Η 17η Αυγούστου θα ανήκει για πάντα στην Κοκκινιά, στην Ελευθερία και στη μάχη κατά του Ναζισμού, του πολέμου και της βίας. Ήταν πρωί 17ης Αυγούστου του 1944, όταν έλληνες δωσίλογοι, συνεργάτες των γερμανών κατακτητών έστησαν το μπλόκο της Κοκκινιάς.
Η συνοικία περικυκλώθηκε από στρατεύματα των Ναζί και οι ταγματασφαλίτες συνεργοί τους καλούσαν με ντουντούκες τους άνδρες ηλικίας 14 ως 50 ετών, να βγουν από τα σπίτια τους, απειλώντας τους ότι διαφορετικά θα τους εκτελούσαν, επί τόπου, όπου τους έβρισκαν.
Καταδότες
Λίγη ώρα αργότερα, έλληνες καταδότες, φορώντας τις κουκούλες τους, περπατούσαν ανάμεσα σε εκαντοτάδες γονατισμένους, άνδρες και αγόρια, και έδειχναν στους Ναζί τον έναν μετά τον άλλον, οδηγώντας τους στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Γράφει ο Άρης Σκιαδόπουλος στα «ΝΕΑ» της 28ης Αυγούστου 1980:
«Τριάντα χιλιάδες άντρες από δεκατέσσερα μέχρι πενήντα χρονών γονατισμένοι με τα κεφάλια κάτω στην πλατεία της Οσίας Ξένης…Γύρω τους οι Γερμανοί με τα πολυβόλα, οι ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους και οι μασκοφόροι προδότες που κατέδιδαν…
»Στήσανε στον τοίχο, κανένας μέχρι σήμερα δεν ξέρει πόσους ακριβώς. Στείλανε στο Χαϊδάρι (σ.σ. στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου) 15.000 παλληκάρια. Ύστερα οι μανάδες κι οι αδερφές που ήταν κλεισμένες στα σπίτια τους, πρωί την άλλη μέρα κατηφορίσανε αλαφιασμένες την Πέτρου Ράλλη και φτάσανε στο Γ’ Νεκροταφείο. Τους είχανε θάψει.
»Πήρε η κάθε μάνα κι αδερφή απόνα τάφο “κι είπαμε αφού δεν ξέρω αν είναι το παιδί μου σ’ αυτόν τον τάφο μπορεί να κλαίω το δικό σου και το ίδιο κάνει, μια κι εσύ θα κλαις το δικό μου”. Όλες όμως αναγνωρίσανε τον προδότη Μπαντράνη, πούτανε κι αυτός σωριασμένος πιο πέρα».
Μαρτυρίες
«Ο Γερο – Λαλακίδης, κομμουνιστής από το 1933» είπε στα “ΝΕΑ” και τον Άρη Σκιαδόπουλο:
«Ήταν στιγμές που ο αδελφός πρόδινε τον αδελφό. Τέτοια μέρα να μη ξημερώσει άλλη. Ήταν στιγμές που ο πατριώτης, ο χθεσινός σου σύντροφος, τσακισμένος από τα βασανιστήρια που του είχαν κάνει οι Γερμανοί, δεν άντεχε και πρόδινε το σύντροφο.
»Δεν μιλάω για τους ταγματασφαλίτες και τους μασκοφόρους, αλλά για τον σύντροφο που δεν άντεξε μέχρι το τέλος. Θυμάμαι τούτο το περιστατικό. Ένας Γερμανός, που τον συνόδευε ένας δικός μας, σταματάει μπροστά σ’ έναν κρατούμενο κι ο κρατούμενος ρωτάει τον Γερμανό:
– Ρώτησέ τον ποιος είμαι.
– Ποιος είναι τούτος;
– Ο αδερφός μου, λεει ο διπλανός.
– Και πρόδωσες τον αδερφό σου;
– Έδιωξε ο Γερμανός τον κρατούμενο και κράτησε τον καταδότη».
Όπως γράφουν «ΤΑ ΝΕΑ», τα θύματα του μπλόκου της Κοκκινιάς «στην πλειοψηφία τους ήταν πρόσφυγες, ξερριζωμένοι, από τις Χαμένες Πατρίδες. Προκομμένοι και προοδευτικοί, δεν αργήσανε να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των παρακρατικών (ακόμα και σήμερα).
