Guardian, Telegraph και Financial Times έχουν με μεγάλα γράμματα στα πρωτοσέλιδα του Σαββάτου το σκάνδαλο του Βρετανικού Μουσείου. Αφορμή η χθεσινή παραίτηση του μέχρι πρότινος διευθυντή του, Χάρτβιχ Φίσερ, αλλά και του υποδιευθυντή του μουσείου, Τζόναθαν Γουίλιαμ.
Ανεξαιρέτως πρωτοσέλιδων όμως, αναφέρει η DW, όλα τα βρετανικά μέσα φιλοξενούν το θέμα καθώς η συζήτηση και οι αντιδράσεις στρέφονται σε καίρια ζητήματα για την ύπαρξη του ιδρύματος. Αρχικά, για το κατά πόσο είναι το Μουσείο είναι ικανό ώστε να διατηρήσει τη συλλογή των οχτώ εκατομμυρίων αρχαιοτήτων και σε δεύτερη ανάγνωση να προχωρήσει στις ζωτικής σημασίας μεταρρυθμίσεις, οι οποίες πρέπει να γίνουν άμεσα ώστε να αποκατασταθεί η φήμη του.
Ανάκτηση κάποιων εξαφανισμένων αντικειμένων
Σε αυτή την προσπάθεια, ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Μουσείου, Τζορτζ Όσμπορν μίλησε σήμερα το πρωί στο ραδιόφωνο του BBC Radio 4, και επιβεβαίωσε ότι κάποια από τα 2.000 χαμένα αντικείμενα έχουν αρχίσει να ανακτώνται. Όπως δήλωσε, «ορισμένα μέλη της αρχαιολογικής κοινότητας συνεργάζονται ενεργά με το μουσείο» ενώ έδειξε αισιόδοξος ότι «κάποιοι τίμιοι άνθρωποι θα επιστρέψουν τα αντικείμενα που θεωρούνται τελικά κλεμμένα».
Παράλληλα όμως αναγνώρισε ότι «κάποιοι άλλοι δεν θα κάνουν το ίδιο», ενώ παραδέχτηκε για ακόμη μία φορά ότι «το μουσείο θα μπορούσε να είχε αποτρέψει τις κλοπές νωρίτερα».
Πάντως, άρθρο γνώμης του Guardian κάνει λόγο για «διπλωματικό αυτογκόλ». Όπως αναφέρει, «η εξαφάνιση των αρχαίων αριστουργημάτων προκάλεσε «πραξικόπημα προπαγάνδας για την επιστροφή ιστορικών θησαυρών». Η εφημερίδα αναφέρεται κυρίως προς την ελληνική πλευρά, καθώς η πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αχαιολόγων, Δέσποινα Κουτσούμπα, έθεσε ανοιχτά το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Το άρθρο καταλήγει ότι υπάρχουν βάσιμα επιχειρήματα για κάτι τέτοιο. Όπως παρατηρεί «τα δεδομένα – για την βρετανική πλευρά – είναι αποκαρδιωτικά». Είναι γνωστό από τα ρεπορτάζ ότι από την αποθήκη των 1.500 και πλέον αρχαίων αντικειμένων του Βρετανικού Μουσείου είχαν απομείνει μόλις 7.
Την ίδια άποψη όμως δεν έχει ο Τιμ Λούτον, πρόεδρος της βρετανικής κοινοβουλευτικής επιτροπής αρχαιολογίας. Ο ίδιος κατηγόρησε την Ελλάδα για «εξόφθαλμο οπορτουνισμό». Όπως πρόσθεσε, σε δήλωσή του προς το BBC, «οι άλλες χώρες θα έπρεπε να συσπειρώνονται ώστε να βοηθήσουν στην ανάκτηση των χαμένων αντικειμένων και όχι να προσπαθούν να επωφεληθούν».
Το ιστορικό της παραίτησης
Υπενθυμίζεται ότι την Παρασκευή έκαναν γνωστή την παραίτησή τους ο διευθυντής και υποδιευθυντής του Βρετανικού Μουσείου. Η κίνηση ήρθε μετά από την αποκάλυψη ότι σχεδόν 2.000 αρχαία κειμήλια της συλλογής του Βρετανικού Μουσείου είναι «χαμένα, κλεμμένα ή κατεστραμμένα» και ενώ πέρασε μία εβδομάδα έντονης αντιπαράθεσης για τις πραγματικές αιτίες του συμβάντος.
Ο παραιτηθείς διευθυντής είναι ο Γερμανός ιστορικός τέχνης Χάρτβιχ Φίσερ, ο οποίος βρισκόταν στη θέση αυτή από το 2016. Ο ίδιος είχε κάνει γνωστό ότι θα έφευγε από το Βρετανικό Μουσείο στα μέσα του 2024, μέχρι να τον «προλάβουν» τελικά οι εξελίξεις.
Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά στην επιστολή παραίτησής του «η ευθύνη της αποτυχίας πρέπει να αποδοθεί ολοκληρωτικά στον διευθυντή». Παράλληλα, ζήτησε συγγνώμη από τον Ιτάι Γκρέιντελ, τον άνθρωπο που πρώτος αντιλήφθηκε ότι πωλούνται αντικείμενα του Βρετανικού Μουσείου στο ebay.
Τα προειδοποιητικά μέιλ που στάλθηκαν από τον συγγραφέα, ακαδημαϊκό και συλλέκτη αντικών, όπως αποδείχτηκε αργότερα, αγνοήθηκαν από τη διοίκηση και τελικά η κλοπή συνεχίστηκε. Τρεις ώρες μετά την παραίτηση του διευθυντή, στην ίδια κίνηση προχώρησε και ο υποδιευθυντής του Βρετανικού Μουσείου, Τζόναθαν Γουίλιαμ, καθώς και εκείνος αγνόησε τα στοιχεία. Επισημαίνεται ότι η υπόθεση των κλοπιμαίων παραμένει στα χέρια της Μητροπολιτικής αστυνομίας και κανείς μέχρι τώρα δεν έχει συλληφθεί.