Από την δεύτερη κιόλας ταινία του, το «Memento» (2000), μια ταινία κατά κάποιο τρόπο γυρισμένη ανάποδα, από το τέλος προς την αρχή, ο Κρίστοφερ Νόλαν, φάνηκε ότι είναι ένας κινηματογραφικός δημιουργός που δεν αστειεύεται. Και πράγματι, ο χρόνος απέδειξε ότι οι ταινίες του, όχι όλες αλλά σίγουρα κάποιες, δείχνουν να ξεπερνούν τα όρια της κινηματογραφικής αφήγησης και επιδιώκουν να σκιαγραφήσουν ήρωες που αγγίζουν τα όρια της απιθανότητας, παγιδευμένοι καθώς είναι μέσα στην καρδιά παράτολμων σεναρίων, που τους φέρνουν αντιμέτωπους με το απρόβλεπτο, το αναπόφευκτο, το παράλογο.
Ο Κομπ για παράδειγμα, ο ήρωας που υποδύεται ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο στο «Inception», ή ο Πρωταγωνιστής, εκείνος του Τζον Ντέιβιντ Γουόσινγκτον στο «Tenet», είναι σαφή παραδείγματα σημαιοφόρων αλλόκοτων ιστοριών που όσο δύσκολα κάποιοι μπορούν να επικοινωνήσουν μαζί τους, δεν παύουν να είναι λειτουργικά εργαλεία μαγνητικών ταινιών από τις οποίες η ματιά σου, πολύ απλά, δεν μπορεί να ξεκολλήσει. Ακόμα και η τριλογία «Μπάτμαν» του Νόλαν, αναζητεί κάτι «άλλο» στον ήρωα της DC Comics που υποδύεται ο Κρίστιαν Μπέιλ, κάτι μακριά από την κόμικ αισθητική του Τιμ Μπάρτον και πολύ πιο κοντά στην ηθική και την ύβρη, το φως και το σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής.
Δεν υπάρχει ούτε μία ταινία του 47χρονου Βρετανού σκηνοθέτη που να μην μπορεί να χαρακτηριστεί φιλόδοξο, πρωτότυπο εγχείρημα, ενώ την ίδια ακριβώς στιγμή το ίδιο το σινεμά και η Ιστορία του δίνουν πάντα το παρόν στις ταινίες του: ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ με το «2001: Η Οδύσσεια του διαστήματος» βρίσκεται στο «Interstellar», ταινίες όπως το «Μεροκάματο του τρόμου» του Ανρί Ζορζ Κλουζό και η «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» του Στίβεν Σπίλμπεργκ στην «Δουνκέρκη».
Από όλες τις ταινίες του Κρ. Νόλαν, η «Δουνκέρκη» είναι εκείνη που βρίσκεται πιο κοντά στην φιλοσοφία της τελευταίας δημιουργίας του, του «Οπενχάιμερ» που απέκτησε trend momentum λόγω της παράλληλης διανομής του (στο εξωτερικό) με την «Barbie» της Γκρέτα Γκέργουιγκ και το πρωτότυπο μότο κοινής διαφήμισης «Barbenheimer». Αν αφήσουμε όμως στην άκρη το ευφυές μάρκετινγκ της ταινίας και αν παραμείνουμε στο σώμα της και σε αυτό που πρεσβεύει, θα δούμε ότι όπως η «Δουνκέρκη», έτσι και ο «Οπενχάιμερ», είναι τα φιλόδοξα οράματα του σκηνοθέτη πάνω στην σύγχρονη Ιστορία, με την οποία εκ των πραγμάτων δεν μπορείς να «παίξεις», ή αν αποφασίσεις να το κάνεις θα πρέπει να είσαι πολύ προσεχτικός στο πως θα χειριστείς τις ελευθερίες σου.
«Η ιστορία της Δουνκέρκης κατέχει τεράστιο κομμάτι στη βρετανική Ιστορία, είναι μέρος από την κουλτούρα μας» μου είχε πει ο Νόλαν στο Λονδίνο, όταν το 2017 τον συνάντησα για δεύτερη φορά μετά το «Memento», τότε στη Βενετία, σε μια εποχή που ελάχιστοι τον γνώριζαν. «Η Δουνκέρκη βρίσκεται στο DNA των Βρετανών, βρίσκεται στα κόκαλά μας. Μεγάλωσα με αυτή την μυθική ιστορία σωτηρίας τόσων χιλιάδων ανθρώπων αλλά και της νίκης που ακολούθησε και στην οποία η Δουνκέρκη συνέβαλε. Η εξιστόρηση αυτής της περιπέτειας στο σινεμά, ήταν εδώ και πάρα πολλά χρόνια ένα όνειρό μου». Ο σεβασμός απέναντι στην Ιστορία της πατρίδας του και η σοβαρότητα με την οποία ήθελε να την αντιμετωπίσει ήταν στοιχεία διάχυτα στη φωνή του, στην οποία διέκρινα ένα ελαφρύ κόμπιασμα γνήσιας, θέλω να πιστεύω, συγκίνησης.