»Κάμποσοι απ’ αυτούς, την ώρα που ο κατακτητής έμπαινε στην Αθήνα, ήταν κρατούμενοι του Μεταξά. Ύστερα, αλλάξανε φύλακες. Οι υπόλοιποι ενταχθήκανε στην Αντίσταση».
Η μητέρα, Χρυσάνθη Αρχοντοπούλου
Όσα τραγικά συνέβησαν το πρωί της 17ης Αυγούστου 1944 στην Κοκκινία, τα αφηγήθηκε στα «ΝΕΑ» η Χρυσάνθη Αρχοντοπούλου, μάνα τριών παιδιών.
«Σαν ακούστηκε το κακό, δεν ήξερα τι να κάνω και πώς να σώσω τα παιδιά μου, τον Γιάννη μου 18 χρονών, τον Περικλή 16 χρονών και τον Γιώργο 20 χρονών. Βγαίνω στην πόρτα κι αντικρύζω τον προδότη τον Μπακόπουλο.
– Πούναι μωρή τα παιδιά σου;
– Τώρα θα πάνε κάτω.
– Βγάλτα έξω γιατί θα τα σκοτώσω αμέσως.
»Βγαίνουν τα παιδιά, τ’ αρπάζει ο Μπακόπουλος κι εγώ χύνομαι από πίσω: «Άστα βρε Μπακόπουλε, δεν λυπάσαι;»
»Εκείνος έβγαζε αφρούς κι έλεγε προστυχόλογα. Τα πάει στον Σγουρό κι εκείνος διαταγή για τη μάντρα. Εγώ, πίσω, άλαλη. Αυτός, τα σπρώχνει και τα μπάζει στο σφαγείο. Κάτω, σωρό τα παλληκάρια σπαρταρούσαν.
»Πέφτω στα πόδια του Γερμανού. Με συμπονεί κι απλώνει το χέρι του πάνω μου “μάμα, μάμα” του φωνάζω. Με βλέπει ο Πλυντζανόπουλος και με χτυπά με το μαστίγιο. Με σπρώχνουνε στην πλατεία. Πήγα σπίτι και περίμενα να δω τι θ’ απογίνει.Τ’ απόγιομα είδα τους δύο νάρχονται σπίτι. Τον Γιάννη δεν τον βλέπω.
Θάνατος παντού
»Αλλόφρονη βγαίνω στους δρόμους και βλέπω τ’ αυτοκίνητα να περνάνε φορτωμένα. Τρέχω ξοπίσω από τ’ αυτοκίνητα στο Γ’ Νεκροταφείο. Αυτοί αρχίζουν να πετάνε τα πτώματα στους λάκκους…
»Αλλουνού βγαλμένα μάτια, αλλουνού γεμάτο το σώμα πληγές. Άλλες τρέχουν να θάψουν τα παιδιά τους κι άλλες να δουν τους ανθρώπους τους, που τους πάνε στο Χαϊδάρι… Κι όλες κλαίνε και καταριούνται τους προδότες.
Ο σωτήρας γιατρός
Εκατοντάδες άνδρες της Κοκκινιάς, που γλίτωσαν την εκτέλεση στη μάντρα, οδηγήθηκαν από τους κατακτητές και τους συνεργάτες τους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου. Εκεί βρίσκεται κρατούμενος, ήδη από αρκετά χρόνια, ο Αντώνης Φλούντζης, που ήταν και ο γιατρός του στρατοπέδου.
«Καθόμουνα στο παράθυρο του αναρρωτηρίου και κοιτούσα προς τα κάτω. Τότε είδα στο βάθος ένα πράγμα μαύρο και μακρουλό να σέρνεται…Κάτι σαν φίδι. Μωρέ τι νάναι και τούτο είπα. Τους κρατούμενους δεν τους φέρνανε ποτέ με τα πόδια. Έκανα ένα σωρό σκέψεις μέχρι που τους είδα να πλησιάζουν και τότε κατάλαβα ότι ήταν άνθρωποι. Το ίδιο βράδυ μού λέει ο διοικητής του στρατοπέδου.
– Θέλω να μου βγάλεις 800 ικανούς απόψε.
