Στις 5 Σεπτεμβρίου 1972 γράφτηκε η πιο μελανή σελίδα στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων. Πέντε μέλη της παλαιστινιακής τρομοκρατικής οργάνωσης «Μαύρος Σεπτέμβρης» εισέβαλαν οπλισμένοι στο ολυμπιακό χωριό του Μονάχου κατά τη διάρκεια των αγώνων του 1972.
Στόχος τους, η απαγωγή μελών της ισραηλινής αποστολής προκειμένου να τα χρησιμοποιήσουν μοχλό πίεσης για την απελευθέρωση δεκάδων φυλακισμένων Παλαιστινίων.
Τόσο όμως η βιαιότητα των τρομοκρατών όσο και ο λανθασμένος τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκαν το συμβάν οι γερμανικές αρχές οδήγησαν σε τραγική κατάληξη: 11 ισραηλινοί αθλητές και συνοδοί, 5 Παλαιστίνιοι και 2 Γερμανοί νεκροί, δεκάδες τραυματίες.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Μονάχου είχαν έτσι και αλλιώς συγκεντρώσει τα βλέμματα της παγκόσμιας κοινής γνώμης, συνεπώς η είδηση της εισβολής έγινε αμέσως πρώτη είδηση σε όλη την υφήλιο.
Η στιγμή της εισβολής
Ο Πέτρος Λινάρδος, που βρισκόταν ήδη εκεί ως απεσταλμένος του «ΒΗΜΑΤΟΣ», για να καλύψει τους Ολυμπιακούς Αγώνες, γράφει:
«Η επιδρομή, καλώς καταστρωμένη κατά τα φαινόμενα, εξετελέσθη από πέντε άνδρας, με τα πρόσωπά των βαμμένα με φούμο. Δύο ηλεκτρολόγοι του ολυμπιακού χωριού αντελήφθησαν πέντε άτομα να υπερπηδούν φράκτην, κρατώντας δύο μεγάλες αθλητικές τσάντες.
»Υπέθεσαν ότι επρόκειτο περί μελών κάποιας αποστολής, που είχαν διανυκτερεύσει εκτός του χωριού και επέστρεφαν διά να μη γίνουν αντιληπτοί και υποστούν κυρώσεις.
»Στις 5.20 τα ξημερώματα, μία καθαρίστρια ήκουσε πυροβολισμούς από το οίκημα της ισραηλινής ομάδος και έβαλε τις φωνές.
»Αργότερα ένας αυτόπτης είδε από το παράθυρο έναν άνδρα με κόκκινο πουλόβερ, που κρατούσε ένα αυτόματο.
»Μερικά άτομα, που επεχείρησαν να κινηθούν προς το κτίριον, ανεκόπησαν από ένοπλον φέροντα καραμπίναν και ιστάμενον έξω από τον δεύτερον όροφον.
»Ο Ραίυμοντ Γιανγκ, υπαρχηγός της αθλητικής αποστολής από το Χονγκ Κονγκ, εδήλωσε ότι τον ξύπνησαν πυροβολισμοί εις τας 5 το πρωί.
“Άνοιξα την πόρτα, κύτταξα και είδα έναν άνδρα με αυτόματο. Ένα τέταρτο αργότερα άνοιξα πάλι την πόρτα. Είδα έναν άνθρωπο πεσμένο εις το δάπεδο και γεμάτο αίματα. Ήλθε ένα φορείο και τον πήρε”.
O πρώτος νεκρός
»Ο νεκρός αυτός ήταν ο προπονητής άρσεως βαρών Μοσέ Βάινμπεργκ. Ως εγνώσθη από μερικούς Ισραηλινούς, που κατά την επιδρομήν κατώρθωσαν να διαφύγουν, ο Βάινμπεργκ ηγέρθη την 4.30 πρωίαν δια ν’ ανοίξη την πόρτα. Κάποιος είχε κτυπήσει.
»Ήσαν οι Παλαιστίνιοι, που ρώτησαν αν οι Ισραηλινοί διαμένουν εις αυτό το διαμέρισμα. Ο Βάινμπεργκ απήντησε καταφατικά. Προσεπάθησαν τότε να τον παραμερίσουν διά να περάσουν, εκείνος δεν τους άφησε και τον πυροβόλησαν. Τρεις φορές. Δύο εις το κεφάλι και μία εις την κοιλιά».
Όπως σημειώνει ο ιστορικός Γιάννης Μούτσης στο «ΒΗΜΑ» της 1ης Αυγούστου 2004:
«Πέντε Παλαιστίνιοι, μέλη της οργάνωσης (…) εισέβαλαν στους κοιτώνες της ισραηλινής αποστολής και συνέλαβαν ομήρους 11 ισραηλινούς παλαιστές. Κατά την εισβολή ένας από τους Ισραηλινούς πυροβολήθηκε και λίγο αργότερα εξέπνευσε. Οι Παλαιστίνιοι απαιτούσαν την απελευθέρωση 232 παλαιστινίων μαχητών που κρατούνταν σε ισραηλινές φυλακές.