Όπως λοιπόν με τη «Δουνκέρκη» ο Κρίστοφερ Νόλαν κατάφερε να αξιοποιήσει διαφορετικές προοπτικές για να «συλλάβει» την αποτρόπαια εμπειρία του πολέμου (εμπειρία που είχε το θάρρος να πει ότι ο ίδιος δεν έζησε ποτέ), έτσι και με τον «Οπενχάιμερ», έκανε μια βουτιά στην ψυχή μιας ιδιοφυίας, ενός κορυφαίου επιστήμονα, του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, που με την εφεύρεσή του, την ατομική βόμβα, άλλαξε την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό, την ώρα που (ειρωνικά) γνώριζε ότι η ύπαρξη και μόνο αυτής της ανακάλυψης αποτελούσε (και αποτελεί) την απόλυτη απειλή της ίδιας αυτής της ανθρωπότητας. Το είπε εξάλλου και ο ίδιος ο δημιουργός: με τον «Οπενχάιμερ» επιθυμία του ήταν να προσκαλέσει το κοινό μέσα σε εκείνο το εφιαλτικό δωμάτιο όπου ο Οπενχάιμερ και η ομάδα του πάτησαν ένα κουμπί και πυροδότησαν την πρώτη βόμβα – μια κίνηση που χωρίς να στηρίζεται σε μαθηματική ή θεωρητική βάση δεν απέκλειε την πιθανότητα, όσο μικρή κι αν ήταν αυτή, ότι μπορούσε να αποφέρει την καταστροφή σε ολόκληρο τον πλανήτη. Το ρίσκο για την λήψη αυτής της απόφασης αλλά και το ότι η απόφαση όντως πάρθηκε, ήταν τα σημεία που γοήτευσαν τον σκηνοθέτη και αυτά τα σημεία δεν έχουν να κάνουν ούτε με την επιστήμη, ούτε με την τεχνολογία, ούτε καν με την Ιστορία. Έχουν να κάνουν 100 % με την ανθρώπινη ψυχή. Γιατί πέρα από κάθε τι, πίσω από την αρτιότητα της φιλμικής γλώσσας, πίσω από την άψογη χρήση της τεχνολογίας και το φιλόδοξο σκηνοθετικό όραμα, ο Κρίστοφερ Νόλαν είναι κυρίως ένας άψογος «ανατόμος» της ανθρώπινης ψυχής. Μια φράση του ιδίου που τα λέει όλα για την φιλοσοφία τόσο της ταινίας «Οπενχάιμερ» όσο και της σκηνοθετικής προσέγγισής της είναι: «Ενώ η ταινία αποπειράται να βοηθήσει το κοινό να καταλάβει γιατί οι άνθρωποι κάνουν αυτά που κάνουν, την ίδια στιγμή αναρωτιέται αν θα έπρεπε να τα κάνουν».