– Κύριε διοικητά δεν είναι δυνατόν.
»Κάθε που εξετάζαμε κρατουμένους, σε μια μέρα μόλις 250 προλαβαίναμε να δούμε και τούτος δω, μου ζητούσε να του δώσω 800 ικανούς σε μια νύχτα, πράγμα που σήμαινε ότι θα έπρεπε να εξετάσω 1600.
– Δεν γίνεται κύριε διοικητά.
»Τότε εκείνος μούγραψε με το δάχτυλό του στην πόρτα της απομόνωσης τον αριθμό 800 κι έφυγε. Ένας όμως απ’ αυτούς που ήταν μαζί του γύρισε και μούπε:
– Άκου γιατρέ, εμείς θέλουμε ικανούς. Πέντε τα εκατό ανικανότητα νάχει, θα τον βγάλεις ανίκανο.
»Αυτό μούλυνε τα χέρια και σαν έφυγαν φώναξα τους γιατρούς που ήταν και συγκρατούμενοί μου:
«Έλληνες πατριώτες είμαστε, πώς θα στείλουμε τους δικούς μας στη Γερμανία; Προτείνω λοιπόν, να σαμποτάρουμε την υπόθεση. Φαινομενικά λοιπόν, θα τους εξετάζουμε αυστηρά, αλλά εμείς θα κάνουμε τη δουλειά μας».
«Παιδιά κάτω των 16 χρόνων θα τα βγάλουμε ανίκανα. Άντρες πάνω από 50, το ίδιο. Ανίκανους θα βγάλουμε προστάτες πολυμελών οικογενειών. Από τρία και τέσσαρα αδέρφια, θα στέλνουμε το ένα.
«Κι αν βρεθεί κάποιος που θα μας πει ότι σκοτώσανε τον αδερφό του, ανίκανο θα τον βγάλουμε κι αυτόν»».
»Τα παιδιά συμφωνήσανε. Είχαμε όμως ένα πρόβλημα. Στους κρατούμενους υπήρχαν πολλοί δικοί μας, που θέλανε να φύγουν επειδή οι Γερμανοί φέρνανε στο στρατόπεδο μασκοφόρους. Οι μασκοφόροι μόλις βλέπανε τον πατριώτη λέγανε στους Γερμανούς “αυτός” κι οι Γερμανοί τον βγάζανε στην μπάντα για εκτέλεση.
»Αυτοί λοιπόν οι πατριώτες μάς παρακαλούσαν “βγάλτε μας ικανούς να φύγουμε για τη Γερμανία, γιατί εκεί μπορεί να ζήσουμε”. Την τρίτη μέρα της διαλογής με φώναξε ο Έλληνας διερμηνέας:
– Γιατρέ τι γίνεται εδώ μέσα;
– Δεν ξέρω.
– Άστα γιατρέ, είναι σαμποτάζ. Στο Γουδί, βγάζουν ανίκανους μέχρι δώδεκα στους εκατό, εσύ βγάζεις σαράντα δύο στος εκατό. Στις γυναίκες ποιος πηγαίνει γιατρέ;
– Εγώ.
– Εξήντα εφτά τοις εκατό ανίκανες. Λοιπόν; Φαίνεται ή δεν φαίνεται; Από ενδιαφέρον στο λέω γιατρέ.
»Είχε δίκιο. Όμως εμείς είχαμε πάρει την απόφασή μας…Τέλος Αυγούστου άρχισαν οι Γερμανοί ν’ απολύουν τους “ανίκανους” από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου».
Στις μαύρες ημέρες της Κατοχής, υπήρξαν πολλοί, όπως οι δοσίλογοι και οι ταγματασφαλίτες στην Κοκκινιά, που έσπευσαν να συνεργαστούν με τους Ναζί και να προδώσουν τους συμπατριώτες τους.
Υπήρξαν όμως και πολλοί, όπως ο γιατρός Αντώνης Φλούντζης και οι συγκρατούμενοι συνάδελφοί του, που ριψοκινδυνεύοντας την ίδια τους την ύπαρξη, προσπάθησαν με κάθε τρόπο να σώσουν από τους Ναζί και τον θάνατο, όσους περισσότερους ήταν δυνατόν.