Με έδρα του την Αθήνα, ο Αλέξανδρος Παπαθανασόπουλος εργάζεται ως σκηνοθέτης, σε στενή συνεργασία με την εταιρεία παραγωγής DK Films. Συνεργάζεται με αναγνωρισμένους πολιτιστικούς φορείς, όπως το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, καθώς και με το Vice Greece. Τα τελευταία 4 χρόνια έχει σκηνοθετήσει και μοντάρει δύο ταινίες μικρού μήκους οι οποίες βραβεύτηκαν στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας. Στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας συμμετέχει με την ταινία «Firebug».
Τι σας κινητοποιεί να γυρίσετε μια ταινία μικρού μήκους σήμερα;
Σαφώς, όπως μάλλον ισχύει και για όλους τους νέους σκηνοθέτες, μέσω της μικρού μήκους προετοιμαζόμαστε ουσιαστικά για την μετάβαση στην μεγάλου μήκους. Σφυρηλατούμε και δοκιμάζουμε τεχνικές, ιδέες, γλώσσες, τρόπους συνεργασίας και ομάδες δημιουργών τις οποίες μετά θα εφαρμόσουμε σε μια αρκετά μεγαλύτερη κλίμακα. Φυσικά, η μικρού δεν είναι απλά το μικρό αδερφάκι της μεγάλου, και οι περιορισμοί και «κανόνες» της αποτελούν από μόνα τους κίνητρο για να δοκιμαστείς σε αυτό το μέσο.
Πώς βλέπετε το σύγχρονο ελληνικό σινεμά και τι θα θέλατε να δείτε περισσότερο να συμβαίνει;
Το βασικό πράγμα που, κατά την άποψή μου, καλό θα ήταν να γίνει στο ελληνικό σινεμά, είναι να γεφυρωθεί αυτό το φαινομενικά βαθύτατο χάσμα μεταξύ του φεστιβαλικού «auteur» σινεμά και του πιο «εμπορικού» σινεμά. Από την μία έχουμε ένα ρεύμα που αδυνατεί να πετάξει από πάνω της τις συμβάσεις και τις αισθητικές του «weird wave», εμμένοντας έτσι σε μια λογική (μη) δημιουργίας όπου το «δοκιμασμένο είναι και το πιο πετυχημένο», και εγκλωβίζοντας το τελικό έργο εντός ενός μονολόγου του δημιουργού. Από την άλλη έχουμε ένα σινεμά που πατάει πάνω στην μονοδιάστατη, και ενίοτε μελό, αφήγηση και αισθητική της τηλεόρασης – και δεν ήρθαμε στον κινηματογράφο να δούμε τηλεόραση. Δεν τοποθετούνται όλες οι ελληνικές δημιουργίες εντός αυτών των δυο άκρων αλλά σίγουρα υπάρχει χώρος για κάτι άλλο πέραν αυτών των δυο «κυρίαρχων τάσεων», για ένα σινεμά που δεν σερβίρει συναίσθημα στο πιάτο αλλά κι ούτε μιλά μονάχα στον εαυτό του.
Μπορεί ένας νέος σκηνοθέτης να βιοποριστεί αποκλειστικά από τη σκηνοθεσία σήμερα στην Ελλάδα; Και αν όχι, θεωρείτε ότι αυτό είναι αποθαρρυντικό;
Μπορεί να βιοποριστεί από την σκηνοθεσία, αλλά κυρίως αν επιλέξει να το κάνει εντός του χώρου της διαφήμισης, των video clip (για καλλιτέχνες που υποστηρίζονται από μεγάλες δισκογραφικές – άρα κατά κύριο λόγο μιλάμε για το λαϊκό τραγούδι), των corporate videos – και γενικότερα ενός χώρου όπου το τελικό έργο έχει σκοπό να πουλήσει κάτι άλλο πέραν του ιδίου. Να βιοποριστείς, ως σκηνοθέτης, αποκλειστικά στον χώρο του κινηματογράφου, δεν γίνεται. Κι ως εκ τούτου, καλείσαι να φτάνεις στα όρια του burnout (ισορροπώντας την μισθωτή δουλειά με τις καλλιτεχνικές σου ανησυχίες), να καταλήγεις να μην έχεις τον ιδανικό ελεύθερο χρόνο για να αφιερωθείς στο έργο σου (σε όλα τα στάδια της δημιουργίας), και παράλληλα να αφήνεις την φωνή σου εκτεθειμένη στην αναπόφευκτη διάβρωση από την μαρκετινίστικη αισθητική με την οποία εντρυφείς αναγκαστικά σε άλλες δουλειές έτσι ώστε να επενδύσεις μετά στα δικά σου πρότζεκτ. Εκτός κι αν έχεις λυμένο το οικονομικό εκ γεννησιμιού και μπορείς απλά να κάθεσαι και να κοιτάς τον ήλιο.