Όλα αυτά βέβαια, με βαρόμετρο την τεκμηρίωση και την μελέτη. Ο Νόλαν θέλησε να κάνει μια ταινία για τον «Οπενχάιμερ» έχοντας εισχωρήσει εις βάθος στο βραβευμένο με Πούλιτζερ βιβλίο «Ο θρίαμβος και η τραγωδία του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ» των Κάι Μπερντ και Μάρτιν Τζ. Σέργουιν, όπως και άλλων. Το εν λόγω βιβλίο πάντως, θεωρείται κάτι σαν Βίβλος πάνω στην υπόθεση Manhattan Project και τους προβληματισμούς των επιστημόνων της ομάδας του Οπενχάιμερ και ήταν ο φανός του σκηνοθέτη σε όλες τις πτυχές της παραγωγής, κυρίως στην επίπονη περίοδος της συγγραφής του σεναρίου. Ο Νόλαν δεν έκρυψε το γεγονός ότι τον εφοδίασε με πλούσιες ιστορίες που ίσως να αγγίζουν αμυδρά την φαντασία (εξάλλου μιλάμε για ταινία μυθοπλασίας) στο πλάσιμο της κινηματογραφικής περσόνα του Οπενχάιμερ την οποία μέσω ενός πολύτιμου ηθοποιού, του Κίλιαν Μέρφι (που δεν μιμείται αλλά σκάβει βαθιά μέσα στην ψυχή του Οπενχάιμερ), εξερευνά ενδελεχώς. Το πριν την ρήψη της ατομικής βόμβας, η ίδια η στιγμή της καταστροφής αλλά και το μετά, ο τρόπος με τον οποίο ο επιστήμονας προδόθηκε από το ίδιο το σύστημα που τον ανέδειξε, τους ίδιους τους συμπατριώτες του που κάποτε έπιναν νερό στο όνομά του, είναι ψηφίδες σε ένα τεράστιο καμβά ανθρώπινης ψυχής, πάνω στον οποίο ο Νόλαν ζωγραφίζει το πάθος για τον επιστημονικό θρίαμβο, τα πολιτικά και άλλα παρασκήνια, τις δίκες που θυμίζουν φτηνές θεατρικές παραστάσεις, το έκρυθμο κλίμα διαφόρων εποχών στις Ηνωμένες Πολιτείες, τις βαριές συνειδήσεις, τις ενοχές, με μια λέξη τα πάντα.
Αν και όπως ο Κουέντιν Ταραντινο ο Κρίστοφερ Νόλαν είναι υπερασπιστής του παραδοσιακού φιλμ, την ίδια ώρα ανήκει στους πρωτοπόρους σε ότι αφορά την τεχνολογία του κινηματογράφου. Ο «Οπενχάιμερ» συνδυάζει την τεχνική του IMAX 65mm και του φιλμ 65mm, ενώ για πρώτη φορά συμπεριλαμβάνονται μέρη σε ασπρόμαυρη αναλογική φωτογραφία IMAX (μια υποψηφιότητα για το Οσκαρ διεύθυνσης φωτογραφίας τον για Χόιτ Βαν Χόιτεμα που μετρά δύο για την «Δουνκέρκη» και το «Tenet», είναι σίγουρη). Η εμμονή του Νόλαν προς το φιλμ είναι το αποτέλεσμα ενός και μόνο πράγματος: επιδιώκει να μοιραστεί με τον θεατή την χαρά της ομορφιάς του film making, την οποία ο ίδιος ο Νόλαν νιώθει, κυρίως, ως θεατής.
Στην συνάντησή μας για την «Δουνκέρκη», είχα την ευκαιρία να συζητήσω για λίγο με τον Νόλαν για την αγάπη του προς το φιλμ. Μεταφέρω το απόσπασμα εκείνης της στιγμής έτσι όπως δημοσιεύθηκε στο BHMAgazino:
–Είναι γνωστό ότι θεωρείστε υποστηρικτής του παραδοσιακού φιλμ. Νιώθετε ότι στις μέρες μας πολλοί σκηνοθέτες έχουν παραστρατήσει και δεν εστιάζουν στην ομορφιά της κινηματογραφικής αφήγησης των ιστοριών τους;
Κρίστοφερ Νόλαν: «Δεν θα ήθελα να μιλήσω για τους άλλους σκηνοθέτες, θα ήθελα όμως να πω ότι ως μέσον, το φιλμ, το σελιλόιντ, έχει μια οργανική ποιότητα χάρη στην οποία οι ταινίες έδειχναν διαφορετικές όταν γυρίζονταν έτσι. Χάρη στο φιλμ, νομίζω ότι ο κάθε κινηματογραφιστής μπορούσε να έχει το δικό του, προσωπικό στιλ. Ο ψηφιακός κινηματογράφος τείνει να κάνει τις ταινίες να δείχνουν ίδιες μεταξύ τους, κατά μια έννοια η εικόνα απλοποιείται. Το κόκκινο είναι ένα κόκκινο σε αντίθεση με το φιλμ όπου το κόκκινο είχε πολλές αποχρώσεις, γινόταν πιο βρώμικο ή πιο λαμπερό. Υπό αυτό το πρίσμα υπάρχει ο κίνδυνος της άρνησης των κινηματογραφιστών να εκφραστούν έτσι όπως ενδεχομένως θα το ήθελαν. Και οι ταινίες μετατρέπονται σε τηλεόραση. Διότι στη μεγάλη οθόνη αυτά τα πράγματα αποκαλύπτονται. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κάποιοι, είμαστε τόσο πολύ αφοσιωμένοι στο σελιλόιντ».