Πέντε ώρες (περίπου), πέντε (οριακά) υποψήφιοι, πέντε (ολοκληρωτικά) διαφορετικές προσεγγίσεις, ένα το αποκλειστικό διακύβευμα: η προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ στην κομβική συγκυρία της ανάληψης της καθοδήγησης μετά τον Αλέξη Τσίπρα.
Στο άτυπο debate του Διαρκούς Συνεδρίου η Έφη Αχτσιόγλου, ο Στέφανος Κασσελάκης, ο Νίκος Παππάς, ο Στέφανος Τζουμάκας και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος πέρασαν από το βήμα με την εν λόγω αλφαβητική σειρά εμφάνισης κι έκαναν χρήση του διαθέσιμου χρόνου που τους παραχωρήθηκε από το προεδρείο για να καταθέσουν θέσεις και απόψεις, ν’ αναπτύξουν άξονες πολιτικής κι εν γένει να διαμορφώσουν κλίμα, πριν από την τελευταία εβδομάδα της εσωτερικής προεκλογικής μάχης για το χρίσμα ηγεσίας.
Ένα χρίσμα που θα δοθεί στο πρόσωπο αυτό που θα κληθεί να σταθεί, ιδεολογικά και επικοινωνιακά, απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη διεκδικώντας -από τις αυτοδιοικητικές εκλογές κιόλας- μια πρώτη, μικρή έστω, αναστροφή των διαμορφωμένων εντυπώσεων. Νίκες, άλλωστε, σε περιφέρειες και δήμους που κουβαλούν έντονο πολιτικό φορτίο θα είναι πολύ δύσκολο να πετύχει στην παρούσα φάση, δεδομένης και της έλλειψη τοπικών κομματικών ερεισμάτων – με μοναδική εξαίρεση ενδεχομένως την Αττική με τον Γιώργο Ιωακειμίδη.
Στις υποψηφιότητες αυτές, από διαφορετική πηγή η καθεμιά τους, αποτυπώθηκε αν μη τι άλλο η πολυσυλλεκτικότητα του ΣΥΡΙΖΑ. Μια πολυσυλλεκτικότητα ιδεών που ανέκαθεν ήθελε να πρεσβεύει και να διαφημίζει, επιτρέποντας σε τάσεις, συνιστώσες και ρεύματα να συνυπάρχουν -αρμονικά ή μη ορισμένες φορές- σ’ ένα πολιτικό κοινόβιο. Όπως ακριβώς συνέβη στη πλατεία του θεάτρου στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού το μεσημέρι του Σαββάτου, με αποτέλεσμα εγγεγραμμένοι σύνεδροι να γεμίσουν και το θεωρείο.
Από τις 12:15 που η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου έλαβε τον λόγο για να καλωσορίσει τον κόσμο ως τη στιγμή που ολοκληρώθηκε η διαδικασία, οι παρευρισκόμενοι (κι όσοι παρακολουθούσαν διαδικτυακά) έβγαζαν συμπεράσματα για την ατζέντα της μιας γυναίκας και των τεσσάρων ανδρών που την Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου θα διεκδικήσουν την ηγεσία του κόμματος, προσπαθώντας να καταλήξουν, αν δεν είχαν ήδη, στον εκλεκτό της κάλπης.
Η Έφη και ο Εύκλει(δης)
Ότι η Έφη Αχτσιόγλου προηγείται δημοσκοπικά και παρουσιάζεται ως το μεγάλο φαβορί για τη διαδοχή του Αλέξη Τσίπρα επιβεβαιώθηκε από το μεστό και κατασταλαγμένο λόγο της. Με την ορμή και την αυτοπεποίθηση που απαιτεί η θέση της προέδρου της αξιωματικής αντιπολίτευσης, γέμισε τον χώρο και δημιούργησε την εντύπωση πως λειτουργεί ήδη ως εν δυνάμει αρχηγός. Ανέπτυξε με σαφήνεια τους τέσσερις άξονες της ατζέντας της σαν να επρόκειτο να δώσει μια εκλογική μάχη απέναντι στη Νέα Δημοκρατία, δεν δίστασε να υψώσει τους τόνους όταν ένιωσε πώς χρειάζεται και παράλληλα έθεσε πολύ ψηλά τον πήχη των προσδοκιών για την επόμενη ημέρα.
Έχει ήδη στο μυαλό της τον τρόπο που εκτιμά ότι θα πρέπει ν’ αντιπαρατεθεί στην πολιτική της Κυβέρνησης, με την αναφορά στο κράτος – στρατηγό, και το προβάλλει με πάθος και συγκίνηση. Ούτως ή άλλως για την πρώην υπουργό Εργασίας, «η νίκη της δεξιάς εμπέδωσε στην κοινωνία τον φόβο». Κάτι που η ίδια σκοπεύει να το αλλάξει.
