Σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα διαμορφώνονται οι τιμές των οινοπνευματωδών ποτών (αλκοολούχα, μπύρα, οίνος) το 2022 στην Ελλάδα, καθιστώντας την τρίτη ακριβότερη χώρα της ΕΕ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, τα οποία έχει επεξεργαστεί ο Σύνδεσμος Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ), η Ελλάδα:
- βρίσκεται στην 3η θέση των 27 Κρατών Μελών της ΕΕ (η Φιλανδία είναι η ακριβότερη και η Ουγγαρία η πιο φθηνή).
- βρίσκεται στην 6η θέση μεταξύ των 36 χωρών (συμπεριλαμβανομένων τόσο των χωρών της ΕΖΕΣ /Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών, των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων και της Τουρκίας)
Ειδικότερα, η Ελλάδα είναι η τρίτη ακριβότερη χώρα της ΕΕ-27 στα οινοπνευματώδη ποτά (με δείκτη επιπέδου τιμών 153,3) με τιμές κατά 53,3% υψηλότερες του μέσου ευρωπαϊκού όρου, κάτι που προφανώς εξηγείται από τον πολύ υψηλό ΕΦΚ που ισχύει στη χώρα μας και το ΦΠΑ, οι οποίοι ανεβάζουν σημαντικά το κόστος για τον τελικό καταναλωτή.
Το ποσοστό των φόρων στην τιμή
«Όπως έχουμε επισημάνει στα αλκοολούχα ποτά το 51% της τελικής τιμής ενός τυπικού αλκοολούχου ποτού καλύπτει ο ΕΦΚ (περίπου το 1/3) και ο ΦΠΑ», εξηγεί ο ΣΕΑΟΠ.
Από τον πίνακα επίσης φαίνεται ότι η Ελλάδα παραμένει αρκετά ψηλά σε σύγκριση με τις τουριστικά ανταγωνιστικές χώρες όπως είναι η Κύπρος (με 115) η Γαλλία (με 100,1) η Ισπανία (με 97,8) και η Ιταλία (με 89,3) .
Ακριβότερες στα οινοπνευματώδη ποτά ήταν η Φινλανδία (με δείκτη επιπέδου τιμών 214,2) η οποία κατέχει την υψηλότερη θέση και η Ιρλανδία (με δείκτη επιπέδου τιμών 210,7) με τιμές κατά 114,2% και 110,7% αντίστοιχα υψηλότερες από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ακολουθούν η Σουηδία (με 151,8), η Δανία (με 144,6) και η Εσθονία (με 131,3).
Τα χαμηλότερα επίπεδα τιμών για το αλκοόλ καταγράφηκαν στην Ουγγαρία με 81,8 (18 % κάτω του μέσου όρου της ΕΕ), η Αυστρία με 83,8 (-16% του μέσου όρου) και η Γερμανία με 86,9 (-13% του μέσου όρου).
«Το 2022, το επίπεδο τιμών για το αλκοόλ ήταν πάνω από δυόμισι φορές υψηλότερο στο ακριβότερο κράτος μέλος σε σύγκριση με το πιο φθηνό. Αυτή η μεγάλη διακύμανση τιμών οφείλεται κυρίως στις διαφορές στη φορολογία αυτών των προϊόντων», επισημαίνει ο ΣΕΑΟΠ.