H Μάρθα Μπουζιούρη είναι σκηνοθέτης θεάτρου ντοκιμαντέρ. Είναι επίσης συνιδρύτρια της ελληνικής εταιρίας παραγωγής PLAYS2PLACE και καλλιτεχνική διευθύντρια του Διεθνούς Δικτύου Θεάτρου Ντοκιμαντέρ. Το γαλλόφωνο ντοκιμαντέρ «À deux voix» που ανέπτυξε στο πλαίσιο του CIRCLE Women Doc Accelerator με την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και του ΥΠΠΟΑ και με το οποίο συμμετέχει στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, είναι το κινηματογραφικό της ντεμπούτο.
Τι σας κινητοποιεί να γυρίσετε μια ταινία μικρού μήκους σήμερα;
Το ντοκιμαντέρ À DEUX VOIX είναι το κινηματογραφικό μου βάπτισμα του πυρός καθώς προέρχομαι από έναν συγγενικό αλλά δομικά και αισθητηριακά διαφορετικά χώρο – το θέατρο, και πιο συγκεκριμένα το θέατρο ντοκιμαντέρ, στο οποίο συχνά διοχετεύω τη γοητεία που μου ασκούσε ανέκαθεν ο κινηματογράφος.
Το γεγονός πως το θέατρο στάθηκε η αφορμή για την πρώτη μου ταινία – την ιστορία της Sophie και της Fatima την ανακάλυψα ενώ βρισκόμουν στη Γαλλία, προετοιμάζοντας μια παράσταση με θέμα την τρομοκρατία – με έκανε να συνειδητοποιήσω πως οι ιστορίες είναι αυτές που υπαγορεύουν το κατάλληλο «όχημα» για να ταξιδέψουν. Με κάποιο τρόπο ήξερα πως το À DEUX VOIX ήθελα να το μοιραστώ με τον υπόλοιπο κόσμο μέσα από την κινηματογραφική φόρμα.
Όσο για το μικρό vs μεγάλο format – όσο μπορώ να απαντήσω έχοντας μία μόνο ταινία στις αποσκευές μου – σκέφτομαι πως η επιλογή υπαγορεύεται με τη σειρά της από την προσέγγιση, την αφηγηματική οπτική. Δεν είχα προκαταβολικά στο μυαλό μου ότι θέλω να κάνω μια ταινία μικρού μήκους. Προέκυψε οργανικά, και απολαμβάνω αυτή την (δι)αίσθηση ελευθερίας που μου επιτρέπει η πλοήγηση σε περισσότερα από ένα δημιουργικά πεδία.
Πώς βλέπετε το σύγχρονο ελληνικό σινεμά και τι θα θέλατε να δείτε περισσότερο να συμβαίνει;
Το σύγχρονο ελληνικό σινεμά είναι τολμηρό, ευαίσθητο, ευάλωτο, εξωστρεφές και ακομπλεξάριστο. Απολαμβάνω τον πλουραλισμό, τη φρεσκάδα του και την ανθρώπινη ματιά του στα πράγματα. Χαίρομαι που η νεότερη γενιά έχει ηχηρή παρουσία και πολιτική άποψη, και ταυτόχρονα δεν παίρνει τον εαυτό της πολύ σοβαρά.
Προφανώς θα ήθελα να δω περισσότερο κόσμο στις αίθουσες, περισσότερες ελληνικές ταινίες στις πλατφόρμες και καλύτερες οικονομικο-τεχνικές προδιαγραφές υλοποίησης μιας ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής.
Ταυτόχρονα, εκείνο που θα ήθελα, μπαίνοντας με μεγάλη αγάπη και γνήσια περιέργεια στο χώρο του σινεμά, είναι μια δυνατότερη αίσθηση κοινότητας. Είναι ωραίο να συναντιόμαστε πέρα από την αφορμή ενός γυρίσματος ή ενός φεστιβάλ, να συζητάμε, να ανταλλάσσουμε, να επιμηκύνουμε αυτή την προσωρινή αίσθηση οικογένειας που διανοίγει η διαδρομή μιας ταινίας μέχρι την ολοκλήρωσή της.
Μπορεί ένας νέος σκηνοθέτης να βιοποριστεί αποκλειστικά από τη σκηνοθεσία σήμερα στην Ελλάδα; Και αν όχι, θεωρείτε ότι αυτό είναι αποθαρρυντικό;
Η απάντηση είναι μάλλον προφανής. Όχι, δεν μπορεί. Κι αυτό δεν είναι ok. Το σινεμά είναι μια επαγγελματική περιοχή με σαφώς ταξικά χαρακτηριστικά. Στελεχώνεται από εξαιρετικά ταλαντούχους ανθρώπους με άποψη, όραμα, ιστορίες που πάλλονται και ζητούν να ειπωθούν, αλλά η μετατροπή αυτής της δημιουργικής ορμής σε κινηματογραφική ύλη δεν είναι μια εύκολη διαδρομή. Ενέχει επισφάλεια, αναβολές, ματαιώσεις, κι ένα σωρό οικονομικά και παραγωγικά εμπόδια που θα περίμενε κανείς πως θα λειτουργούν αποτρεπτικά.
Όμως, τις περισσότερες φορές – όπως στη ζωή, έτσι και στην τέχνη – οι δυσκολίες αυτές ατσαλώνουν προσωπικότητες και χτίζουν ομάδες. Αυτή η φρενήρης πεποίθηση ότι «θα τα καταφέρω», αυτό το ωραίο πείσμα κόντρα στα προγνωστικά δημιουργεί ένα έδαφος ασταθές αλλά ταυτόχρονα οργιαστικά γονιμοποιητικό. Σε καμία περίπτωση δεν λέω «ας αφήσουμε το σινεμά και τους ανθρώπους του στην τύχη τους, θα τη βρουν την άκρη». Λέω απλά πως το δυσχερές status και «οι φτωχές τσέπες» της ελληνικής κινηματογραφικής βιομηχανίας – βιοτεχνίας πιο ορθά – έχει μπολιάσει το dna μας με ανθεκτικότητα, ευρηματικότητα, αποτελεσματικότητα και οξυμένα αντανακλαστικά, κι αυτό είναι ένα συγκριτικό πλεονέκτημα.
Ειδικά για εμάς, που κάνουμε τώρα τα πρώτα μας βήματα, το να ανατρέχουμε στο «making of» των προκατόχων μας και να ανακαλύπτουμε τον τρόπο που φτιάχτηκαν ταινίες που αγαπήσαμε ή μας επηρέασαν βαθιά, αποτελεί μια συγκινητικά ενθαρρυντική παρακαταθήκη.