Αυτός που αξίωσε έντονα ένα μεγάλο μερίδιο των εντυπώσεων ήταν, ομολογουμένως, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος. Επιμένοντας σ’ έναν ΣΥΡΙΖΑ που θα βασιστεί αποκλειστικά στις σταθερές αξίες, στο αναλλοίωτο μοντέλο και στις εκσυγχρονισμένες ιδέες του αριστερού χώρου, διότι «αυτοί είμαστε», πόνταρε κυρίως στη γνώση και στην εμπειρία του αντικειμένου για να πείσει ότι αξίζει να κερδίσει αυτήν την ευκαιρία. Ο πρώην υπουργός Οικονομικών έκανε ξεκάθαρο ότι δεν θα ήθελε να δει τον ΣΥΡΙΖΑ να μεταλλάσσεται σε κάτι υβριδικό μόνο και μόνο για να ‘ναι μια διαχειριστική δύναμη εξουσίας που θα υπόσχεται μειώσεις φόρων έναντι των δαπανών για το κοινωνικό κράτος.
Εδώ Παππάς, εκεί Στέφανος
Ο Νίκος Παππάς είναι αλήθεια ότι κινήθηκε σ’ ένα εντελώς δικό του δρόμο, αυτόν που χάραξε από τη στιγμή της κατάθεσης της υποψηφιότητάς του. Ξόδεψε αρκετό από τον χρόνο της ομιλίας του για να καυτηριάσει τις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκία, δείχνοντας μια προσωπική τάση σύγκρουσης με την Κυβέρνηση σ’ ένα άλλο πεδίο και στοχεύοντας σε μια διεύρυνση προς το κέντρο του πολιτικού τόξου.
Ναι μεν επέμεινε πως δεξιά και αριστερά δεν είναι έννοιες κενές, αντιθέτως παραμένουν συμβατές με το σήμερα. Ταυτόχρονα όμως χρησιμοποίησε τον όρο «μεγάλη, πατριωτική αριστερά» με ανάλογα χαρακτηριστικά, διότι «όσο η αριστερά δεν καταφέρνει να αποσπά δυνάμεις του κέντρου από τη στρατηγική τους συγκόλληση με τη δεξιά δεν θα καταφέρει να έχει πλειοψηφία».
Οι δύο συνονόματοι της διαδικασίας, ο Στέφανος Κασσελάκης και ο Στέφανος Τζουμάκας, είναι δύο αντιστρόφως ανάλογοι πολιτικοί. Δυο πολιτικοί που είχαν στον πυρήνα του λόγου τους την αριστερά, αλλά βλέποντας την από εντελώς διαφορετική γωνία. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος ήταν παραπλανητικοί στον λόγο τους. Ό,τι ήθελαν να πουν το κατέθεσαν ο καθείς με τον τρόπο του.
Από τη μία, ο 35χρονος εφοπλιστής οραματίζεται ένα κόμμα στα αμερικανικά πρότυπα που δεν θα εγκλωβίζεται σε αγκυλώσεις του παρελθόντος και θα χαρίζει ίσες ευκαιρίες σε όσους της επιδιώκουν μέσα από τη δικαιοσύνη κι ένα σύστημα αξιών που θα σπάσει το κατεστημένο του νεποτισμού και του lobbying, στον ιστό του οποίου -κατά τον ίδιο- έχει μπλέξει και ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο ίδιος έχει ένα όνειρο, απλώς φαίνεται ξεκάθαρα η αμηχανία από την έλλειψη εμπειρίας. Όχι κάτι απαραιτήτως κακό, αλλά στην παρούσα φάση εκτιμάται ότι θα επηρεάσει το εκλογικό σώμα.
Από την άλλη ο βετεράνος πολιτικός προτίμησε μια γενικότερη θεώρηση των πραγμάτων, εγχώριων και διεθνών, στο βάθος των οποίων χανόταν τις περισσότερες φορές η μεγάλη αλήθεια που ήθελε να εκφράσει. Κατά βάση εστίασε στην ανάγκη σύστασης ενός ΣΥΡΙΖΑ που δεν θα κοιτά τη γειτονιά του, αλλά θα προβλέπει το μέλλον για να κινείται ανάλογα, αφότου πρώτα ενεργοποιήσει εκ νέου τη βάση από την οποία είχε αφαιρεθεί η δυνατότητα αποφάσεων και δράσεων. Διότι ακριβώς εκεί βρίσκεται η δύναμή του.
Είτε έπεισαν είτε όχι το ακροατήριο, τα λόγια των πέντε υποψηφίων θ’ ακολουθήσουν οι πράξεις. Ιδίως εκείνου που την ερχόμενη Κυριακή (10/9) είτε θα κερδίσει την εσωκομματική διαδικασία είτε θα λάβει το αβαντάζ νίκης για τον δεύτερο γύρο στις 16/9. Διότι «ουκ εν τω πολλώ το ευ» και το χρίσμα είναι ένα.