Ζούμε σε έναν κόσμο και μια εποχή που ο χρόνος είναι το παν. Ο χρόνος είναι χρήμα κι έτσι ξοδεύουμε τις ζωές μας κυνηγώντας τους δείκτες του ρολογιού. Τρέχουμε να προλάβουμε τις δουλειές, τις υποχρεώσεις, ευχόμενοι να κυλούσε λίγο πιο γρήγορα η ώρα. Και τελικά, αν και όταν μείνει λίγος χρόνος για διασκέδαση, αναρωτιόμαστε που πήγε άλλη μια μέρα.
Δεδομένου του πυρετώδους τρόπου ζωής μας, δεν νοείται τίποτα χειρότερο από το χάσιμο χρόνου. Ποιος από εμάς δεν έχει βρεθεί στα μισά μιας μεγάλου μήκους ταινίας να σιχτιρίζει γιατί έχασε 45 λεπτά από τον λιγοστό και πολύτιμο ελεύθερό του χρόνο παρακολουθώντας μια ανοησία; Ποια δεν έχει επιλέξει να δει ένα επεισόδιο μιας σειράς αντί για μια ταινία μόνο και μόνο επειδή διαρκεί λιγότερο;
Λοιπόν, εδώ υπάρχει ένα παράδοξο. Και το παράδοξο αυτό συνίσταται στο εξής: καθημερινά, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν ελάχιστο ελεύθερο χρόνο όμως, οι ταινίες μεγάλου μήκους μοιάζουν να διαρκούν ολοένα και περισσότερο. Η τελευταία ταινία του Martin Scorsese, Killers of the Flower Moon, έχει διάρκεια τρεις ώρες και 20 λεπτά. Οι ταινίες All Quiet on the Western Front, Elvis και Tár – όλες βραβευμένες με Όσκαρ στην φετινή τελετή – έχουν διάρκεια δυόμισι ώρες η καθεμία. Το Avatar: The Way of Water, η τρίτη πιο εμπορική ταινία όλων των εποχών, διαρκεί τρεις ώρες και 12 λεπτά.
Μοιάζει λες και η διάρκεια έχει αρχίσει να συγχέεται επικίνδυνα με το καλλιτεχνικό εκτόπισμα. Λες κι η μικρότερη διάρκεια μιας ταινίας ισοδυναμεί με την επιφανειακότητα ή την ελαφρότητα της προσέγγισης ενός θέματος. Όμως, η εν εξελίξει εμπειρία μου από το 46ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας, καθώς και αρκετές από τις ελληνικές – κυρίως – ταινίες μικρού μήκους που είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω τα τελευταία χρόνια, διαψεύδουν εντελώς ότι κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύει.
Στις αρχές και τα μέσα του 20ού αιώνα, υπήρξε μια γενιά δημιουργών, κυρίως συγγραφέων – ανάμεσά τους ο Ernest Hemingway και ο George Orwell – που υποστήριξε θερμά την αξία της οικονομίας στην αφήγηση. Πολλές φορές, όμως, αποδεικνύεται ότι ίσως τελικά το να πλατειάσει κανείς είναι πολύ πιο εύκολο από το να παραμείνει σύντομος, εύστοχος και σαφής. Καμιά φορά, είναι ευκολότερο να αφήσεις μια ιστορία να ξεχειλώσει παρά να την γυαλίσεις μέχρι να λάμψει.
Αναρωτιέμαι, λοιπόν, καθώς παρακολουθώ το πλούσιο και εξαιρετικά ενδιαφέρον πρόγραμμα του φετινού Φεστιβάλ Δράμας, εάν ήρθε επιτέλους η στιγμή να δώσουμε λίγη περισσότερη σημασία στις ταινίες μικρού μήκους. Μήπως ήρθε η ώρα να απολαύσουμε το ολοένα ανελισσόμενο είδος της ταινίας μικρού μήκους και να μην αφήσουμε τη φόρμα να πνίξει το περιεχόμενο; Αν τόσοι κινηματογραφιστές καταφέρνουν να γυρίζουν τόσο καλές μικρού μήκους ταινίες χωρίς ή με ελάχιστη χρηματοδότηση, φαντάζεστε τι θα έκαναν αν αυτό το ακμάζον μέσο που βρίθει ανείπωτων ιστοριών κατάφερνε να αποκτήσει σταθερό κοινό και πλατφόρμες για διανομή;