Στην έντονη καταδίκη των τουρκοκυπριακών ενεργειών στα επεισόδια που σημειώθηκαν στη νεκρή Ζώνη της Πύλας προχώρησε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών τόνισε ότι η Ουάσιγκτον θα συνεχίσει να παρακολουθεί την κατάσταση στην Κύπρο.
«Καταδικάζουμε (ως ΗΠΑ) απερίφραστα την επίθεση στο προσωπικό της ΟΥΝΦΙΚΥΠ και στα οχήματα του ΟΗΕ στην Πύλα/Σωρό και συνεχίζουμε να παρακολουθούμε την κατάσταση. Η Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ στην Κύπρο (ΟΥΝΦΙΚΥΠ) διαδραματίζει κρίσιμο σταθεροποιητικό ρόλο και είναι ζωτικής σημασίας να είναι σε θέση να εκπληρώσει την αποστολή της, όπως της έχει ανατεθεί από το ΣΑ του ΟΗΕ, ώστε να είναι σε θέση να συνεργαστεί με τους ενδιαφερόμενους φορείς στην Κύπρο για να δημιουργήσει τον πολιτικό χώρο για μια μόνιμη συμφωνία διευθέτησης που θα βασίζεται στα ψηφίσματα του ΣΑ του ΟΗΕ», ανάφερε ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Καταδίκη και από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών καταδίκασε χθες Δευτέρα τις «επιθέσεις εναντίον των ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ» από τουρκοκύπριους αστυνομικούς, καταγγέλλοντας ταυτόχρονα την «παραβίαση του status quo» στη νεκρή ζώνη με την έναρξη κατασκευής δρόμου.
Σε δημόσια δήλωση, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα έπειτα από συνεδρίαση των 15 κρατών μελών του κεκλεισμένων των θυρών, το ΣΑ τόνισε πως «οι επιθέσεις εναντίον κυανοκράνων μπορεί να αποτελούν έγκλημα δυνάμει του διεθνούς δικαίου».
Στη δήλωση τονίζεται πως τα κράτη μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας εξέφρασαν «μεγάλη ανησυχία για την έναρξη έργων χωρίς άδεια από την τουρκοκυπριακή πλευρά μέσα στην ουδέτερη ζώνη κοντά στο (χωριό) Πύλα».
«Η ενέργεια αυτή αντίκειται προς αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και αποτελεί παραβίαση του status quo εντός της ουδέτερης ζώνης του ΟΗΕ», υπογραμμίζεται στο κείμενο.
Εκφράζοντας ικανοποίηση για τη διακοπή του αμφιλεγόμενου έργου οδοποιίας και την απόσυρση του εξοπλισμού και του προσωπικού, το Συμβούλιο Ασφαλείας καλεί ακόμη όλα τα μέρη να «αποφύγουν οποιαδήποτε μονομερή ενέργεια ή κλιμάκωση (…) που θα μπορούσε να αυξήσει τις εντάσεις στη νήσο και να θέσει σε κίνδυνο τις πιθανότητες συμφωνίας» για την επίλυση του Κυπριακού.