός ήταν σταθερά στο μυαλό του. Ποτέ δεν έφυγε. Ο Πειραιάς βρέχεται από θάλασσα, όλη η Αττική επίσης. Ο Ποντένσε θα ήταν ξανά μέσα στο στοιχείο του.
Στα 10 του ο Ποντένσε είχε την ωριμότητα εφήβου
Δεν ήταν η πρώτη φορά που θα έπαιρνε τη ζωή στα χέρια του και θα όριζε το μέλλον του – ήταν σίγουρα η τρίτη. Ναι μεν σεβόταν πάντα τη γνώμη των γύρω του, αλλά ποτέ αυτή δεν έμπαινε πάνω από τη δική του επιθυμία.
Πριν συμπληρώσει τα 10 χρόνια του στάθηκε με σθένος απέναντι σε όλη τη -μεσοαστική κι ευκατάστατη- οικογένεια που του έδινε τα πάντα. Παιδί των ακαδημιών της Μπελενένσες ακόμα τότε, ο Ποντένσε βρέθηκε μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση: να ενταχθεί στα κλιμάκια της Σπόρτινγκ Λισαβόνας. Οι γονείς του, ιδίως δε ο πατέρας του Κιντίνο, εξέφρασε τις ενστάσεις. Άπαντες στη φαμίλια ήταν οπαδοί της Μπενφίκα και δεν ήθελαν να δουν τον κανακάρη τους με τα πράσινα – θα ήταν ιεροσυλία.
Προσπάθησαν να τον πείσουν να περιμένει. Ο Ποντένσε δεν άκουσε κανέναν. Συζήτησε μαζί τους και τους έκανε να κατανοήσουν ποιο ήταν το ποδοσφαιρικό συμφέρον του, κάνοντας εν τέλει αυτό που είχε ήδη στο μυαλό του. Πήγε με τη λογική κι έκανε πέρα το συναίσθημα. Ποιος μπορούσε να προβλέψει ότι η Μπενφίκα θα εμφανιστεί δείχνοντας ενδιαφέρον;
«Αλλαξοπίστησε», αλλά δεν τον ένοιαξε. Δέθηκε εν καιρώ με τα «λιοντάρια» κι άρχισε σταδιακά να προοδεύει ποδοσφαιρικά. Αν και μικροκαμωμένος πάντα, ξεχώριζε για την ταχύτητα και την τεχνική κατάρτισή του. Το χαμηλό κέντρο βάρους τον ευνοούσε για να κοντρολάρει με επιδεξιότητα το κορμί του, να σπάει εύκολα τη μέση του και να ντριμπλάρει όποιον επιχειρούσε να τον ανακόψει.
Το αιματηρό σκηνικό που δεν άντεξε ο Ποντένσε
Αφού πρωταγωνίστησε σε όλα τα επίπεδα των μικρών ηλικιών κι έπαιξε σε 80 αγώνες με τη δεύτερη ομάδα, έφτασε δικαιολογημένα στους άνδρες. Το ντεμπούτο του ήρθε ένα μήνα μετά τα 19α γενέθλιά του – Νοέμβριος του 2014. Θα συμμετείχε συνολικά σε 40 παιχνίδια, μ’ έναν ενδιάμεσο δανεισμό στη Μορεϊρένσε (2016-17) να τον βοηθά στον τομέα της αυτοπεποίθησης.
Ο Ζόρζε Ζεζούς άρχισε να τον χρησιμοποιεί από νωρίς, διότι αυτός τον είχε δει και τον επαναφέρει στη Σπόρτινγκ πιστεύοντας στο ταλέντο του. Ένας σοβαρός τραυματισμός τον κράτησε εκτός για το δεύτερο εξάμηνο της σεζόν 2017-18. Παρόλα αυτά ως μέλος της Σπόρτινγκ βίωσε ένα πρωτόγνωρο σκηνικό: τη βίαιη επίθεση φανατικών οπαδών.
Στις 15 Μαΐου του 2018 περίπου 50 κουκουλοφόροι εισέβαλαν στο προπονητικό κέντρο με πολύ άγριες διαθέσεις. Η χρονιά δεν είχε κυλήσει καλά κι αναζητούσαν αποδιοπομπαίους τράγους για να ξεσπάσουν. Ποδοσφαιριστές, όπως ο Ντοστ και Γουίλιαμ Καρβάλιο, και προπονητές χτυπήθηκαν, φυσιοθεραπευτής μαχαιρώθηκε και τ’ αποδυτήρια πυρπολήθηκαν.
Το στομάχι του Ποντένσε είχε ανακατευτεί. Έπρεπε να προστατεύσει τον εαυτό του και την καριέρα του και αποφάσισε πως το μέλλον του βρίσκεται μακριά από το «Αλβαλάδε». Ειδάλλως δεν θα ήταν το ίδιο χαρούμενος όπως προηγουμένως.
«Για μένα το ποδόσφαιρο είναι τρόπος ζωής και ρυθμιστικός παράγοντας για τη συναισθηματική ισορροπία μου. Με τα πρόσφατα γεγονότα δεν κατάφερα να βρω τη χαρά που απαιτείται για να παίξω. Παρά τα όσα έμαθα στη Σπόρτινγκ, δεν μου έμαθαν πώς να αντιμετωπίζω ένα περιβάλλον βίας και απειλών, στο οποίο φοβάμαι για την ασφάλειά μου κι αυτήν της οικογένειάς μου», έλεγε ο Ποντένσε δικαιολογώντας τη μονομερή καταγγελία διακοπής του συμβολαίου του.
Στον Ολυμπιακό χωρίς δεύτερη σκέψη
Ο Ολυμπιακός τον αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή. Φρόντισε να τελειώσει «αναίμακτα» τη δικαστική περιπέτεια με τη Σπόρτινγκ και να τον κάνει να αισθανθεί πολύτιμος.
Αυτός ανταπέδωσε. Εξ αρχής γέμισε την καρτέλα του με 90λεπτα, προσφέροντας ορισμένες πολύ εντυπωσιακές ενέργειες ως μετρ της απομόνωσης των ακραίων μπακ και του διεμβολισμού.
Μόνο στην πρώτη χρονιά του στον Πειραιά ξεπέρασε αθροιστικά τα 3.300 λεπτά, με τον μέσο όρο στα 81.3 ανά παιχνίδι. Συνέχισε ως ένα από τ’ αναντικατάστατα πρόσωπα στα σχήματα του Πέδρο Μαρτίνς, σπανίως έβγαινε εκτός γηπέδου και ήταν κομβικός σε παιχνίδια με ιδιαίτερη αγωνιστικά και οικονομική αξία. Κόντρα στην Τότεναμ ήταν αν μη τι άλλο απολαυστικός.
Μέχρι που τον Γενάρη του 2020 ήρθε η πρόταση της Γουλβς. Μια πρόταση που ούτε ο Ολυμπιακός ούτε ο Ποντένσε ήταν δυνατόν να την προσπεράσουν. Σε κάθε περίπτωση έφυγε ως φίλος. Κι επέστρεψε όταν ο ίδιος αποφάσισε πως είναι η κατάλληλη στιγμή για να συμβεί.
Σταθερή προσωπικότητα, δένεται πολύ με ανθρώπους και καταστάσεις όπου βιώσει την οικειότητα που επιζητά κι έχει ανάγκη. Και στον Πειραιά αυτό είναι το μόνο σίγουρο.