»Ηταν προφανής ο στόχος των παλαιστινίων τρομοκρατών να εκμεταλλευτούν την παγκόσμια εμβέλεια των Ολυμπιακών Αγώνων, προκειμένου να ευαισθητοποιήσουν τη διεθνή κοινότητα σχετικά με το παλαιστινιακό ζήτημα.
Ομηρεία και μεταφορά με ελικόπτερα
»Από την πρώτη στιγμή το Ισραήλ αρνήθηκε κάθε συμβιβασμό, ενώ στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν με τις γερμανικές αρχές οι τρομοκράτες απαίτησαν τη μεταφορά τους στο Κάιρο.
»Οι Παλαιστίνιοι με τους ισραηλινούς ομήρους μεταφέρθηκαν με ελικόπτερα στο στρατιωτικό αεροδρόμιο Φούρστενφελντμπρουκ, όπου παίχθηκε η τελευταία πράξη του δράματος.
Το τραγικό φινάλε
»Γερμανοί ακροβολιστές άνοιξαν πυρ εναντίον των τρομοκρατών με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρεις από αυτούς. Στην αναταραχή που ακολούθησε οι εναπομείναντες τρομοκράτες σκότωσαν τους ισραηλινούς αθλητές. Τελικός απολογισμός: 11 ισραηλινοί αθλητές και συνοδοί, 5 Παλαιστίνιοι και οι 2 Γερμανοί νεκροί και δεκάδες τραυματίες».
Όπως αναφέρει ο Λινάρδος στο φύλλο της 7ης Σεπτεμβρίου 1972, η απάντηση των γερμανικών αρχών για τον καταστροφικό τρόπο με τον οποίο χειρίστηκαν την ομηρεία και διέταξαν επίθεση ήταν ότι «η πτήσις εις άλλην χώραν θα εσήμαινε βέβαιον θάνατον διά τους αθλητάς»
»Για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία τους οι Αγώνες έγιναν πεδίο μάχης και αθλητές βρήκαν τον θάνατο, ακόμη και μέσα στο ολυμπιακό χωριό», συνεχίζει ο Μούτσης.
«Οι υπεύθυνοι της ΔΟΕ εξέτασαν σοβαρά το ενδεχόμενο διακοπής των Αγώνων, αλλά ο τότε πρόεδρος της ΔΟΕ Αβερί Μπρουντάζ τάχθηκε κατηγορηματικά υπέρ της συνέχειάς τους, ύστερα από μια σύντομη τελετή στη μνήμη των θυμάτων στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου.
»Τα τραγικά γεγονότα του Μονάχου έθεσαν το θέμα της ασφαλείας σε πρώτη μοίρα και στους Αγώνες που ακολούθησαν καταβλήθηκε προσπάθεια να διασφαλιστούν η προστασία των αθλητών και η αποτροπή παρόμοιων γεγονότων.
»Παρ’ όλα αυτά, η επίθεση στο πάρκο της εκατονταετηρίδας της Ατλάντας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1996, που άφησε έναν νεκρό και περισσότερους από 100 τραυματίες, απέδειξε ότι ακόμη και τα τελειότερα συστήματα ασφαλείας μπορούν να παραβιαστούν».
Παγκόμιο σοκ σε έναν κόσμο που άλλαζε
Το κείμενο του Δημήτρη Ψαθά, λίγες ημέρες μετά το τραγικό περιστατικό του Μονάχου, στο «ΒΗΜΑ» της 8ης Σεπτεμβρίου 1972, έδινε με ακρίβεια την ευρύτερη διάσταση αυτής της τραγωδίας.
«Το μακελειό του Μονάχου – που έγινε στην πιο ειρηνική και ανθρωπινή ώρα του ανθρώπου – δεν είναι από εκείνα που ξεχνιούνται απ’ την μιά μέρα στην άλλη. Αποτελεί ένα ορόσημο ανάμεσα στον πόλεμο και στον γκαγκστερισμό κι εγκαινιάζει μιά νέα εποχή, όπου η κατάρα τούτη του ανθρώπου, που ονομάζουμε «πόλεμο», παίρνει καινούγριες διαστάσεις καθώς ξεγράφει και τσαλαπατά όλους τους νόμους και τους κανόνες διεξαγωγής του.
»Δεν είναι μεμονωμένο το έγκλημα του Μονάχου. (…) Αποτελεί το αποκορύφωμα μιας σειράς πράξεων, που τις χαρακτηρίζει ο εντελώς καινούργιος τρόπος διεκδικήσεως του «δίκιου», με την διάπραξη αιματηρών αδικιών, που προσβάλλουν και εξεγείρουν την ανθρώπινη συνείδηση».